Μεγαλώνει όσο περνούν οι μέρες το πρόβλημα και ο φόβος σχετικά με τις πραγματικές αντοχές του εθνικού συστήματος υγείας ενώπιον της έξαρσης της πανδημίας στη χώρα μας.

Ads

Και μπορεί οι περισσότεροι από εκείνους που γνώριζαν «από τα μέσα» την κατάσταση να απηύθυναν σε υψηλούς τόνους προειδοποιήσεις πριν καν φτάσει ο κοροναϊός στη χώρα μας σχετικά με τον επερχόμενο κίνδυνο, όμως οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν πως τα δεδομένα ίσως να ξεπερνούν και τις πιο άσχημες προβλέψεις.

Άλλωστε, το γεγονός και μόνο ότι δυο από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Ελλάδας, όπως ο Ευαγγελισμός και το Γενικό Κρατικό Νίκαιας, δηλώνουν επί της ουσίας αδυναμία νοσηλείας νέων περιστατικών με κοροναϊό, δεν δημιουργεί και τους καλύτερους συνειρμούς σχετικά με την ετοιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Σοβαρές δυσκολίες αντιμετωπίζουν επίσης και νοσοκομεία αναφοράς, όπως το Σωτηρία και το Αττικόν.

Διαβάστε επίσης: Νοσοκομειακοί γιατροί: Ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας τώρα

Ads

Το κρίσιμο δίμηνο, το «κόψιμο κορδέλας» σε υπό κατασκευή ΜΕΘ και οι παραιτήσεις με βαριές καταγγελίες

Η εύλογη ανησυχία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς πως το συγκεκριμένο αδιέξοδο έρχεται στην επιφάνεια πριν μπουμε καν κρίσιμο δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου, οπότε και αναμένεται σύμφωνα με τους ειδικούς η πραγματική κορύφωση της πανδημίας.

Όλα τα παραπάνω έρχονται με φόντο την αλλοπρόσαλλη τακτική του υπουργείου Υγείας, το οποίο δείχνει χαρακτηριστική απροθυμία για την πρόσληψη του απαραίτητου υγειονομικού προσωπικού, ενώ παράλληλα είτε «κόβει κορδέλες» σε υπό κατασκευή ΜΕΘ είτε περιμένει δωρεές από γνωστούς και μη εξαιρετέους ευεργέτες.

Την ίδια στιγμή, όμως, είναι δύσκολο να «σκεπάσει» κανείς την κραυγή αγωνίας των ανθρώπων (γιατρών, νοσηλευτών αλλά και του τεχνικού προσωπικού), οι οποίοι βιώνουν καθημερινά μια δραματική κατάσταση, η οποία γίνεται ακόμη χειρότερη από τις παρεμβάσεις κυβερνητικών παραγόντων. Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί είναι η παραίτηση, που υπέβαλε ο συντονιστής των ΜΕΘ της Κρήτης Δ. Γεωργόπουλος καταγγέλλοντας τους χειρισμούς της κυβέρνησης, η οποία σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία επέλεξε να στελεχώσει την καινούργια ΜΕΘ αποκλειστικά με ανειδίκευτο ιατρικό προσωπικό αποκλείοντας από την προκήρυξη εξειδικευμένους εντατικολόγους.

Τα προβλήματα όμως που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν σταματούν εδώ.

«Χρειαζόμαστε γιατρούς και νοσηλεύτριες, όχι πολιτικάντηδες»

«Πραγματικά αγαπάμε τη δουλειά μας. Κι αν μας ετίθετο το ζήτημα “τι να κάνουμε τον όγκο περιστατικών του λεκανοπεδίου”, θα ερχόμασταν όλοι εδώ για να λύσουμε το πρόβλημα. Όμως το πρόβλημα δυστυχώς για να λυθεί θέλει γιατρούς, θέλει νοσηλεύτριες, θέλει τεχνική υπηρεσία, δεν θέλει πολιτικάντηδες» επισημαίνει χαρακτηριστικά μιλώντας στο tvxs η παθολόγος – λοιμωξιολόγος Όλγα Κοσμοπούλου στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, η οποία υπέβαλε πριν από λίγες μέρες την παραίτησή της από τη θέση της επιστημονικής υπεύθυνης του τμήματος Covid-19.

