Σύμφωνα με τροπολογία του Υπουργείου Υγείας, που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου με τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του εθνικού οργανισμού παροχής υπηρεσιών υγείας και στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και άλλες διατάξεις», μοιάζει να θεσμοθετείται η απαγόρευση των «θεραπειών» μεταστροφής, δηλαδή «κάθε μεταχείρισης που αποσκοπεί να μεταβάλει ή να καταστείλει τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή την έκφραση φύλου».

Ads

Όμως, η απαγόρευση θα αφορά μόνο στα «ευάλωτα πρόσωπα», όπως σημειώνεται, δηλαδή σε «ανήλικους ή ενήλικους που τελούν σε δικαστική συμπαράσταση υπό την έννοια του Αστικού Κώδικα».

Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση, στην οποία τίθεται ένα άτομο λόγω κάποιας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή εξαιτίας κάποιας σωματικής αναπηρίας είτε λόγω τοξικομανίας και αλκοολισμού αδυνατεί να μεριμνά για τις προσωπικές του υποθέσεις.

Επιπλέον, ερωτήματα προκαλεί και η εξής διατύπωση, στο σχετικό άρθρο: «Οποιοσδήποτε εφαρμόζει σε άλλους πρακτικές μεταστροφής πρέπει να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως τη ρητή συναίνεσή τους».

Ads

Εδώ και περίπου ένα χρόνο, αίτημα για απαγόρευση των «θεραπειών» είχε εισηγηθεί και η Επιτροπή για την Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, κάνοντας λόγο για «ψευδοεπιστημονικές (ιατρικές, ψυχιατρικές, ψυχοθεραπευτικές, ψυχολογικές, φαρμακευτικές, συμπεριφορικές) ή θρησκευτικές ή πνευματιστικές πρακτικές και παρεμβάσεις που έχουν ως δηλωμένο ή υπόρρητο σκοπό τους την “αλλαγή” του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου ενός προσώπου», οι οποίες μάλιστα «εκκινούν από την πεποίθηση ότι η ομοφυλοφιλία ή η αμφιφυλοφιλία και η ανάγκη αναπροσδιορισμού σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου συνιστούν ψυχική διαταραχή ή πρόβλημα ή ανωμαλία και ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είναι κατώτερα –ηθικά, πνευματικά ή σωματικά− από τα ετεροφυλόφιλα ή cis άτομα».

Στην σχετική έκθεση μάλιστα η Επιτροπή, η οποία συντάχθηκε στα πλαίσια της σχετικής Ευρωπαϊκής Στρατηγικής, τόνιζε πως «διεθνώς, ως τέτοιες “θεραπείες μεταστροφής”, νοούνται πρακτικές όπως ξυλοδαρμοί, σεξουαλική βία -ακόμη και βιασμοί-, απομόνωση, στέρηση τροφής, ηλεκτροσόκ, χορήγηση φαρμακευτικών και άλλων σκευασμάτων, ψυχολογική βία, καθώς και εξορκισμοί ή άλλες συνεδρίες».

Με βάση τα παραπάνω, η Επιτροπή πρότεινε «την νομοθετική απαγόρευση των θεραπειών αυτών, όποια μορφή και αν έχουν, και την προσθήκη της απαγόρευσης αυτής στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας».

Διαχρονικό αίτημα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας

Για το ζήτημα μίλησε στο Tvxs.gr ο Βασίλης Σωτηρόπουλος, δικηγόρος που ασχολείται με ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, διαφάνειας, πνευματικής ιδιοκτησίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Όπως υπογραμμίζει, η απαγόρευση αυτών των πρακτικών αποτελεί διαχρονικό αίτημα της κοινότητας, ενώ αναφέρει πως υπάρχει και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2018. Μας υπενθυμίζει μάλιστα πως στην Ευρώπη, αυτές οι «θεραπείες» έχουν απαγορευθεί σε Γερμανία, Μάλτα και Αλβανία, ενώ τον Ιανουάριο του 2022 απαγορεύθηκαν και στη Γαλλία.

Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, κομβικό σημείο για τον ίδιο αποτελεί το έτος 1990, κατά το οποίο αποφασίστηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η αφαίρεση της ομοφυλοφιλίας από τις ψυχικές νόσους. Πιο πριν μάλιστα, η Αμερικανική Εταιρεία Ψυχολογίας, με δική της απόφαση, το 1973, είχε κρίνει το ίδιο.

«Γιατί όμως υπήρχε αυτή η ανησυχία να εξαιρεθεί ο ομόφυλος σεξουαλικός προσανατολισμός από τον κατάλογο των νοσημάτων; Διότι συνδέθηκε με πάρα πολύ βίαιες “μεθόδους μεταστροφής” από ψευδοεπιστήμονες, με σκληρά πειράματα σε ανθρώπους, με λοβοτομές…Υπάρχει ένα τεράστιο ιστορικό κακοποίησης και βασανιστηρίων κατά ομοερωτικών ατόμων, όπως η γνωστή υπόθεση του Alan Turing, ενός τεράστιου επιστήμονα του 20ου αιώνα, ο οποίος επιβλήθηκε σε αυτές τις διαδικασίες», λέει στο Tvxs.gr ο κ. Σωτηρόπουλος, και συνεχίζει:

«Στις μέρες μας επιβιώνουν τέτοιες πρακτικές, οι οποίες ενθαρρύνονται, είτε από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, είτε από ψυχιάτρους, ψυχολόγους, που υπόσχονται σε γονείς ότι θα “θεραπεύσουν” τα παιδιά τους, είτε είναι ανήλικα, είτε ενήλικα. Η απαγόρευση αυτών των πρακτικών, που δεν σέβονται τον ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά και την ταυτότητα φύλου, αποτελούν κεντρικό αίτημα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας διεθνώς».

Παρουσίασε μάλιστα και την υπόθεση ενός παιδιού, το οποίο ήταν gay, και το οποίο είχε στείλει ο πατέρας του σε έναν γιατρό για να επιβληθεί σε διαδικασία μεταστροφής. Αυτή περιλάμβανε τη χορήγηση τεστοστερόνης, με αποτέλεσμα το παιδί να αποκτήσει καρκίνο.

Η πρόταση της κυβέρνησης και τα ερωτήματα

Το ερώτημα που δημιουργείται πλέον είναι κατά πόσο η πρόταση της κυβέρνησης συνάδει με το αίτημα της κοινότητας, αλλά και με την εισήγηση της Επιτροπής που προαναφέραμε.
«Έτσι όπως εισάγεται το νομοσχέδιο, φαίνεται ότι περιορίζει την απαγόρευση σε ορισμένες ευπαθείς ομάδες. Λέει ότι απαγορεύονται οι θεραπείες μεταστροφής σε ευάλωτες ομάδες, δηλαδή σε άτομα που είναι ανήλικα, αλλά και σε όσα τελούν σε δικαστική συμπαράσταση», υπογραμμίζει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος.

Επιπλέον, ο ίδιος αναφέρει πως «υπάρχει και μια διάταξη, που λέει ότι δεν απαγορεύεται η διαδικασία, όταν το άτομο δεν εμπίπτει σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, κι έχει δώσει τη συναίνεσή του στο “θεραπευτή”».

