Κατά 5,8 φορές μεγαλύτερο εισόδημα έχει το πλουσιότερο 20% του ελληνικού πληθυσμού από το αντίστοιχο φτωχότερο 20%, ποσοστό που παραπέμπει ξανά στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Αυτό είναι ένα από τα ευρήματα, μεταξύ άλλων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021. Παράλληλα ο συνεχώς μειούμενος από το 2016 κίνδυνος για φτωχοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό, πήρε και αυτός την ανιούσα.

Ads

Για τη συντονίστρια Κοινωνικών Αναλύσεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Ειρήνη Νταή, τα παραπάνω ευρήματα συνδέονται με τη φύση των φορολογικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης σε συνδυασμό με τις πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, τις ανεπαρκείς επενδύσεις σε εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, κοινωνική προστασία, καθώς και για το δεύτερο εξάμηνο του ‘21, με τις επιπτώσεις της ακρίβειας.

Οι στερήσεις «πιάνουν» τη μεσαία τάξη

Στο πρώτο από τα τρία δελτία τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται μικρή μείωση του ποσοστού που έζησε την περασμένη χρονιά σε καθεστώς υλικών και κοινωνικών στερήσεων, αν και το ποσοστό παραμένει αρκετά υψηλό. Οι μετρήσεις που φαίνονται παρακάτω αφορούν στην Ελλάδα και έγιναν με τους δείκτες «Ευρώπη 2020» και «Ευρώπη 2030». Υπενθυμίζεται ότι το 2021 ήταν η χρονιά που άνοιξε η οικονομική δραστηριότητα μετά από ένα έτος με μεγάλα σε έκταση και αυστηρά lockdown.

Ads

image

Η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη όταν τα ευρήματα εξειδικεύονται ανά κατηγορία στερήσεων. Σε πέντε από τις δεκατρείς κατηγορίες η κατάσταση το 2021 καταγράφηκε χειρότερη από αυτή του 2020.

image

«Φάνηκε και στο αντίστοιχο περσινό δελτίο που είχαμε αναλύσει ότι η στέρηση βασικών αγαθών δεν αφορά μόνο στα φτωχά νοικοκυριά αλλά και τα μεσαία εισοδήματα. Αυτό αποτυπώνεται στα ποσοστά από 30% έως και 57% του πληθυσμού σε ορισμένες κατηγορίες όπως οι δυσκολίες στην πληρωμή ενοικίου, δόσης δανείου, πάγιων λογαριασμών και καταναλωτικών δανείων ή η κάλυψη έκτακτων αλλά αναγκαίων δαπανών», τονίζει η κα. Νταή στο tvxs.gr.

«Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ υψηλότερα από το 19,6% του πληθυσμού που βιώνει τον κίνδυνο φτώχειας και άρα οι στερήσεις αυτές αγγίζουν μεσαία εισοδήματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις την πλειοψηφία του πληθυσμού», συμπληρώνει. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ανάμεσα στα μη φτωχά νοικοκυριά, το 51,9% αδυνατεί να αντικαταστήσει τα έπιπλα του σπιτιού και το 41% δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά μία εβδομάδα διακοπών τον χρόνο.

Τάση για χειρότερα…

Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το 2021 οι ανισότητες στην ελληνική κοινωνία οξύνθηκαν, μάλιστα με ρυθμό διπλάσιο από την περίοδο 2019-2020. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούν τόσο ο συντελεστής Gini που μετράει την ποσοστιαία απόσταση δύο τυχαίων ανθρώπων από το μέσο εισόδημα, όσο και ο δείκτης S80/S20 που μετρά πόσες φορές μεγαλύτερος είναι ο πλούτος που κατέχει το «πλουσιότερο» 20% του πληθυσμού σε σχέση με το φτωχότερο 20%.

image

«Αναλύοντας στο ινστιτούτο ΕΝΑ το αντίστοιχο δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ το 2019, είχαμε δει από το 2015 και μετά να καταγράφεται μία συστηματική αποκλιμάκωση των δυσμενών μεγεθών και βελτίωση των σχετικών δεικτών, με αποτέλεσμα εκείνη την χρονιά να παρατηρείται επιστροφή πολλών δεικτών στα προ κρίσης επίπεδα», μας μεταφέρει η κα. Νταή.

