Έντονες αντιδράσεις έχουν προκληθεί αναφορικά με τις προβλέψεις του άρθρο 101 του νομοσχεδίου για την ψηφιακή διακυβέρνηση και άλλα επείγοντα ζητήματα της κυβέρνησης, το οποίο κατατέθηκε τα μεσάνυχτα της περασμένης Παρασκευής.

Ads

Πρόκειται για το άρθρο με το οποίο μεθοδεύεται η άμεση – και με φωτογραφική διάταξη – εκδίωξη των μισών στελεχών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με προεξέχουσα την Πρόεδρο της Επιτροπής, Βασιλική Θάνου, καθώς επίσης την αντιπρόεδρο, Άννα Νάκου, αλλά και τη γενική διευθύντρια Σύλβια Καμπαλούρη. Οι εν λόγω κινήσεις δεν θεωρούνται άσχετες με τις σημαντικές υποθέσεις που «τρέχει» η επιτροπή και οι οποίες αφορούν σημαντικά επιχειρηματικά συμφέροντα.

Ανάμεσα στις υποθέσεις αυτές σε περίοπτη θέση βρίσκεται η υπόθεση του Πρακτορείου Διανομής Τύπου ΑΡΓΟΣ, συμφερόντων Βαγγέλη Μαρινάκη όπως ήδη έχει διαπιστώσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού (de facto ελέγχων μέτοχος). Με απόφασή της έχει ήδη διατάξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της ΑΡΓΟΣ για τις παράνομες πρακτικές στη διακίνηση του τύπου. Στα πλαίσια των ασφαλιστικών μέτρων διετάχθη η είσοδος πραγματογνώμονα στην ΑΡΓΟΣ, ο οποίος έχει χρέος να εξετάσει τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, τις χρεώσεις προς όλους τους εκδότες και ιδιαιτέρως προς τους εκδότες μετόχους της εταιρείας και να παραδώσει την έκθεση αυτή σε όλο τον εκδοτικό χώρο. Τις ημέρες αυτές ο πραγματογνώμονας θα παραδώσει την έκθεσή του στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Οι εν λόγω κινήσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού αποτέλεσαν, σύμφωνα με πληροφορίες casus belli για την πλευρά του Βαγγέλη Μαρινάκη, μάλιστα, τόσο η κ. Θάνου όσο και η κ. Νάκου στοχοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ που ανήκουν στον εφοπλιστή.

Ads

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προτεινόμενη αλλαγή της νομοθεσίας έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την οδηγία 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Για το ζήτημα ερώτηση κατέθεσε στην Κομισιόν, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης και μεταξύ άλλων αναφέρει: «Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα για την εγγύηση της λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Αρχής Ανταγωνισμού. Παρ’ όλα αυτά, η τροπολογία που κατέθεσε εσπευσμένα η ελληνική κυβέρνηση στις 2 Αυγούστου – νομικά έωλη με βάση το κοινοτικό δίκαιο και με εμφανή πολιτικά κίνητρα – παύει με αναδρομική ισχύ τα μέλη και στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που είχαν υπηρετήσει πρόσφατα σε κυβερνητικά γραφεία. Σε μια στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού ελέγχει την ύπαρξη καρτέλ σε ευαίσθητους τομείς, μεταξύ αυτών και στα ΜΜΕ». 

Ταυτόχρονα, δεν μπορεί κανείς  να ισχυριστεί ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι γνωστά στην κυβέρνηση, καθώς αρκετά στελέχη της έχουν θητεύσει σε καίρια πόστα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού στο πρόσφατο παρελθόν.

Συγκεκριμένα, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης έχει υπάρξει νομικός σύμβουλος δίπλα στον προηγούμενο πρόεδρο, Δημήτρη Κυριτσάκη. Σημαντικό ρόλο στο γραφείο Κυριτσάκη στην Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε και ο νυν γραμματέας της Βουλής Γιώργος Μυλωνάκης.

