Μετά την Ιστορία που, όπως ανακοίνωσε η υπ. Παιδείας Νίκη Κεραμέως, «δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά να ενισχύει την εθνική συνείδηση», σειρά παίρνει η διδασκαλία των θρησκευτικών που δεν πρέπει να έχει θεολογικό χαρακτήρα, αλλά «να επιδιώκει την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης». Ένα σχολείο δηλαδή εθνικιστικής και χριστιανικής κατήχησης, από άλλες εποχές, και μάλιστα με την «ευλογία» του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε «αντισυνταγματικές» (!) τις νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαν γίνει επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, σχετικά με τη διδασκαλία των θρησκευτικών σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια.

Ads

Τα προγράμματα σπουδών του 2017 κρίθηκαν αντισυνταγματικά κατά πλειοψηφία, καθώς υπήρχαν και δικαστές που διατύπωσαν αντίθετη γνώμη.

Το ανώτατο δικαστήριο με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του έκρινε, ότι με τη διδασκαλία των θρησκευτικών «πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές».

Επίσης, σύμφωνα με την απόφαση: «Τα επίδικα προγράμματα σπουδών, αναφέρεται στις αποφάσεις, όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή. Αντιθέτως, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση είτε στην προβολή στοιχείων κοινών με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (δημοτικό – γυμνάσιο) είτε στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία είτε είναι αντικείμενο κυρίως άλλων μαθημάτων (δημοτικό – γυμνάσιο) είτε είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (λύκειο)».

Ads

Στην επανεξέταση του κανονιστικού πλαισίου που αφορά στο μάθημα των Θρησκευτικών θα προχωρήσει το υπουργείο Παιδείας, στον απόηχο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως σημειώνει το υπουργείο, οι ενέργειες που θα γίνουν για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών θα έχουν γνώμονα τη διασφάλιση της συμβατότητας των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές.

Κώστας Γαβρόγλου: «Πίσω ολοταχώς – πολύ, όμως, πίσω»

«Η απόφαση του ΣτΕ καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974», τονίζει ο πρώην υπουργός Παιδείας, επισημαίνοντας: «Το μάθημα των Θρησκευτικών, που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό».

Aναλυτικά η δήλωση: «Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών είναι αναμφισβήτητα μια ιστορική απόφαση. Καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974. Καταργεί τη συνειδητή προσπάθεια χιλιάδων Θεολόγων να κατακτήσουν στη συνείδηση των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών όπως και στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη την πραγματική επιστημονική και παιδαγωγική ισοτιμία του μαθήματος των Θρησκευτικών με τα άλλα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος.

Ακυρώνει τις προσπάθειες συννενόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας. Υπονομεύει, τέλος, την καθιέρωση μιας κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα σε επιστημονικούς και θρησκευτικούς φορείς, με γνώμονα πάντοτε ότι την τελική εθύνη των μαθημάτων την έχει η Πολιτεία.

Το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σημερινή απόφαση του ΣτΕ, δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Δεν είναι γνώση αλλά εξέταση για την πίστη των μαθητών και των γονιών τους. Ένα μάθημα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό».

Νίκος Φίλης: Γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του ’50 

«Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, όλα τα προγράμματα σπουδών που ίσχυαν μετά το 2000 δεν έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί, γιατί σε όλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η επιταγή του Συντάγματος του 1975 για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, δεν ερμηνευόταν περιοριστικά ως κατήχηση στην Ορθοδοξία», τονίζει μεταξύ άλλων σε δήλωσή του για τη σημερινή απόφαση του ΣτΕ ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ.

Αναλυτικά η δήλωση: «Με την απόφασή του το ΣτΕ επαναλαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνα με την οποία το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για απόφαση που αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι περίεργο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που έχει επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών, να νομολογεί επί θεολογικών και παιδαγωγικών ζητημάτων, ως να ήταν Οικουμενική Σύνοδος ή Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Με τα νέα Προγράμματα Σπουδών (τα επονομαζόμενα Φίλη και στη συνέχεια Γαβρόγλου), επιχειρήσαμε το μάθημα των θρησκευτικών να είναι μάθημα γνώσης και όχι πίστης, προβληματισμού και ουσιαστικής μάθησης και όχι κατήχησης και προσηλυτισμού. Αυτή η κατεύθυνση αντανακλά τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και ανταποκρίνεται σε ένα σχολείο κοσμικό και δημοκρατικό. Γι` αυτό, άλλωστε,  τα νέα προγράμματα παρά τον πόλεμο ορισμένων κέντρων, αγκαλιάστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων.

