Στο χορό των S400 κινείται ο πλανήτης με την Τουρκία να προχωρά στην εγκατάσταση του αντιπυραυλικού συστήματος που αγόρασε από την Ρωσία και όλοι πια να αναμένουν την αντίδραση των ΗΠΑ. Οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τις κυρώσεις των Αμερικανών προς την Τουρκία να μην είναι τόσο αυστηρές, όσο αρχικά είχε ανακοινωθεί και τον Τραμπ να διατηρεί light στάση απέναντι στον σύμμαχο Ερντογάν, θέτοντας σε συναγερμό τις άλλες περιφερειακές δυνάμεις. 

Ads

Μιλώντας στο tvxs.gr, ο Κωνσταντίνος Φίλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου, εκτιμά, ωστόσο, ότι τελικά η Τουρκία δεν θα βγει κερδισμένη από την αγορά των S400. Όπως εξηγεί ακόμη κι αν ο Τραμπ θελήσει να παρεκκλίνει της κεντρικής γραμμής του Πενταγώνου και της Γερουσίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της Τουρκίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις ΗΠΑ να αποδεχτούν χωρίς αντίδραση την εξαγορά των S400. Σημειώνει μάλιστα ότι ήδη στις ΗΠΑ διαμορφώνονται οι συνθήκες, ώστε η Ελλάδα να είναι μία από τις χώρες που στον αντίποδα θα μπορεί να προμηθευτεί F35. Ο Κωνσταντίνος Φίλης, αναφέρεται και στο σκηνικό στην ανατολική Μεσόγειο και πώς αυτό επηρεάζεται από την αγορά των S400 από την Τουρκία. Υπάρχει κίνδυνος για την Ελλάδα και την Κύπρο; Και πως διαμορφώνεται η γεωπολιτική σκακιέρα μετά την εξέλιξη αυτή;

Ας ξεκινήσουμε από την απλή – φαινομενικά – ερώτηση που είναι γιατί η Τουρκία επέλεξε να προχωρήσει με τους S400, παρά το γεγονός ότι απέναντί της βρήκε έναν μεγάλο παραδοσιακά σύμμαχό της, τις ΗΠΑ; 

Η Τουρκία επέλεξε να προχωρήσει με τους S400 για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, διότι – σύμφωνα με το δικό της αφήγημα – όταν ζήτησε patriots που είναι το αντίστοιχο αμερικανικό αντιαεροπορικό σύστημα, πριν από κάποια χρόνια και συγκεκριμένα επί Ομπάμα, οι Αμερικανοί της το αρνήθηκαν και ταυτόχρονα εκείνη την περίοδο – όπως και τώρα – εξόπλιζαν τους Κούρδους της Συρίας, που είναι ο μεγάλος εχθρός της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Άρα λοιπόν, η Τουρκία έβλεπε τις ΗΠΑ να απορρίπτουν ένα σενάριο περαιτέρω αμυντικής συνεργασίας με έναν εταίρο, τους ίδιους κι από την άλλη να εξοπλίζουν τους Κούρδους στη Συρία. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι Τούρκοι απέτυχαν να έχουν την δυνατότητα πρόσβασης στο software των συστημάτων αυτών αλλά και τη δυνατότητα μελλοντικής συμπαραγωγής. Κι αυτό φαίνεται να τους το αρνήθηκαν οι Αμερικανοί. Ως αποτέλεσμα, η Τουρκία στράφηκε και για λόγους εκδικητικότητας και για λόγους πρεστίζ αλλά και για λόγους ουσίας προς τους S400. 

Ads

Η στροφή προς τους S400 έχει επίσης να κάνει και με κάτι άλλο. Φαίνεται ότι κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία – συμπληρώνονται μάλιστα τρία χρόνια από εκείνη την ημέρα – ήταν η Ρωσία και ο Πούτιν αυτοί που έδωσαν κάποιες πληροφορίες στον Ερντογάν, πράγμα το οποίο στο μυαλό του Τούρκου προέδρου – αν και εφόσον ισχύει – λειτούργησε πολλαπλασιαστικά. Διότι από τη μία θεωρεί ότι για το αποτυχημένο πραξικόπημα υπεύθυνοι είναι ο Γκιουλέν κι ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου και από την άλλη ήταν ο Ρώσος πρόεδρος αυτός που του έδωσε κάποιες προειδοποιήσεις και ενδεχομένως βοήθησε στο να μην ανατραπεί ή ακόμη και του έσωσε τη ζωή. 

