Οι συνέπειες ενός πολέμου δεν μπορούν παρά να είναι οξύτατες, τραυματικές, τόσο άμεσες όσο και μακροχρόνιες για εκείνους που τον βιώνουν, με το λαό της Ουκρανίας να βρίσκεται αντιμέτωπος με μια από τις πιο τραγικές σελίδες της νεότερης ιστορίας της χώρας.

Ads

Οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί και θάνατοι, ο μαζικός εκτοπισμός, η καταστροφή ζωτικής σημασίας υποδομών, ο εγκλωβισμός σε εμπόλεμες ζώνες, η έλλειψη νερού και τροφής είναι μόνο κάποια στοιχεία της παρούσας κατάστασης στην Ουκρανία, μιας συνθήκης ανείπωτης ανασφάλειας και αβεβαιότητας – που επιτείνεται ολοένα και περισσότερο λόγω της περαιτέρω ισχυροποίησης ανοιχτά ακροδεξιών και νεοναζιστικών ένοπλων ταγμάτων στην Ουκρανία, μια εξέλιξη παράδοξη συγκριτικά με τις αρχικές αποφάνσεις της Ρωσίας για αντιμετώπιση αυτών –  για το πότε και κατά πόσο η χώρα θα καταφέρει θα ορθοποδήσει στο μέλλον.

Οι συνέπειες ενός πολέμου δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή και μόνο, αλλά διαχέονται και επηρεάζουν – με διαφορετικό τρόπο και βαθμό – κι άλλους λαούς. Ο ρωσικός λαός είναι και θα είναι από τους πιο άμεσα επηρεαζόμενους του πολέμου. Το κείμενο αυτό αποσκοπεί στο να αναδείξει τις διάφορες αντιλήψεις και στάσεις που έχουν οι Ρώσοι για τις πολεμικές ενέργειες της ηγεσίας της χώρας τους στην Ουκρανία, τις συνέπειες που έχει ο πόλεμος και οι συνεχείς οικονομικές κυρώσεις για το ρωσικό λαό, αλλά και να σκιαγραφήσει τις σχέσεις μεταξύ ισχυρών Ρώσων «ολιγαρχών», ως είθισται να ονομάζονται, και του Προέδρου Πούτιν.

Ήδη από την 24η Φεβρουαρίου, την πρώτη επίσημη μέρα της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία, ξέσπασαν αντιπολεμικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις της Ρωσίας, από την Αγία Πετρούπολη μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Αίτημα των διαδηλωτών είναι η λήξη του πολέμου, η ειρήνη στην Ουκρανία, η συμφιλίωση των δύο χωρών και, σε πολλές περιπτώσεις, η απόσυρση του Βλαντίμιρ Πούτιν από την εξουσία.

Ads

Οι διαδηλώσεις συνεχίζουν μέχρι και σήμερα, ενώ οι συλλήψεις έχουν ξεπεράσει τις 15.000, σύμφωνα με τα στοιχεία του OVD-Info. Η διαχείριση, οι ποινές και ο χρόνος κράτησης των συλληφθέντων και συλληφθεισών από τις ρωσικές αρχές δεν αποτελούν εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες. Σύμφωνα με πρόσφατες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της Δούμα (βλ. Κάτω Βουλή) την 4η Μάρτη η ποινή φυλάκισης για διαδήλωση κατά του πολέμου μπορεί να ανέλθει έως και τα 15 έτη, ενώ συνηθισμένα είναι και τα πρόστιμα και η κοινωνική εργασία. Παράλληλα απαγορεύεται να αναφέρεται κανείς στην ουκρανική κρίση ως πόλεμο ή επέμβαση, αλλά μονάχα ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για τη λήξη της γενοκτονίας των ρωσόφωνων του Ντονμπάς και για την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας».

Η αναπαραγωγή ψευδών ή «ψευδών» ειδήσεων για τις εξελίξεις της ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία επίσης τιμωρείται με πολυετή φυλάκιση, δίχως να διευκρινίζεται το πώς θα εξετάζεται το αν μια είδηση είναι ψευδής ή όχι. Μέχρι στιγμής η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτών έχει ήδη αποκλειστεί από το TikTok, ενώ το Instagram, το Facebook και το Twitter υπολειτουργούν.

Η απόφαση αυτή – την ώρα που και η Δύση έχει αποκλείσει τις κοινωνίες της από ρωσικά ΜΜΕ και κοινωνικής δικτύωσης – για διακοπή της λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πάρθηκε, σύμφωνα με τη ρωσική ηγεσία, προκειμένου οι Ρώσοι πολίτες να μην παραπλανώνται από τις ψευδείς αντιρωσικές αναρτήσεις σε αυτά, ενώ παράλληλα αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι χρήστες VPN για επανάκτηση της πρόσβασής τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη Ρωσία.