Αναφορικά με την πρόσφατη ομόφωνη απόφαση των γιατρών του Γενικού Κρατικού Νίκαιασς σημειώνει αρχικά: «‘Ενα νοσοκομείο με πάρα πολύ λίγες κλίνες σε σχέση με τον όγκο του, με πάρα πολύ κακές υποδομές κτιριακές, με τριτοκοσμικές καταστάσεις -όπως μεγάλοι θάλαμοι, χαλασμένοι τοίχοι, σωληνώσεις και νιπτήρες, με κοινές τουαλέτες σε όλο τον όροφο όπου νοσηλεύονται ασθενείς Covid, με κρεβάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο-, χωρίς το απαραίτητο προσωπικό δημιουργεί εκ των πραγμάτων ανησυχίες σε αυτή την κρίσιμη περίοδο».

«Η διασπορά του κοροναϊού όπως ξέρετε είναι σε μεγάλο βαθμό ενδονοσοκομειακή» συνεχίζει και προσθέτει: «Άρα επειδή υπάρχει ο κοροναϊός παράλληλα με την υπόλοιπη νοσηρότητα, ένα νοσοκομείο οφείλει να κάνει κάποια πράγματα: πρώτον, οφείλει να νοσηλεύει στο βαθμό που μπορεί ασθενείς με Covid, πρόκειται για μια πανδημία κι όλοι πρέπει να βοηθήσουμε. Δεύτερον, να φροντίζει να μη μεταδοθεί ο Covid είτε από τους ασθενείς είτε από τους συνοδούς είτε από τους υγειονομικούς στους υπόλοιπους ασθενείς και στο υπόλοιπο υγειονομικό προσωπικό, το οποίο στη συνέχεια θα διασπείρει περαιτέρω τον ιό και καταλαβαίνετε τον φαύλο κύκλο»

Συνεχίζοντας, η κυρία Κοσμοπούλου αναφέρει: «Εμείς σε αυτή την κατεύθυνση είχαμε πάρει μέτρα και -όπως γράφουμε στην απόφαση της συνέλευσης- δεν αρνηθήκαμε να νοσηλεύουμε περιστατικά Covid. Βγάλαμε με πολύ κόπο -γιατί όπως σας είπα δεν έχουμε πολύ χώρο-  12 κρεβάτια, τα οποία είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, σε άσχημες συνθήκες (λίγο καλύτερες από αυτές των υπόλοιπων ασθενών αλλά άσχημες πάλι). Όπως και να έχει όμως καταφέραμε να εξοικονομήσουμε 12 κρεβάτια. Από εκεί και πέρα σε κάθε εφημερία φέρνουν κατά μέσο όρο περίπου 20 ύποπτα περιστατικά, με συμβατή κλινική εικόνα (με πυρετό κλπ). Αυτοί για να πάνε σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου φιλοξενούνται σε έναν άλλο χώρο, των χώρο των υπόπτων, όπου τα μέτρα ασφαλείας υπάρχουν αλλά δεν είναι τα ίδια μέτρα με τα διαπιστωμένα κρούσματα, μένουν εκεί 1-2 μέρες μέχρι να βγει το αποτέλεσμα του τεστ και στη συνέχεια προωθούνται στις παθολογικές κλινικές ή στην πνευμονολογική, αναλόγως όπου αντιστοιχεί ο καθένας».

«Βρισκόμαστε προ του κινδύνου μεγάλης ενδονοσοκομειακής διασποράς»

«Κάθε νοσοκομείο οφείλει να έχει δυο χώρους, έναν μικρότερο για Covid κι έναν μεγαλύτερο για ύποπτα κρούσματα, προκειμένου να γίνεται αυτή η δεύτερης γραμμής διαλογή. Αν δεν το κάνει αυτό κινδυνεύει να διασπείρει τη λοίμωξη αλλού» διευκρινίζει στη συνέχεια.