«Τώρα έχουμε εκ νέου άνοιγμα της ψαλίδας. Βλέπουμε το ποσοστό στον συντελεστή Gini να βρίσκεται πάλι στο επίπεδο του 2018. Επιλέγοντας τυχαία δύο άτομα ανάμεσα στον πληθυσμό, το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,4% του μέσου εισοδήματος. Όσο για το διαθέσιμο εισόδημα του ανώτερου εισοδηματικά 20% του πληθυσμού, ο δείκτης S80/S20 μας δείχνει ότι αυτό είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του κατώτερου 20%, δηλαδή στα επίπεδα της περιόδου 2017-2018», εξηγεί η οικονομολόγος.

Όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα με τις χώρες της ΕΕ που έχουν παρόμοια και συγκρίσιμα στοιχεία, από τα παλιά μέλη της Ένωσης και τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, ως προς τις ανισότητες η χώρα μας βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα μόνο από την Ισπανία.

image

Ζητήσαμε από την κα. Νταή να εξηγήσει πού οφείλεται αυτό το εκ νέου άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ φτωχών και πλουσίων. «Μία πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι οι φορολογικές παρεμβάσεις φαίνεται να ευνοούν τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια παράλληλα με τη μη προοδευτική μείωση των επιβαρύνσεων στη μισθωτή εργασία» απάντησε και πρόσθεσε: «Επιπλέον, η μη σύνδεση των μισθών με την εξέλιξη του πληθωρισμού και της κερδοφορίας συνολικότερα, και η επιμονή σε πολιτικές απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με τη μηδενική τα προηγούμενα χρόνια αύξηση του κατώτατου μισθού πλήττει πρωτίστως τα χαμηλότερο εισοδηματικά κλιμάκια».

Η ανεργία πέφτει, ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνεται

Στο τρίτο δελτίο της ΕΛΣΤΑΤ, βασικό εύρημα είναι πως το 28,3% του πληθυσμού της χώρας  (2.971.200 άτομα) διατρέχει κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2020 κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες. Το ποσοστό αυτό πέφτει στο 19,6% συνυπολογίζοντας τα επιδόματα, τις παροχές και τις συντάξεις που δίνει το Κράτος.

Οι συντάκτες του δελτίου υπογραμμίζουν πως η αύξηση του κινδύνου φτώχειας συνδέεται με την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που εργάζεται με χαμηλή ένταση, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Η κα. Νταή μας εξηγεί ότι ως χαμηλή ένταση εργασίας ορίζεται ο χρόνος εργασίας που είναι μικρότερος από το 20% του χρόνου της ετήσιας συνήθους απασχόλησης.

image

Όμως πάλι από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία εμφανίζεται να μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Από το 27,3% του Απριλίου του 2014, φτάσαμε στο 17,6% τον ίδιο μήνα του 2019 και στο 12,5% τον περασμένο Απρίλιο του 2022. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο;

«Υπάρχει αρκετός κόσμος που τίθεται εκτός εργατικού δυναμικού και έτσι μειώνεται ο παρονομαστής. Όμως το παράδοξο της αύξησης της χαμηλής έντασης εργασίας συνδέεται με τη μαύρη και αδήλωτη εργασία ή την υποδηλωμένη. Άνθρωποι εργάζονται ‘μαύρα’ και άλλοι φαίνεται ότι εργάζονται λίγες ώρες ενώ στην πραγματικότητα εργάζονται με πλήρες ωράριο», παρατηρεί η κα. Νταή.

Επίσης παράδοξο είναι το γεγονός ότι ενώ οι υλικές και κοινωνικές στερήσεις μειώθηκαν για τους ανήλικους έξι μονάδες, ο κίνδυνος φτώχειας για τα παιδιά έχει αυξηθεί κατά μία ποσοστιαία μονάδα. «Αυτό αποδίδεται σε πολιτικές για το παιδί που δεν άπτονται της στέρησης βασικών αγαθών, όπως αυτή ορίζονται στα προγράμματα Ευρώπη 2020 και Ευρώπη 2030, αλλά που επηρεάζουν την προστασία των παιδιών όπως τα εισοδήματα των γονιών, αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας», επισημαίνει η οικονομολόγος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην καταγραφή του κινδύνου φτώχειας κατά τύπο νοικοκυριού, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα με έντονο πρόβλημα γήρανσης πληθυσμού, τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι πολύτεκνες, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα της ΕΛΣΤΑΤ.

image