Τώρα, η εξαγορά ενός συστήματος, όπως είναι αυτό των S400, από τουρκικής πλευράς σχετίζεται και με τις απειλές, που η ίδια διατείνεται ότι υπάρχουν στο ευρύτερα εγγύς εξωτερικό της και με την αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτών. Όμως στην πράξη μιλάμε για μια προσπάθεια της Τουρκίας να δείξει ότι έχει τα χαρακτηριστικά μιας διά-περιφερειακής υπέρ-δύναμης, η οποία μπορεί να κινείται αυτόνομα στη διεθνή σκακιέρα, μπορεί να επιλέγει τους συμμάχους της αντί να την επιλέγουν αυτοί, μπορεί να στρέφεται προς ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα, ενώ ταυτόχρονα είναι κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ. Άρα είναι μια χώρα που διεκδικεί και καταφέρνει να έχει ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας και ανεξαρτησίας σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη, κάτι το οποίο στο μυαλό των Τούρκων είναι ενδεικτικό του πόσο ισχυρή είναι η χώρα και πόσο σεβαστή θα πρέπει να γίνεται και από εταίρους και από αντιπάλους και στην περιφέρεια αλλά και σε διαπλανητικό επίπεδο.  

Αυτή η κατάσταση που μόλις μου περιγράψατε είναι υπαρκτή ή πρόκειται για μια ψευδαίσθηση της Τουρκίας; 

Μία χώρα η οποία θέλει να νοείται ως περιφερειακή δύναμη θα πρέπει να μπορεί να προσδιορίζει τις εξελίξεις στην περιφέρεια στην οποία έχει ειδικά συμφέροντα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει με την Τουρκία. Μπορεί η Τουρκία να είναι σε καλύτερη θέση στο συριακό ζήτημα σε σχέση με δυο ή τρία χρόνια πριν – αυτό είναι αναντίρρητο – αλλά κι αυτό εξαρτάται από τη διάθεση των Ρώσων και των Ιρανών κι όχι από την ίδια την Τουρκία. Στην ανατολική Μεσόγειο βλέπουμε ότι οι εξελίξεις γύρω από την ενέργεια αλλά και στα ζητήματα ασφάλειας και ευρύτερα συνεργασίας την έχουν υπερβεί προ καιρού. Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτος και Κύπρος συνεργάζονται μεταξύ τους και με άλλες περιφερειακές δυνάμεις και υπό την ομπρέλα των Αμερικανών. Η Τουρκία αδυνατεί, για την ώρα τουλάχιστον, να μπει σε αυτή την εξίσωση. 

Αν τώρα μιλήσουμε για τα Βαλκάνια η Τουρκία, ναι μεν έχει μια επιρροή αλλά αυτή δεν είναι τόσο σημαντική όσο θέλει να την εμφανίζει. Ιδιαίτερα η προσπάθειά της να προσεταιριστεί το θρησκευτικό μουσουλμανικό στοιχείο ή ακόμη και το τουρκικό όπου υπάρχει, όπως επί παραδείγματι στη Βουλγαρία ή ακόμη και η απόπειρα να βαφτίσει τουρκικές μουσουλμανικές μειονότητες, όπως στην Ελλάδα προφανώς και δείχνουν ότι η Τουρκία έχει μία δυναμική αλλά αυτή δεν είναι πολύ ισχυρή. Επιπλέον, ο άκομψος τρόπος με τον οποίο κινείται δημιουργεί τελικά και προβλήματα στις σχέσεις της με τρίτες χώρες, όπως ας πούμε στα Δυτικά Βαλκάνια. 

Δεν υποτιμώ την Τουρκία. Είναι μια χώρα που έχει μεγάλη γεωπολιτική αξία, είναι μια χώρα που έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις – αν και έχουν αποδυναμωθεί λόγο των διώξεων και των εκκαθαρίσεων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα – είναι μία χώρα που έχει οικονομία με θετικά και αρνητικά στοιχεία – αν και αυτή τη στιγμή βγαίνουν στην επιφάνεια τα αρνητικά – είναι και μία χώρα που δημογραφικά είναι ισχυρή. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός έχει μέσο όρο 31,7 έτη. 