Γενικότερα, αναφορικά με το ερώτημα αν πρέπει να απαγορευθεί καθολικά αυτή η πρακτική, όπως υποστήριξε και η Επιτροπή, ο δικηγόρος απαντά: «Αν θεωρήσουμε ότι η θεραπεία μεταστροφής εντάσσεται σε μια καθαρά ιατρική διαδικασία, και όχι “πνευματική”, από ιερείς ή οτιδήποτε, έχουμε τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας που λέει ότι οποιαδήποτε ιατρική πράξη, επιτρέπεται μόνο με την συναίνεση του ασθενούς, ο οποίος έχει μάλιστα πλήρη ενημέρωση. Είναι λοιπόν ένα μεγάλο ζήτημα, κατά πόσο ο νομοθέτης μπορεί να παρέμβει για να απαγορεύσει μια ιατρική πράξη, όταν αυτή τελείται με τη συναίνεση ενός ενήλικου, που έχει σώας τας φρένας και είναι σε θέση να διατυπώσει τη βούλησή του».

Υπάρχει δηλαδή εδώ ένα «ζήτημα έντασης», ανάμεσα στο ζήτημα της προσωπικής αυτοδιάθεσης, και στη δυνατότητα του κράτους να απαγορεύσει καθολικά αυτές τις «θεραπείες», ακριβώς για να προστατέψει το άτομο που μπορεί να υποβληθεί σε μια τέτοια εξευτελιστική πρακτική, που προσβάλλει την ανθρώπινη αξία του, σύμφωνα με τον ίδιο.

Πώς ορίζονται τελικά;

Προκειμένου να βγάλουμε ένα ασφαλές συμπέρασμα όμως, ο κ. Σωτηρόπουλος επισημαίνει ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε το περιεχόμενό αυτής της πρακτικής. Να δούμε δηλαδή τι πραγματικά είναι. «Αν ακολουθήσουμε τη σύσταση των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία εντάσσουν αυτή τη διαδικασία στις πράξεις που ισοδυναμούν με βασανιστήρια, δηλαδή με έντονες κακοποιητικές, βαριές σωματικές βλάβες, τότε το νομικό μας σύστημα δεν επιτρέπει ούτε με τη συγκατάθεση να υποβληθεί κάποιος σε κάτι τέτοιο».

Σχετικά με το πνευματικό μέρος, για παράδειγμα όταν ένας ενήλικος θέλει να ακολουθήσει κάποιο τελετουργικό ή οτιδήποτε, με θρησκευτικά συμφραζόμενα, το οποίο μπορεί να μην έχει χαρακτηριστικά βασανιστηρίου, «εκεί, θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει το στοιχείο της συναίνεσης».

Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν αντιρρήσεις. «Για παράδειγμα, η περίπτωση ενός 18χρονου, ο οποίος όμως είναι ανήλικος, και θέλει να υποβληθεί σε μια έντονη διαδικασία κατήχησης, μπορεί κι αυτή να έχει τα χαρακτηριστικά ενός βασανισμού. Ας μη ξεχνάμε και τις επιρροές που μπορεί να υπάρχουν από τον περίγυρο», λέει στο Tvxs.gr ο κ. Σωτηρόπουλος.
«Ο τρόπος όμως που εισάγεται η συναίνεση στο νομοσχέδιο που βλέπουμε δεν κάνει τις διακρίσεις αυτές. Το μόνο που δέχεται είναι η ενηλικότητα και η δικαιοπρακτική ικανότητα, κάτι που ως νομικούς, δεν μας καλύπτει», προσθέτει.

Γενικότερα, ο ίδιος θεωρεί πως «θα έπρεπε να απαγορευθεί καθολικά, πλην κάποιων ήπιων περιπτώσεων, με αυστηρές όμως εγγυήσεις ότι το άτομο δεν θα υποστεί κάποιο βασανιστήριο. Το δικαστήριο δηλαδή θα μπορούσε να λάβει υπόψη και την αυτοδιάθεση του ατόμου σε μια τέτοια περίπτωση. Ας μη ξεχνάμε πως αυτό είναι που θα κρίνει στο τέλος την εφαρμογή του νόμου».

Νομιμοποίηση της πρακτικής;

Το «παραθυράκι» που πάει να αφήσει ο νομοθέτης για τις «θεραπείες» (συναίνεση), «θα έχει τελικά ως αποτέλεσμα να νομιμοποιήσει αυτές τις πρακτικές, που μέχρι τώρα ήταν κάτι που αντιλαμβανόμασταν ως αρνητικό, αλλά ο νομοθέτης δεν είχε πάρει ακόμη θέση», αναφέρει ο δικηγόρος.