Οι αποφάσεις του ΣτΕ γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του `50 και στο «ελληνοχριστιανικό» Σύνταγμα του 1952. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, όλα τα προγράμματα σπουδών που ίσχυαν μετά το 2000 δεν έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί, γιατί σε όλα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η επιταγή του Συντάγματος του 1975 για την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, δεν ερμηνευόταν περιοριστικά ως κατήχηση στην Ορθοδοξία. Η νομολογία του ΣτΕ θα  δημιουργήσει αδιέξοδο στην εκπαίδευση,  προκαλεί θέματα συνείδησης και τελικώς οδηγεί τα πράγματα, ώστε, το μάθημα των θρησκευτικών, με τη μορφή της κατήχησης να γίνει προαιρετικό.

Η ίδια αυτή νομολογία,  που μεθοδεύτηκε από εκκλησιαστικούς και παρεκκλησιαστικούς παράγοντες στο χώρο της Δικαιοσύνης, έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικά αίτημα, του χωρισμού και της δημοκρατικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας, ιδιαίτερα στην αποκοπή του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην Εκκλησία και την εκπαίδευση. Αυτό το δημοκρατικό αίτημα υπηρετείται μόνο με καθαρές αρχές και όχι με αυταπάτες και τακτικισμούς».

ΚΙΝΑΛ: Μάθημα και όχι κατηχητικό 

Η Χαριλάου Τρικούπη αναφέρει χαρακτηριστικά στην ανακοίνωσή της ότι η απόφαση του ΣτΕ αποτελεί «τη ληξιαρχική πράξη θανάτου επιστημονικών, παιδαγωγικών και δημοκρατικών κατακτήσεων σαράντα χρόνων»! Και προσθέτει ότι δεν επιχειρείται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης ή ακόμα της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης, αλλά η επιβολή «με τη χρήση των κρατικών μηχανισμών, μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την Ορθοδοξία, που την εκφράζουν αυτοί που σήμερα χαίρονται».

Ολόκληρη η ανακοίνωση: «Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά αποτελεί «αλλαγή παραδείγματος» και, ταυτοχρόνως, τη ληξιαρχική πράξη θανάτου επιστημονικών, παιδαγωγικών και δημοκρατικών κατακτήσεων σαράντα χρόνων. Επιχειρείται όχι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (όπως αναφέρει ρητά το Σύνταγμα), ούτε καν η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης (όπως αναφέρει η απόφαση του ΣτΕ) αλλά η επιβολή με τη χρήση των κρατικών μηχανισμών μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την Ορθοδοξία που την εκφράζουν αυτοί που σήμερα χαίρονται.

Παραφράζοντας το γνωστό μεταξικό ποιηματάκι, ας αναρωτηθούμε «ποιοι χαίρονται και χαμογελούν σήμερα πατέρα;». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι οι ιδεολογικοί επίγονοι του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, οι υποστηρικτές του Γ’ Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού. Για την σημερινή, αδιανόητα αρνητική εξέλιξη έχουν ιστορικές ευθύνες και οι Υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ γιατί τόσο σοβαρά θέματα δεν είναι δυνατόν να τα χειρίζεται κάποιος με ιδεοληψίες, γιουρούσια και χωρίς συμμαχίες. Τώρα όμως δεν προέχει το ποιος έφταιξε αλλά το πώς δεν θα επιτραπεί σε μια Κυβέρνηση της Δεξιάς να μετατρέψει το σχολείο σε ένα γιγάντιο Κατηχητικό οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας (γιατί για όσους δεν πρόσεξαν την απόφαση του ΣτΕ, κατήχηση πλέον θα κάνουν όλοι). Προέχει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των Θεολόγων να διδάσκουν ένα κανονικό μάθημα και όχι να κατηχούν τα παιδιά».