Ο πόλεμος της πληροφορίας είναι εγγενές κομμάτι του συμβατικού πολέμου, με την αλήθεια πάντοτε να είναι εύθραυστη και τη δυσπιστία περιρρέουσα. Πράγματι, ήδη από την αρχές της κρίσης, το 2014, δημοσιευόταν ανά καιρούς πλήθος αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας πληροφοριών και στα ΜΜΕ, αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από την αντιρωσική, αλλά και από τη ρωσική πλευρά.

Μερικά μόνο παραδείγματα των τελευταίων ημερών είναι τα deepfakes (πλαστά βίντεο παραποίησης λόγου) των Ζελένσκι και Πούτιν στα οποία αμφότεροι καλούσαν τους λαούς τους να παραδοθούν, η κατάληψη του πυρηνικού εργοστασίου Ζαπορίζια από ρωσικές δυνάμεις, η παρουσίαση βίντεο από το συριακό εμφύλιο και μια έκρηξη σε αποθήκη στην Κίνα το ’15 ως τωρινούς βομβαρδισμούς στην Ουκρανία, η παρουσίαση ακτιβιστών ξαπλωμένων μέσα σε σακούλες σε μια περιβαλλοντική διαμαρτυρία στη Βιέννη ως νεκρούς από ρωσικά πυρά στην Ουκρανία, αλλά ακόμη και η ψευδής ανταπόκριση από τη Μόσχα (που τελικά δεν ήταν παρά… η Κυψέλη) στην ελληνική κρατική τηλεόραση.

Μάλιστα, τα ρωσικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που αναπαράγουν την κυρίαρχη αφήγηση περί «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», διαδίδουν πως όλες οι δυτικές πληροφορίες περί πολέμου είναι μια μεγάλη ψευδής είδηση, με τις εγκύους στη μαιευτήριο της Μαριούπολης και άλλους νεκρούς ή τραυματίες να είναι ηθοποιοί ή υποστηρικτές των ναζιστικών ταγμάτων.

Η αλήθεια θα έπρεπε να αποτελεί απαραβίαστο δημόσιο αγαθό όλων, ανεξαρτήτως πλευράς, όμως είναι ένα από τα βασικά θύματα σε περιόδους κρίσεων και μη. Παράλληλα, όπως συμβαίνει και σε δημοκρατικές χώρες της Δύσης, η λειτουργία ανεξάρτητων μέσων στη Ρωσία που ασκούν κριτική στις ενέργειες της ηγεσίας αναστέλλεται, με βασικά παραδείγματα τα Ekho Moskvy, Dozhd, Meduza και Radio Svaboda.

Από την άλλη, ήδη από την 1η Μάρτη η ΕΕ διέκοψε την αναμετάδοση των εξαιρετικά γνωστών ρωσικών δικτύων, Russia Today και Sputnik. Σύμφωνα με το Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου του Reporters Without Borders, η Ουκρανία βρίσκεται σε χαμηλή θέση (32,96), η Ρωσία σε ακόμη χαμηλότερη (48,71), ενώ πολλές είναι οι ευρωπαϊκές χώρες που καταλαμβάνουν χαμηλές θέσεις (περίπου στο 30), συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας.

Σύμφωνα με επίσημες ρωσικές δημοσκοπήσεις, ο λαός της Ρωσίας είναι διχασμένος σε ό,τι αφορά τη συμφωνία ή μη με τις αποφάσεις της ηγεσίας. Συγκεκριμένα, ένα ποσοστό άνω του 65% στηρίζει τον Πρόεδρο Πούτιν και την επέμβαση στην Ουκρανία.[1] Οι υποστηρικτές της επέμβασης στην Ουκρανία, αντιλαμβάνονται ως απειλή για τη ρωσική κυριαρχία την εξάπλωση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη και ειδικά στην Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα, θεωρούν ορθές τις ενέργειες της ρωσικής κυβέρνησης για την προστασία, σύμφωνα με τη ρωσική πλευρά, των επί οκτώ χρόνια βασανισμένων ρωσόφωνων του Ντονμπάς και της κατάπνιξης των νεοναζιστικών ουκρανικών ταγμάτων.

