Με κινητοποιήσεις για τα εργασιακά ξεκινά το 2010, με την ΑΔΕΔΥ να έχει εξαγγείλει απεργιακή κινητοποίηση μέσα στον Ιανουάριο, διαμαρτυρόμενη για το «μαχαίρι» στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και την ΓΣΕΕ να εξετάζει το ενδεχόμενο κοινής απεργίας πανελλαδικού χαρακτήρα.

Ads

Στο μεταξύ, με επιστολή προς τις εργοδοτικές οργανώσεις που απέστειλε χθες η ΓΣΕΕ, ζητάει τη σύναψη ετήσιας εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, με εφάπαξ αύξηση 50-60 ευρώ για τον κατώτατο μισθό. Δηλαδή από 740 ευρώ που είναι σήμερα ο μισθός του ανειδίκευτου εργάτη, να διαμορφωθεί στα 800 ευρώ μικτά. Σε δεύτερη φάση, η ΓΣΕΕ ζητά διαπραγματεύσεις για ποσοστιαία αύξηση 1,5% – 2% για τους υπόλοιπους μισθούς, ή ενιαία ποσοστιαία αύξηση 4%-5%, ζητάει η ΓΣΕΕ.

Με την πρόταση της ΓΣΕΕ έχει ήδη διαφωνήσει ο ΣΕΒ, ο οποίος μέσω του προέδρου του Δ. Δασκαλόπουλου, έχει ξεκαθαρίσει πως οι προτάσεις για τα κατώτατα ημερομίσθια «δεν είναι ρεαλιστικές». Ο ΣΕΒ καθώς και άλλες εργοδοτικές οργανώσεις έχουν ταχθεί μα΄λιστα υπέρ του περιορισμού των αυξήσεων το 2010, στα όρια του πληθωρισμού. Κοντά στα αιτήματα της ΓΣΕΕ εμφανίζονται ωστόσο οι οργανώσεις των εμπόρων και των επαγγελματοβιοτεχνών, καθώς θεωρούν ότι οποιαδήποτε αύξηση, θα ρίξει νέο χρήμα στην αγορά.

Εφόσον οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν αποδεχθούν ως σύνολο αυτή τη διαδικασία, η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι οι διαπραγματεύσεις θα ακολουθήσουν την πάγια μέθοδο και η οικονομική διεκδίκηση θα καθορισθεί σε ύψος που καλύπτει τον πληθωρισμό και «με βάση τις κοινωνικές ανάγκες που δημιουργεί η δύσκολη συγκυρία».

Ads

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η ΓΣΕΕ, στις πιέσεις που δέχονται οι κατώτατοι μισθοί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και υπό το πρίσμα της διατήρησης της απασχόλησης. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει «τα τελευταία χρόνια οι κλαδικές συμβάσεις αλλά και ο θεσμός μεσολάβησης και διαιτησίας δέχονται επιθέσεις αμφισβήτησης, ενώ διευρύνεται η αδήλωτη εργασία λόγω και της χρόνιας ανεπάρκειας που παρουσιάζουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της αγοράς εργασίας».

Μεταξύ άλλων η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει οι χαμηλόμισθοι είναι αυτοί που επωφελούνται λιγότερο από την αποκλιμάκωση του μέσου όρου του πληθωρισμού και επιβαρύνονται δυσανάλογα από την έμμεση φορολογία και την αύξηση των φόρων κατανάλωσης.