Διπλό παράθυρο άνοιξε η Κομισιόν, τόσο για την ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου όσο και για την μελλοντική επαναδιαπραγμάτευση των υψηλών πλεονασμάτων, μέσα από την εαρινή της έκθεση αλλά και με τις δηλώσεις του επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί.

Ads

Σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, την προστασία του οποίου έχει ήδη προαναγγείλει ο πρωθυπουργός, ο Πιερ Μοσκοβισί κατέστησε σαφές πως, για τις Βρυξέλλες τουλάχιστον, δεν είναι αναγκαία η μείωσή του. «Και στο παρελθόν», είπε, «η Ελλάδα όχι μόνο πέτυχε τους στόχους της αλλά τους ξεπέρασε, και το Eurogroup δέχτηκε κάποια μέτρα που κάνουν χρήση του δημοσιονομικού περιθωρίου». Πρόσθεσε πάντως ότι το θέμα πρέπει να συζητηθεί αργότερα και πως, παρ’ ότι δεν υπάρχει πρόθεση εμπλοκής στον σχεδιασμό της ελληνικής κυβέρνησης, καλό είναι οι αποφάσεις να λαμβάνονται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.

Την ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου «δείχνει» εμμέσως και η έκθεση της Κομισιόν με τις εαρινές προβλέψεις που δημοσιοποιήθηκε σήμερα. Συγκεκριμένα, στην έκθεση προεξοφλείται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%) θα επιτευχθούν τόσο φέτος όσο και την επόμενη χρονιά και επισημαίνεται ότι σε αυτή την πρόβλεψη έχει ληφθεί υπόψιν και η ανακοίνωση ότι δεν θα εφαρμοστεί η φορολογική μεταρρύθμιση του 2020, «η οποία θα συζητηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας», όπως σημειώνεται.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η τοποθέτηση Μοσκοβισί για τα πλεονάσματα-μαμούθ, καθώς ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων υπενθύμισε πως η Επιτροπή εξαρχής διαπραγματεύτηκε και «αντιτάχθηκε σθεναρά» στα υπερβολικά πλεονάσματα. «Δεν ήμασταν ποτέ πεπεισμένοι ότι τα υπερβολικά πλεονάσματα ήταν ο σωστός δρόμος για την Ελλάδα» δήλωσε, για να προσθέσει πως «υφίστανται δεσμεύσεις που πρέπει να γίνονται σεβαστές, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει υπερκέραση των στόχων για πάντα». «Θα υπάρχει, το ξέρουμε, συζήτηση στο μέλλον, αλλά αυτή η συζήτηση θα πρέπει να είναι σοβαρή και να σέβεται τις δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί», τόνισε.

Ads

Πέραν τούτων, η έκθεση της Κομισιόν αφήνει θετικό αποτύπωμα για τις προοπτικές και την δυναμική της ελληνικής οικονομίας την επόμενη διετία προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης στο 2,2% για το 2019 και το 2020, παρά την αντίθετη τάση και την κάμψη που αναμένεται στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Σε ό,τι αφορά το 2018, η Κομισιόν εντοπίζει ως ατμομηχανή της ελληνικής ανάπτυξης τις υψηλές επιδόσεις των εξαγωγών, ενώ για εφέτος και τον επόμενο χρόνο προβλέπει τόνωση και στο μέτωπο της εσωτερικής ζήτησης.

Στον αντίποδα ως μελανό σημείο εντοπίζονται οι χαμηλές επενδύσεις, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στους περιορισμένους πόρους του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις, ενώ στην έκθεση τονίζεται ακόμη πως «η υποεκτέλεση του πορϋπολογισμού λειτούργησε επίσης ανασταλτικά για τη δημόσια κατανάλωση και επομένως το ΑΕΠ». Σε ό,τι αφορά τo 2019, οπότε η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ τοποθετείται στο 2,2%, η Κομισιόν επισημαίνει πως «η επιβράδυνση του εξωτερικού περιβάλλοντος θα έχει αρνητικό αλλά περιορισμένο αντίκτυπο στην εξαγωγική απόδοση της Ελλάδας, λόγω της χαμηλής ελαστικότητας που χαρακτηρίζει τη ζήτηση των βασικών εξαγωγικών αγαθών της Ελλάδας». «Ο ανασταλτικός αυτός παράγοντας από την εξωτερική πλευρά», προστίθεται, «θα αντισταθμιστεί από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία κατέγραψε βραχυπρόθεσμη άνοδο μέσω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού».

Στο δημοσιονομικό σκέλος, η Κομισιόν εκτιμά ότι η Ελλάδα παραμένει σε τροχιά επίτευξης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020, μέσω κυρίως του ελέγχου των δαπανών και των κερδών από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Στους πιθανούς κινδύνους εντάσσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων για την χορήγηση αναδρομικών σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Ενώ συνεχιζόμενες βελτιώσεις στη συλλογή φορολογικών χρεών και οι φιλόδοξοι στόχοι των αρχών για την εκκαθάριση των μη επεξεργασμένων αιτήσεων συνταξιοδότησης αποτελούν πιθανές θετικές εξελίξεις, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, όπως οι εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μερική ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις”.