Από τη άλλη όμως, είναι και μια χώρα που αυτή τη στιγμή στερείται στέρεων συμμάχων στο περιφερειακό επίπεδο και δεν επηρεάζει τα δρώμενα στο βαθμό που θα ήθελε να το κάνει. Σε κάθε περίπτωση σήμερα στην Τουρκία υπάρχει και μια νέα εσωτερική δυναμική, η οποία είναι σε βάρος του Ερντογάν, μετά από 17 χρόνια παντοδυναμίας. Τούτων δοθέντων θεωρώ ότι η εικόνα που έχει η Τουρκία ή αλλιώς το εσωτερικό αφήγημα του Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να περάσει και να παγιώσει ότι η χώρα του είναι μία δύναμη την οποία τη σέβονται και την υπολήπτονται ή και τη φοβούνται ακόμη οι άλλες χώρες, είναι μια υπερεκτίμηση των πραγματικών δυνατοτήτων της. 

Τι κερδίζει η Τουρκία από τους S400 ή τι χάνει; 

Από τους S400 εκτός συγκλονιστικού απροόπτου η Τουρκία δεν θα βγει κερδισμένη. Θα βγει ζημιωμένη. Γιατί ακόμη κι αν οι Αμερικανοί επιλέξουν να μη συνδέσουν χρονικά με την επέτειο του πραξικοπήματος την όποια αντίδρασή τους για τους S400, ακόμη κι αν ο Τραμπ θέλει να παρεκκλίνει της κεντρικής γραμμής του Πενταγώνου και της Γερουσίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της Τουρκίας, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο – για να μην πω στα όρια του αδύνατου – οι ΗΠΑ να χωνέψουν και να αποδεχτούν, χωρίς να αντιδράσουν, την εξαγορά των S400. 

Όσο δύσκολο θα ήταν για τον Ερντογάν να μην προχωρήσει στην προμήθεια των S400, ενώ είχε προβεί στις παραγγελίες, ενώ είχε δώσει προκαταβολές, ενώ έλεγε σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω, άλλο τόσο – κι ακόμη περισσότερο – δύσκολο είναι για τους Αμερικανούς, ενώ έχουν πει ότι η Τουρκία θα υποστεί κυρώσεις και πλήγμα στις σχέσεις τους, να τους δούμε ξαφνικά να τους δίνουν και F35 ή και patriot στο μέλλον. 

Είναι και ζήτημα ουσίας – επιχειρησιακά μιλώντας – γιατί S400 και F35 δεν πάνε μαζί, είναι και ζήτημα εικόνας και πρεστίζ, διότι μια δύναμη, όπως είναι οι ΗΠΑ, δεν μπορεί να φαίνεται προς τα έξω ότι κάνει πίσω και αποδέχεται μια πολιτική που έχει καταδικάσει σε όλους τους τόνους, απέναντι σε έναν περιφερειακό της σύμμαχο, ακόμη κι αυτός είναι δύστροπος και χρήσιμος μαζί. Άρα αν τα πράγματα κινηθούν με βάση τη λογική η Τουρκία θα βγει ζημιωμένη από αυτή την υπόθεση. Μπορεί να πάρει τους S400 αλλά θα χάσει κάτι στις σχέσεις με την Αμερική και βέβαια θα ενταθεί η δυσπιστία. 

Η Ρωσία είναι πράγματι ο σύμμαχος που η Τουρκία πιστεύει; Κι εδώ τι ρόλο παίζει; Κερδίζει κάτι από αυτή την ιστορία; 

Οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν αρχίσει να αποκτούν κάποια στρατηγικά χαρακτηριστικά. Αρκεί να δούμε τι γίνεται στο πεδίο των εμπορικών σχέσεων, που είναι πολύ υψηλές – νομίζω μιλάμε γύρω στα 25 – 30 δισ. δολάρια, να δούμε τι γίνεται με τους Ρώσους τουρίστες που είναι πολυπληθής η παρουσία τους στην τουρκική επικράτεια, να δούμε την προσωπική σχέση, μεταξύ Πούτιν – Ερντογάν, να δούμε πως οι δυο τους έχουν μια κοινή αντίληψη και ως προς τον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης αλλά και ως προς το ότι η Δύση βρίσκεται σε υποχώρηση στο διεθνές στερέωμα και τώρα είναι η ευκαιρία για χώρες, όπως είναι η Ρωσία και η Τουρκία να ενισχύσουν τη θέση τους στο εγγύς εξωτερικό τους. Υπάρχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, πρώτον οι δυο χώρες αυτές είναι ιστορικοί αντίπαλοι και δεύτερον ότι πολλά στις σχέσεις τους θα κριθούν από την έκβαση που θα έχουν οι εξελίξεις στη Συρία. Αν η έκβαση είναι τέτοια ώστε οι σχέσεις να μην πληγούν, μπορεί πράγματι να μιλάμε για μία συμμαχία με στρατηγικά χαρακτηριστικά. Με τα όποια ζητήματα, βέβαια, γιατί μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι κράτος μέλος του ΝΑΤΟ κι αυτό κατά τα φαινόμενα, ακόμη και στα πολύ κακά σενάρια δύσκολα θα αλλάξει. Αν από την άλλη, τα πράγματα στη Συρία στραβώσουν τότε αυτό που σήμερα περιγράφουμε ως μια σχέση δυνητικά στρατηγική μπορεί να καταρρεύσει σαν τραπουλόχαρτο. 