«Ουσιαστικά, ενώ μέχρι την Κυριακή η επιστημονική κοινότητα του νοσοκομείου μας έκανε ένα σχεδιασμό κάθε φορά. Μας έλεγε ο διοικητής ποιο ήταν το πρόβλημα, κάναμε εμείς τον σχεδιασμό, ο οποίος με τα χάλια που έχουμε συνολικά, έφτανε στο σημείο “που θα πας να βγάλεις το γάντι, που θα πας να βγάλεις τον σκούφο”. Ακολουθούσαμε όλοι μια πορεία με στόχο αυτό που σας είπα: και να νοσηλεύουμε και να μη μεταδίδουμε και να μη διασπείρουμε και να διαγιγνωσκουμε. Αυτό καταστρατηγήθηκε μέσα σε λίγες ώρες την Κυριακή, όταν ξαφνικά μας ανακοίνωσε ο διοικητής ότι ο χώρος των υπόπτων αλλά και των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων είναι όλος χώρος νοσηλείας Covid και μας ζήτησε να αρχίσουμε να δεχόμαστε περιστατικά».

«Για να καταλάβετε τι λέω. Το γραφείο γιατρών της ομάδας που ελέγχει τα επιβεβαιωμένα περιστατικά Covid βρίσκεται ανάμεσα στους δυο χώρους. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ανάμεσα σε δυο τμήματα Covid, όπου υπάρχουν ανοιχτές επικοινωνίες, το ιικό φορτίο που εμάς αγγίζει έχει αυξηθεί παρα πολύ. Τα ύποπτα κρούσματα, όπου συμπεριλαμβάνονται κάποια που θα διαγνωστούν τελικά με τον ιό, νοσηλεύονται -όπως ομολογεί η διοίκηση του νοσοκομείου- σε ένα χώρο με 10 κλίνες, ενώ σε κάθε εφημερία μας έρχονται 20. Τα υπόλοιπα περιστατικά ξέρετε που πηγαίνουν; Πάνε σε θαλάμους, χωριστούς μεν, στους οποίους όμως αντιστοιχούν κοινές τουαλέτες» υπογραμμίζει η κυρία Κοσμοπούλου».

«Λυπάμαι πολύ που έγιναν έτσι τα πράγματα κι ελπίζω αυτές οι κινήσεις να μην έχουν συνέπειες στην διασπορά του ιού στο νοσοκομείο» συνεχίζει.

«Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, δεν ξέρω όμως με τα ύποπτα περιστατικά που θα έρθουν αύριο στην εφημερία και δε θα είναι περιορισμένα σε ένα χώρο προφυλαγμένο όπως είχαμε φροντίσει μέχρι τώρα, αν θα επέλθει διασπορά. Εγώ εκτιμώ ότι θα επέλθει, για αυτό φωνάζω όλο αυτό το διάστημα» προσθέτει η κυρία Κοσμοπούλου.

«Ελάχιστο προσωπικό, δεν ξέρουμε τι θα συμβεί αν αυξηθούν ακόμη περισσότερο οι ασθενείς κοροναϊού»

Παράλληλα θέτει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της έλλειψης ιατρικού προσωπικού, λέγοντας: «Είμαστε ελάχιστοι γιατροί. Ανά τμήμα, ανα κλινική, αν τα δείτε από κοντά, θα διαπιστώσετε πως όλα τα τμήματα δυσκολεύονται να βγάλουν το πρόγραμμα εφημεριών».