Συγκεκριμένα η Οδηγία 2019/1, η οποία παραβιάζεται με την υπό συζήτηση νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης, ορίζει τα ακόλουθα:

«Η λειτουργική ανεξαρτησία των εθνικών διοικητικών αρχών ανταγωνισμού θα πρέπει να ενισχυθεί προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Προς τούτο, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει ρητώς ότι κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, οι εθνικές διοικητικές αρχές ανταγωνισμού προστατεύονται έναντι εξωτερικών παρεμβάσεων ή πολιτικών πιέσεων δυναμένων να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξάρτητη αξιολόγησή τους για τα θέματα των οποίων επιλαμβάνονται. Για τον σκοπό αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει τους λόγους παύσης από την εθνική διοικητική αρχή ανταγωνισμού των προσώπων που λαμβάνουν αποφάσεις ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 10, 11, 12, 13 και 16 της παρούσας οδηγίας, ώστε να αρθούν τυχόν εύλογες υπόνοιες όσον αφορά την αμεροληψία τους και τη θωράκισή τους έναντι εξωτερικών παραγόντων. Ομοίως, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει εκ των προτέρων να ορίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες και διαδικασίες για την επιλογή, την πρόσληψη ή τον διορισμό των εν λόγω προσώπων. Επιπλέον, για την αμεροληψία των εθνικών διοικητικών αρχών ανταγωνισμού, τα πρόστιμα τα οποία επιβάλλουν για παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την απευθείας χρηματοδότησή των αρχών αυτών.»

Στο Άρθρο 4 παρ. 3 προβλέπει για τα περί Ανεξαρτησίας:

«3. Τα πρόσωπα που λαμβάνουν αποφάσεις ασκώντας τις εξουσίες των άρθρων 10 έως 13 και του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας σε εθνικές διοικητικές αρχές ανταγωνισμού δεν παύονται από τις εν λόγω αρχές για λόγους που συνδέονται με την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους ή την ορθή άσκηση των εξουσιών τους κατά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας. Μπορούν να παυθούν μόνον αν δεν πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων ή αν κριθούν ένοχοι σοβαρής παράβασης καθήκοντος βάσει της εθνικής νομοθεσίας. Οι προϋποθέσεις εκτέλεσης των καθηκόντων τους και η έννοια της σοβαρής παράβασης καθήκοντος ορίζονται εκ των προτέρων στην εθνική νομοθεσία, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διασφάλισης της αποτελεσματικής επιβολής».

Επιτροπή Ανταγωνισμού: Καθαρά φωτογραφικός ο νόμος

Αντίθετο με το Δίκαιο της ΕΕ, τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) καθώς και με το Σύνταγμα και το εσωτερικό δίκαιο είναι σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, το άρθρο 101 του πολυνομοσχεδίου με το οποίο θεσπίζεται νέο είδος ασυμβίβαστου.

Τα μέλη της Επιτροπής χαρακτηρίζουν επίσης ιδιαίτερα προσβλητική και δυσφημιστική για τα πρόσωπά τους την αμφισβήτηση της αμεροληψίας και της ακεραιότητάς τους και εκφράζουν την έντονη ενόχλησή τους.

Η Επιτροπή σημειώνει ακόμα ότι πρόκειται για «καθαρά φωτογραφικό, «ατομικό» νόμο, ο οποίος αφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αποκλειστικά και μόνο τη Διοίκηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έναντι όλων των άλλων, συνολικά άνω των είκοσι Ανεξάρτητων Αρχών που λειτουργούν στο Ελληνικό Κράτος, επιβάλλοντας έτσι δυσμενή –διακριτική μεταχείριση σε βάρος της και παραβιάζοντας τις επιταγές του Συντάγματος.

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού ζητά να αποσυρθεί η διάταξη του άρθρου 101 του ν/σ, ή να προστεθεί μεταβατική διάταξη, στην οποία να προβλέπεται ότι «για τα ήδη υπηρετούντα μέλη της Διοίκησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση των προηγούμενων εδαφίων, μέχρι τη λήξη της θητείας τους».