Παράλληλα, η δημοτικότητα του Πρόεδρου Πούτιν, πάλι σύμφωνα με επίσημες ρωσικές δημοσκοπήσεις, φαίνεται να έχει αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο μήνα, δίχως αυτό να διασφαλίζει τη δημοτικότητά του μακροπρόθεσμα. Ακόμη, η αντιπαλότητα μεταξύ των ίδιων των Ρώσων πολιτών σε σχέση με την υποστήριξη ή μη του πολέμου έχει επίσης αυξηθεί. Πιο συγκεκριμένα, στον αντίποδα εκείνων που διαδηλώνουν κατά του πολέμου στην Ουκρανία, πολλοί είναι κι εκείνοι που συσπειρώνονται υπέρ αυτού και του Πούτιν, με το κίνημα «Ζ» να κάνει την ανάδυσή του.

Το γράμμα «Ζ» χρησιμοποιούταν αρχικά ως διακριτικό των αρμάτων του ρωσικού στρατού, αλλά τώρα αποτελεί και σύμβολο μιας ολοένα και αυξανόμενης ομάδας με ακροδεξιά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά σε πολλές πόλεις της Ρωσίας με πολλά μέλη από τη νέα γενιά, οι οποίοι προτάσσοντας τη ρωσική σημαία και φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Πούτιν, υποστηρίζουν το ρωσικό στρατό, αντιλαμβάνονται ως υψίστης σημασίας την επιχείρηση για την προστασία «των δικών τους» στο Ντονμπάς και καλούν το ρωσικό λαό να ενωθεί και να απομακρυνθεί από τα δυτικά και προδοτικά για τη Ρωσία αντιπολεμικά αφηγήματα.

Ουσιαστική αντιπολίτευση δεν υπάρχει στην Ρωσία (ο φυλακισμένος Ναβάλνι δήλωσε κατά του πολέμου και αποκάλεσε τον Πούτιν «αποτρελαμένο Τσάρο») για να δύνανται να ακούγονται σταθερά και ηχηρά αντιπολεμικές πολιτικές θέσεις κριτικής προς τις αποφάσεις της κυβέρνησης, ενώ μέχρι στιγμής κανένα μέλος της ρωσικής πολιτικής ελίτ δεν έχει εκφραστεί δημοσίως ενάντια στις αποφάσεις της ηγεσίας.

Περιστατικά στιγματισμού και δαιμονοποίησης Ρώσων σε άλλες χώρες και η απόδοση ευθυνών σε αυτούς για τις αποφάσεις της ηγεσίας έχουν επίσης παρατηρηθεί. Για παράδειγμα, πολλές είναι οι παραστάσεις ρωσικών έργων όπερας και μπαλέτου που έχουν ακυρωθεί σε όλη την Ευρώπη, μια παράλογη επίθεση στον μεγάλης σημασίας ρωσικό πολιτισμό, ενώ έχουν υπάρξει και περιστατικά άρνησης εξυπηρέτησης Ρώσων πελατών σε εστιατόρια, μεταξύ άλλων («Δε σερβίρουμε Ρώσους! Να φάτε σούπα από πέτρες!», έλεγε ταμπέλα έξω από εστιατόριο στην Πορτογαλία).

Μάλιστα, ήδη περίπου 200.000 Ρώσοι φέρονται να έχουν εγκαταλείψει τη Ρωσία από την αρχή του πολέμου, πηγαίνοντας σε χώρες των οποίων τα σύνορα είναι ακόμη ανοιχτά για τη Ρωσία, σε αντίθεση με την ΕΕ, τις ΗΠΑ, το ΗΒ και τον Καναδά, όπως χώρες της Κεντρικής Ασίας, του Νοτίου Καυκάσου  και η Τουρκία. Άλλοι, στηρίζοντας τις αποφάσεις της ηγεσίας, νιώθουν ασφαλείς στη Ρωσία, ενώ ενδεχομένως κάποιοι άλλοι που νιώθουν ανασφάλεια να μη δύνανται να φύγουν επειδή δεν διαθέτουν τα υπέρογκα ποσά που απαιτούνται για να αγοράσει πλέον κανείς αεροπορικό εισιτήριο.

Οι επιπτώσεις των νέων  – όχι καινοφανών, αλλά σίγουρα των σοβαρότερων που έχουν υπάρξει μέχρι στιγμής για τη Ρωσία – οικονομικών κυρώσεων από πολλές χώρες της Δύσης, τους συμμάχους τους προς τη Ρωσία και τους πολίτες της ήδη είναι εμφανείς. Βασικός σκοπός της τακτικής των οικονομικών κυρώσεων, ως εναλλακτική της χρήσης στρατιωτικής ισχύος, είναι η αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη δύναται να συνεχίσει τις πολεμικές ενέργειες στην Ουκρανία. Βασικοί αποδέκτες, όμως, των επιπτώσεων των κυρώσεων είναι οι απλοί πολίτες, και ιδίως τα φτωχότερα στρώματα.