Κατά πόσον η Ελλάδα και η Κύπρος επηρεάζονται από την αγορά των S400;

Επιχειρησιακά, δεν είμαι στρατιωτικός αναλυτής για να μπορώ να πω πώς ακριβώς επηρεαζόμαστε. Ασφαλώς ένα σύστημα τόσο προηγμένο, όσο είναι οι S400 να δίνει στην Τουρκία κάποια πλεονεκτήματα αν και εφόσον επιλέξει να το χρησιμοποιήσει στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Βέβαια, εφόσον η Τουρκία προχωρήσει με τους S400 και οι Αμερικανοί αποφασίσουν τα όσα έχουν πει, μένουν αρκετά αεροπλάνα F35 προς διάθεση, εφόσον η Τουρκία δεν θα μπορεί να τα πάρει, και εκεί οι ΗΠΑ ήδη έχουν διαμορφώσει τις συνθήκες, ώστε να είναι η Ελλάδα μία από τις χώρες που μπορεί να προμηθευτεί F35. Βέβαια αυτό θα πρέπει κανείς να το δει και σε σχέση με το τι δημοσιονομική επιβάρυνση αυτό συνεπάγεται. 

Ως προς το στρατηγικό κομμάτι θα έλεγα ότι οι S400 επειδή φέρνουν εκ των πραγμάτων την Τουρκία πιο κοντά στη Ρωσία και την απομακρύνουν από τις ΗΠΑ, αναμφίβολα διαμορφώνουν – έχουν ήδη διαμορφώσει – ένα νέο σκηνικό στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Παράδειγμα ή τετραμερής συμμαχία μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου – Ισραήλ με αμερικανική ομπρέλα. 

Για το ζήτημα του κυπριακού, όμως, ας κρατήσουμε μικρό καλάθι. Γιατί η εικόνα που εγώ έχω τουλάχιστον είναι, ότι υπάρχει μία διάθεση για την άμεση επανέναρξη των συνομιλιών, μεταξύ των δυο πλευρών. Αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορεί να γίνει με τα δυο πλωτά τουρκικά γεωτρύπανα να παραμένουν στην κυπριακή ΑΟΖ. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ κακός προάγγελος εξελίξεων για το ζήτημα. Θα πρέπει επίσης να είμαστε επιφυλακτικοί γιατί φαίνεται ότι το μομέντουμ μέσα στον ΟΗΕ φαίνεται πως δεν είναι κοντά στις ελληνοκυπριακές και ελληνικές θέσεις. Οπότε πρέπει να μην ταυτίσουμε την στήριξη που παρέχει αυτή τη στιγμή ο αμερικανικός παράγοντας στη Μεσόγειο και στη συμμαχία Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου – Αιγύπτου με τις εξελίξεις στο κυπριακό και την ενέργεια. 

Γιατί στο μέλλον, στο μέτωπο της ενέργειας είναι προφανές ότι θα υπάρξουν πιέσεις προς όλα τα μέλη για να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Η Τουρκία προσπαθεί να προκαλέσει μια περιφερειακή ανωμαλία. Όταν φτάνεις σε αυτό το σημείο έχεις μια εξίσωση του θύτη με το θύμα, δηλαδή μια εξίσωση αυτού που κινείται προβάλλοντας την ισχύ του, όπως η Τουρκία, με την πολιτική του τσαμπουκά και του απέναντι, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου, που είναι δυο κράτη που θέλουν να διατηρήσουν το υφιστάμενο στάτους κβο. Όμως οι μεγάλες δυνάμεις δεν κινούνται με γνώμονα την ηθική αλλά τα συμφέροντα. Έτσι στο τέλος της ημέρας, ανεξάρτητα από το ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο θα ήθελαν να πάψει αυτή η ανωμαλία. Κι αυτό θα γίνει με το να προκληθεί μια διαπραγμάτευση μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.