Ο Παλαμάς Καρδίτσας είναι από τις περιοχές που χτυπήθηκε βάναυσα από την καταστροφική πλημμύρα στη Θεσσαλία, τα ξημερώματα της Πέμπτης 7 Σεπτεμβρίου. Οι κάτοικοι στις αφηγήσεις τους περιγράφουν έναν ολόκληρο δήμο σε πανικό και απόγνωση, τις ώρες που το νερό έφτασε να ξεπερνά τα 2,5 μέτρα, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή και στη συνέχεια να έρθει βοήθεια να τους απεγκλωβίσει από τα πλημμυρισμένα σπίτια τους. Η βοήθεια, όμως, ήρθε σχεδόν 24 ώρες μετά.

Ads
(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

«Στο τσακ γλιτώσαμε. Φύγαμε με το νερό να είναι ψηλά. Επειδή το σπίτι δεν έχει σκαλιά και είναι ισόγειο, το νερό μπήκε μέσα. Διασώστες ήρθαν την άλλη μέρα το βράδυ, μας έφεραν τα πρώτα νερά. Ήμασταν με ένα νερό 5 άτομα, πίναμε γουλιά-γουλιά, γιατί δεν ξέραμε πόσο θα μείνουμε έτσι. Είχαμε πάει στο δεύτερο όροφο ενός γείτονα και περιμέναμε. Εκεί ήμασταν συνολικά 13 άτομα και είχαμε μαζί μας δύο σκυλιά και ένα γατί, η πυροσβεστική ήρθε και μας πήρε το Σάββατο», λέει η κα. Βάγια, κάτοικος του Παλαμά.

Το σπίτι της δεν καταστράφηκε, αλλά έχει υποστεί ζημιές. Καταστράφηκε, όμως, το μαγαζί που διατηρούσε με την οικογένεια της στο κέντρο του Παλαμά, ένα φαστφουντάδικο. Το νερό στο μαγαζί έφτασε το 1 μέτρο, όχι πολύ σε σύγκριση με άλλα, ωστόσο ήταν αρκετό για να καταστρέψει όλα τα μηχανήματα.

Είχε απλώσει τα ρούχα της έξω από το σπίτι, μαζί με την οικογένεια της, κάτι που έκαναν όλοι οι κάτοικοι των οποίων τα σπίτια δεν καταστράφηκαν, σε μια προσπάθεια να επιστρέψουν όσο πιο σύντομα γίνεται στην κανονικότητα.

Ads
(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

Η οποία κανονικότητα, πάντως, όλοι φοβούνται ότι θα αργήσει να έρθει, κρίνοντας από τη συνολική βοήθεια που έχουν δεχτεί από τους επίσημους φορείς, από την Τετάρτη της πλημμύρας μέχρι και σήμερα.

«Μόνοι μας σωθήκαμε. Αλληλεγγύη. Δράμα η κατάσταση, ανευθυνότητα από παντού, καμία ειδοποίηση, τίποτα. Μας έλεγαν «όλα είναι υπό έλεγχο». Παίρναμε στο 112 και μας έλεγαν «δεν έχουμε καμία ειδοποίηση. Αν δεν μας ειδοποιήσει ο δήμαρχος, δεν μπορούμε να στείλουμε μήνυμα». Εμείς αρχίσαμε και ειδοποιούσαμε όλο το χωριό, παίρναμε τηλέφωνα κλπ. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα πνιγόντουσαν οι άνθρωποι» λέει η κα. Βάγια.

(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

Περιγράφει ότι «ένας κύριος ήταν πάνω στο αυτοκίνητο του δύο μέρες. Αυτός, ο γιος του και τρία σκυλιά. Δύο μέρες ήταν εκεί πάνω. Την Παρασκευή τον πήραν με ένα φουσκωτό. Τετάρτη και Πέμπτη, υπήρχαν εθελοντές δικοί μας που προσπαθούσαν να σώσουν τον κόσμο, άλλοι με βάρκες, άλλοι με σωσίβια, άλλοι με φουσκωτά. Όχι η ΕΜΑΚ και ηπυροσβεστική».

Κατέληξε ότι δεν περιμένει βοήθεια από το κράτος. «Ποιος θα μας βοηθήσει;» αναρωτήθηκε. «Τίποτα δεν πρόκειται να κάνουν. Δεν ξέρω πώς θα επιβιώσουμε. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο».