«Όταν έχουμε εμείς έναν ειδικευμένο κι έναν ειδικευόμενο γιατρό στη βάρδια και μπορούμε να νοσηλεύσουμε 12 περιστατικά Covid. Κουραζόμαστε γιατί δεν είναι εύκολοι ασθενείς, αλλά μπορούμε» υπογραμμίζει η λοιμωξιολόγος και προσθέτει: «Όταν όμως οι 12 γίνονται 19, φανταστείτε πόσο μεγεθύνονται οι χρόνοι, μόνο από το “βάλε-βγάλε τα ρούχα, πάρε τις προφυλάξεις” κλπ. Όταν τα 12 γίνονται 19 η κατάσταση εκτραχύνεται και το λέω πολυ ευγενικά. Ανάλογες σκηνές θα ακολουθήσουν σε όλη τη χώρα. Και γι αυτό το λόγο πιστεύω ότι αντί να ρωτάτε εμάς, θα πρέπει να ρωτήσετε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου και τους διοικητές των νοσοκομείων τι ακριβώς έχουν κάνει -ακριβώς, να το δείτε με τα μάτια σας- για να βελτιώσουν τις συνθήκες».

«Πρέπει δει ο κόσμος τις συνθήκες που υπάρχουν στα νοσοκομεία, σε ό,τι αφορά τις κτιριακές εγκαταστάσεις, την κατάσταση στις τουαλέτες, την απόσταση ανάμεσα στα κρεβάτια. Υπάρχει συγχρωτισμός μέσα στα επείγοντα; Υπάρχει επαρκές προσωπικό; Γιατί άμα είναι να δίνουμε άδειες ρόμπες στο λαό, αυτό είναι εύκολο» σημειώνει με νόημα ενώ βάλλει τόσο εναντίον της τωρινής όσο κι εναντίον της προηγούμενης κυβέρνησης.

«Η κυβέρνηση μπορεί να λύσει το πρόβλημα αν ακόμη και σήμερα αποφασίσει να αλλάξει πολιτική στον χώρο της υγείας. Επειδή όμως δεν προβλέπεται να αλλάξει πολιτική, θα υποστεί τις συνέπειες και αυτή και η προηγούμενη, που ακολουθούσε αντίστοιχες πολιτικές» λέει χαρακτηριστικά.

Στα όρια του ο Ευαγγελισμός – Δραματική έκκληση από τους Διευθυντές Κλινικών

Την ίδια στιγμή, σε οριακό σημείο βρίσκεται και το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπως αποκάλυψε σε πρωινή εκπομπή η πρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά, Ματίνα Παγώνη. Την ανησυχία τους για τις επιπτώσεις της πανδημίας  και τις ασφυκτικές συνθήκες λειτουργίας που επικρατούν στο «Ευαγγελισμός»  φαίνεται πως μοιράστηκαν σε συνάντηση που είχαν διευθυντές σε κλινικές-κλειδιά στο νοσοκομείο.

Σε επιστολή μάλιστα που συνέταξαν προς τη Διεύθυνση του νοσοκομείου και δημοσίευσε η εφημερίδα «Τα Νέα», επισημαίνουν μεταξύ άλλων: «Η προσέλευση των ασθενών Covid-19 έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά σταθερής υπερφόρτωσης σε κοινές νοσηλείες και σε νοσηλείες ΜΕΘ. Ταυτόχρονα η ζήτηση παροχής υπηρεσιών για άλλες παθήσεις δεν έχει καμφθεί, όπως συνέβη την άνοιξη, σε αρκετές περιπτώσεις, δε, ιδίως νεοπλασματικών περιστατικών και ανοσιακών παθήσεων, είναι πιο επιτακτική».

Σύμφωνα με πληροφορίες, τα τακτικά χειρουργεία έχουν μειωθεί κατά 50% – με αποτέλεσμα να στοιβάζονται στη λίστα αναμονής εκ νέου ασθενείς – στη ΜΕΘ καταγράφεται πληρότητα που πλέον αγγίζει το 100%, ενώ ο αριθμός των εισαγωγών είναι πολλαπλάσιος από τον αντίστοιχο των εξαγωγών με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες υπερφόρτωσης.

«Ο συνδυασμός όλων αυτών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απέχουμε ελάχιστα από τη δημιουργία συνθηκών αδυναμίας παροχής υπηρεσιών ορθής ιατρικής» σημειώνουν.