Η συζήτηση για την πρόκληση ανθρωπιστικών κρίσεων λόγω των κυρώσεων ήρθε και πάλι στο προσκήνιο από τα ΗΕ, με τη μείωση της ανάπτυξης, την όξυνση των ανισοτήτων, τη διατροφική και φαρμακευτική κρίση και την αύξηση της φτώχειας να είναι οι πιο συνήθειες κοινωνικές συνέπειες στις χώρες αποδέκτες, άρα και δυνητικά πιθανότερες για τον πληθυσμό της Ρωσίας.

Η απόσυρση ή αναστολή λειτουργίας μεγάλων εταιρειών, από τα Starbucks και τα Ikea μέχρι τη Shell και την Goldman Sachs, όχι μόνο τείνει να απομονώνει τη Ρωσία από ένα σημαντικό μέρος των διεθνών αγορών, αλλά θα αυξήσει και τα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας στον πληθυσμό της χώρας, με πολλές επιχειρήσεις να οδηγούνται προς χρεοκοπία. Παράλληλα, η κατακόρυφη πτώση του ρουβλίου οδηγεί στην ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των τιμών, ιδίως στα καταναλωτικά προϊόντα του μέσου νοικοκυριού (η τιμή του γάλατος, για παράδειγμα, διπλασιάστηκε εντός λίγων ημερών), αλλά και σε ηλεκτρικά είδη και αυτοκίνητα, μεταξύ άλλων.

Στοχευμένες κυρώσεις έχουν επίσης επιβληθεί σε μια μεγάλη λίστα Ρώσων ολιγαρχών από το ΗΒ, την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Οι υπερπλούσιοι ολιγάρχες επιχειρηματίες κατέχουν, και ελέγχουν τον τραπεζικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες και την ενημέρωση, την κατασκευή υποδομών, την ενέργεια, τις εξορύξεις πολύτιμων πόρων, επιχειρήσεις του κλάδου της ψυχαγωγίας, μεταξύ άλλων.

Πολλές και διαχρονικές είναι οι κατηγορίες έναντι του ρωσικού κράτους και του Πούτιν προσωπικά πως έχει στηρίξει καθοριστικά τον υπέρογκο πλουτισμό της επιφανούς οικονομικής ελίτ της χώρας – με την οποία αντικαταστάθηκε η πρότερη γενιά ολιγαρχών που αναδύθηκε στα ερείπια της σοβιετικής περιόδου, η οποία με την ανάληψη από τον Β. Πούτιν της ηγεσίας της χώρας πριν από δύο δεκαετίες κρίθηκε ως «διεφθαρμένη» και τα εξέχοντα μέλη της, όπως ο Χονταρκόφσκι -, βρέθηκαν υπό διωγμό, ενώ το γεγονός πως αυτή κατέχει τέτοιας ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της κοινωνικής ζωής τομείς αποδεικνύει την ισχύ της.

Σε αυτήν την ισχύ και σχέση με το Κρεμλίνο βασίζονται οι κυρώσεις της Δύσης, οι οποίες αποσκοπούν στο να ασκήσουν πίεση στους ολιγάρχες, οι οποίοι, βλέποντας τις περιουσίες τους και το κοινωνικό τους πρεστίζ να υποβαθμίζονται, με τη σειρά τους θα ασκήσουν πίεση στην ηγεσία για λήξη του πολέμου. Ήδη ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς προσέφερε τα έσοδα από την πώληση της Chelsea FC του για τα θύματα της Ουκρανίας ως ένδειξη καλών υπηρεσιών για την επίτευξη της ειρήνης, ενώ πολλοί ολιγάρχες κάνουν δηλώσεις και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά του πολέμου – οι οποίες έπονται φωτογραφιών από τα πολυτελή τους γιοτ και βίλες.

Μένει να φανεί αν οι κυρώσεις αυτές θα είναι αποτελεσματικό εργαλείο για τη λήξη της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι η φρικαλεότητα του πολέμου και η εδραίωση μίσους ανάμεσα σε δύο λαούς με κοινές ιστορικές μνήμες και σφιχτές σχέσεις.

[1] Στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως πολλοί είναι οι πολιτικοί αναλυτές που υποστηρίζουν πως οι δημοσκοπήσεις στη Ρωσία είναι αναξιόπιστες και κατευθυνόμενες από το Κρεμλίνο.

*Της Ειρήνης Γιαννοπούλου, Πολιτικής Επιστήμονα, μεταπτυχιακής φοιτήτρια Διεθνών Σχέσεων ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ «Πόλεμος στην Ουκρανία: Διαστάσεις, συνέπειες & προεκτάσεις»

Πηγή: enainstitute.org