Όσο μιλούσαμε με την κα. Βάγια, γείτονες της έφερναν πράγματα και έμπαιναν στη συζήτηση καταθέτοντας τη δική τους εμπειρία. Η κα. Γιούλη, μας είπε ότι «φοβηθήκαμε με το νερό που ανέβαινε και πήραμε τον μπαμπά μου από νωρίς, επειδή είναι καρκινοπαθής. Φοβηθήκαμε ότι απλώς δεν θα μπορούσαμε να τον προσεγγίσουμε, ότι θα πνιγόμασταν. Τα σπίτια είναι όλα χάλια και χρειαζόμαστε και αυτού του είδους τη βοήθεια, να έρθουν μηχανήματα, να πάρουν τα σκουπίδια».

Πάντως, οι κάτοικοι είναι εκείνοι που φέρνουν πράγματα, η μία οικογένεια στην άλλη. Νερά, τροφές, σακούλες, οτιδήποτε πρώτης ανάγκης.

(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

Ένα τετράγωνο πιο κάτω, μένει ο κ. Αποστόλης με τη γυναίκα του, την κα. Όλγα, η οποία κατάγεται από την Ουκρανία, αλλά ζει στον Παλαμά τα τελευταία 25 χρόνια.

«Αυτό είναι χειρότερα και από τον πόλεμο» λέει εκείνη χαρακτηριστικά. Το σπίτι της δεν είχε πέσει, ωστόσο είναι σε μη κατοικήσιμη κατάσταση.

Περιέγραψε ότι «το νερό έφτασε τα 2,5 μέτρα, εμένα με έπαιρνε με το κεφάλι, δεν μπορούσες να βγεις, παρά μόνο κολυμπώντας. Εγώ ξύπνησα, επειδή άρχισε να πλημμυρίζει το σπίτι πολύ γρήγορα, και ένιωσα ότι πέφτει το ταβάνι και σηκώθηκα έντρομη, πετάχτηκα. Μάλλον ήταν το ψυγείο, όμως, αυτό που έπεσε. Βλέπω κάτω νερό, ξυπνάω τον άντρα μου που δεν ξυπνούσε, τον πέταξα κυριολεκτικά μέσα στο νερό..

..Φοβόμασταν και ήμασταν δύο 24ωρα άυπνοι. Κλείσαμε τηλέφωνα και οι δύο για να κρατήσουμε μπαταρία. Σε όλα αυτά τα χωριά είναι ηλικιωμένοι, για να βγάλουν ένα άτομο έκαναν μισή ώρα. Ο Νίκος με τη βάρκα του έσωσε 30 άτομα. Εγώ έβλεπα άτομα και ξεχνούσα το όνομα τους που είμαι πιο νέα. Τι να πεις για ένα άτομο που είναι 70-80 χρονών»

Καταγγέλλει, παράλληλα, όπως και όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως, ότι «κανείς δεν ειδοποίησε. Μια σειρήνα, να κορνάρει ένα πυροσβεστικό. Κάτι. Πες ότι έπεφταν τα τηλέφωνα μας στο νερό, τελείωσε, δεν θα μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε και να ειδοποιηθούμε από γείτονες. Το οικόπεδο μας πλημμύρισε μέσα σε μια ώρα, με μια καταιγίδα. Πλημμυρίσαμε στις 5:30. Δεν μας ενημέρωσε κανείς.Την πρώτη μέρα, καμία βοήθεια. Στις 6 το απόγευμα πέρασε μια βάρκα, ενώ πιο πριν στις 3 το μεσημέρι, απλώς πέρασε ένα ελικόπτερο και κοιτούσε τι γίνεται, μάλλον. Τόσες ώρες πήγαν χαμένες».

«Από το πρωί ο λαιμός μου με καίει από τις αναθυμιάσεις. Αυτό όλο είναι αρρώστια. Τι να κάνεις, να τα παρατήσεις; Εγώ αυτό έλεγα να κάνω. Να κλείσω την πόρτα και να φύγω» κατέληξε.

Εκείνη την ώρα, ο άντρας της, ο κ. Αποστόλης, μας έδωσε ένα κρασί τοπικής παραγωγής.

«Εμείς είμαστε φιλόξενοι άνθρωποι. Άμα σας ξαναφέρει ο δρόμος, να με θυμάστε και να έρθετε να με βρείτε»