Επίσης, η νομιμοποίηση αυτή έρχεται και σε αντίθεση με την εισήγηση της Επιτροπής, η οποία είχε χαρακτηρίσει όλες αυτές τις «θεραπείες» «ψευδοεπιστημονικές», γι’ αυτό και ζητούσε οριζόντια απαγόρευση.

Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο βέβαια, το έργο του νομοθέτη δεν είναι εύκολο. «Πρέπει να σταθμίσει μια άποψη υπέρ της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, ότι δηλαδή δεν είναι ο ένας σεξουαλικός προσανατολισμός ψυχικό νόσημα, ενώ ο άλλος όχι, σε σχέση με την επιστημονική έρευνα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και ψευδοεπιστημονικές θεωρίες και εφαρμογές, υπό τον μανδύα της ελευθερίας της επιστήμης».

Η αντίφαση και το ζήτημα της συναίνεσης σε άλλες περιπτώσεις

Ακόμη, η κατατεθείσα τροπολογία εμπεριέχει και μια ακόμη μεγάλη αντίφαση. Στην αιτιολογική έκθεση, αναφέρεται πως οι «παρεμβάσεις αυτές εκκινούν από την πεποίθηση ότι η ομοφυλοφιλία ή η αμφιφυλοφιλία και η ανάγκη αναπροσδιορισμού σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου συνιστούν ψυχική διαταραχή ή ανωμαλία και ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφίφυλόφιλοι, Κουίρ, Ιντερσεξ) άτομα είναι ηθικά, πνευματικά ή σωματικά κατώτερα». Επιτρέποντάς τες λοιπόν όταν υπάρχει συναίνεση, το Υπουργείο μοιάζει να υιοθετεί τα παραπάνω.

«Κάνει μια κυκλική σκέψη. Ξεκινώντας από την ορθή αφετηρία που λέει ότι δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τον ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό ως πρόβλημα, ως ψυχική διαταραχή, καταλήγει στο ότι μπορείς τελικά να το κάνεις, εάν το άτομο δώσει τη συγκατάθεσή του. Ή θα ισχύει το ένα, ή το άλλο», υποστηρίζει ο κ. Σωτηρόπουλος.

Σημαντικό επίσης για τον δικηγόρο αποτελεί και το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης έχει περιορίσει μια ιατρική πράξη, ακόμα κι όταν υπάρχει συναίνεση. Όπως αναφέρει ενδεικτικά, «η άμβλωση επιτρέπεται μέχρι μια συγκεκριμένη περίοδο κύησης. Δεν μπορεί για παράδειγμα μια γυναίκα να επιβληθεί σε άμβλωση κατά τον όγδοο μήνα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Επίσης, ο νομοθέτης απαγορεύει τη δυνατότητα επιλογής του φύλου, όταν ένα άτομο υποβάλλεται σε ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή».

Τέλος, ο κ. Σωτηρόπουλος διατυπώνει κι έναν ακόμη προβληματισμό, σχετικά με το γεγονός πως ο νομοθέτης προσθέτει ένα ακόμη στοιχείο, αυτό της συναίνεσης, συγκριτικά με την εισήγηση της Επιτροπής. «Δεν μπορεί αυτό να μας βγάλει από το μυαλό ότι μπορεί σε αυτό να έχουν συμβάλλει κάποια λόμπι, δηλαδή άνθρωποι που πραγματοποιούν αυτές τις “θεραπείες”. Επωφελούνται από αυτή την προσθήκη, επομένως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε έμμεσα να την έχουν επιβάλλει. Δημιουργεί εύλογες σκιές για την αντικειμενικότητα του νομοθέτη, κάτι που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει.