Στη μνήμη του Περικλή Κοροβέση, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή, (20 Ιουλίου 1941 – 11 Απριλίου 2020) το Tvxs.gr δημοσιεύει ένα απόσπασμα από την αφήγησή του με τίτλο «Η ζωή στις φυλακές», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση» (Εκδόσεις Εστία). Η μαρτυρία ντοκουμέντο είναι βασισμένη σε συνέντευξη του Κοροβέση με την Κρυσταλία Πατούλη

Ads

«Όταν έγινε η χούντα, δεν μπορούσα φυσικά να προσαρμοστώ στη νέα κατάσταση. Έπρεπε να συνεχίσω τη ζωή μου με τις ιδέες μου, με τις συνήθειές μου, τις δράσεις μου κι αυτό κατέληγε σ’ έναν πολιτικό αγώνα τελικά.  Κι αυτός ο πολιτικός αγώνας εκφράστηκε μέσα από το Πατριωτικό Μέτωπο. Αν και το Πατριωτικό Μέτωπο δεν ήταν όπως μας είχανε πει… Δηλαδή, εμείς πιστεύαμε ότι δεν είχε καμία σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, αλλά τελικά είχε. Τέλος πάντων… αυτά είναι για την ιστορία.

Οπότε, ακολουθεί η γνωστή διαδικασία: Ασφάλεια, βασανιστήρια, και καταλήγουμε στις φυλακές Αβέρωφ (οι οποίες ήταν εκεί που είναι τώρα η ΓΑΔΑ και είναι ένα έγκλημα που γκρεμίσανε αυτές τις φυλακές, γιατί είναι η ιστορική μνήμη της πόλης), όπου εκεί έκαναν μία κατανομή των φυλακισμένων, δηλαδή να βρουν που υπήρχαν θέσεις σε φυλακές για να μας στείλουν.

Κατόπιν, μια ωραία πρωία χωρίς να μας έχουν προετοιμάσει, μας λένε, σηκωθείτε, φεύγετε, μας φορτώνουν σε κάτι κλούβες και μας πάνε στο Μεταγωγών του Πειραιώς (το οποίο κι αυτό θα έπρεπε να είναι διατηρητέος χώρος, αλλά δεν ξέρω τι το έχουν κάνει). Εκεί περιμέναμε, πάλι, χωρίς να ξέρουμε που θα μας πάνε.

Ads

Είχε έρθει και ο πατέρας μου για επισκεπτήριο εκεί στο Μεταγωγών, αλλά δεν τον αφήσανε να με δει. Εκείνος όμως την έστησε κάπου απ’ έξω και παρακολουθούσε μαζί με άλλους γονείς, όπως του Ραφαηλίδη, δημιουργώντας συγχρόνως ένα είδος πολιτοφυλακής για να μας προσέχουνε.

Κάποια στιγμή λοιπόν πάλι μας ξαναφορτώνουνε… Ρωτάμε, πού θα μας πάτε; Δε μας λέγανε… Μόνο όταν μπήκαμε στο καράβι, καταλάβαμε ότι πάμε για Αίγινα. Μέσα στο καράβι μπαίνουν και οι γονείς, από απόσταση βέβαια γιατί δεν επιτρεπόταν να μας μιλάνε.

Στη διαδρομή, είχαμε το δικαίωμα να πάρουμε κανέναν καφέ, κανένα τσάι, κάτι τέτοιο. Έλα, όμως, που εκεί στο κυλικείο ήταν ένας συμμαθητής μου, ο οποίος μού γέμιζε, μισό κονιάκ – μισό καφέ… κι επειδή απαγορευόταν το αλκοόλ, λέω στα άλλα παιδιά με τρόπο, όποιος θέλει …ενισχυμένο καφέ, έχουμε τα μέσα εδώ πέρα…

Κάπου εκεί έρχεται μια κοπέλα και μου λέει, «Στο Δημήτρη τον Βλάχο που είναι μέσα για ποινικά, μπορείς να του δώσεις κάτι;» (κανένα χασίσι θα ήτανε) και συνεχίζει, «…Κι εγώ, αν έχεις χαρτιά, σημειώσεις, τίποτα τέτοια, θα βοηθήσω…» (γιατί εμάς μάς ψάχνανε για χαρτιά, μάς τα παίρνανε, και μετά από καιρό μας τα δίνανε πίσω). Και της λέω «Εντάξει». Και τότε, με αγκαλιάζει και μου βάζει κάτι μέσα στην πλάτη, που δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήταν…

Νοέμβρης του 1967, ήταν όταν φτάσαμε στην Αίγινα… Κι αυτή η φυλακή ήταν μεσαιωνική: Πέτρες, σιδερένιες πόρτες.

Ένα κτίριο που είχε κτιστεί επί Καποδίστρια που πρώτα ήταν ορφανοτροφείο και μετά έγινε σχολείο. Είχε ένα βαρέλι με ένα μπουρί, που άλλοτε είχε ξύλα, κι άλλοτε δεν είχε, και η τουαλέτα –τούρκικη- ήταν μέσα στο θάλαμο που κοιμόμαστε και έπρεπε να πηγαίνουμε να παίρνουμε έναν κουβά νερό απ’ την αυλή που ήταν κλειδωμένα και άνοιγαν συγκεκριμένες ώρες. Οπότε αν κάποιος πήγαινε τη νύχτα για τουαλέτα ή είχε διάρροια …χαιρετίσματα το τι γινόταν μέσα στο θάλαμο.  Βγήκαμε δηλαδή από μια κανονική ζωή και βρεθήκαμε σ’ έναν Μεσαίωνα. Όλα ήταν μεσαιωνικά και πρωτόγονα.

Η 5η πτέρυγα ήταν για τους πολιτικούς κρατούμενους. Εμάς τους νέους όμως μας έβαζαν στους ποινικούς. Είχαν δύο θαλάμους που ήταν οι νέοι πολιτικοί κρατούμενοι και οι υπόλοιποι ήταν κατά κατηγορία, δολοφόνοι, κλέφτες, πρεζάκηδες, κι ένας θάλαμος ήταν με καταχραστές, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν χωροφύλακες. Τους έβαζαν κατά συνομοταξία.

Ήμασταν γύρω στα 15 με 18 άτομα στο θάλαμο. Εγώ κατά σύμπτωση, έπιασα μια γωνιά. Η γωνία είναι προνομιακή θέση, από την άποψη ότι δεν έχεις δίπλα σου έναν από δω κι έναν από κει, και μπορείς να ακουμπήσεις την πλάτη σου στον τοίχο.  Βέβαια είχε υγρασία, γι’ αυτό αποφάσισα κάποια στιγμή να κρεμάσω μια κουβέρτα.

Υπήρχαν κάποιοι στη φυλακή που είχαν τα μέσα, που επιτρεπόταν να έχουν σφυρί και καρφιά, κι αν τους έδινες πέντε τσιγάρα σου έκαναν αυτό που ήθελες. Εκεί πέρα το χρήμα ήταν τα τσιγάρα, εκτός από το κυλικείο που ήθελε λεφτά. Όλοι αυτοί που έκαναν αυτές τις δουλειές, όλοι κρατούμενοι ήταν, αλλά ανάλογα με τη συνεργασία που είχαν με τις Αρχές της φυλακής, έπαιρναν κάποια προνόμια…

Μας κοιτάζανε γενικά οι ποινικοί λίγο-πολύ με ένα είδος περιφρόνησης. Με ρώτησε ένας, «Τι κάνατε εσείς; Εγώ έχω σκοτώσει δύο!». Του λέω «Εμείς για τις ιδέες..». «Τί, για τις ιδέες;», μου λέει «… έλα μωρέ, τα δικά σας χρόνια είναι πληθωρικά… (δηλαδή εννοούσε εικονικά), ενώ εμείς θα τα εκτίσουμε όλα!».

Εκεί, λοιπόν, δίνω το πακετάκι που μου είχε δώσει η κοπέλα για τον Βλάχο, κι αυτός μου λέει, «Από τώρα γινόμαστε αδελφοί! Αυτό το πακέτο με σώζει!». Τον ρωτάω, «Τι είναι αυτό που σου έστειλε;». «Α…»μου λέει, «…δικό μου μυστικό».

Ήθελα να αποκτήσω μια γέφυρα, κι αυτό το μικρό πακετάκι που κουβάλαγα στην πλάτη μου, ήταν πολύτιμο. Κι ο Βλάχος ήταν και αρχηγός. Γιατί σε κάθε θάλαμο είχανε κι έναν αρχηγό, δηλαδή διαμορφώνανε κάποιου είδους συλλογικότητα για να επιβιώσουνε. Του προτείνω, λοιπόν, να κάνουμε τον Παμποινικό και τον Πανπολιτικό για να παίζουμε μπάλα (μας αφήνανε από τη φυλακή). Εντάξει, μου λέει, κι έτσι αρχίσαμε να παίζουμε βόλεϊ…

Μετά, επειδή το φαγητό που μας έδιναν δεν επαρκούσε, μας έστελναν κι από τα σπίτια μας. Γι’ αυτό εκεί που ήταν οι πρεζάκηδες τους πηγαίναμε, για παράδειγμα κονσέρβες με ροδάκινα και τέτοια, κι αυτοί μας δίνανε κανένα μπουτάκι αρνί. Υπήρχε και μια παράδοση αυτά τα φαγητά να τα βάζουμε σε ένα αρμάδι να είναι κοινά για όλους. Αλλά αυτό δεν γινόταν πάντοτε. Κάποιοι θέλανε το δικό τους, γι’ αυτό βάζανε τις κονσέρβες κάτω από το κρεβάτι τους για να τις φάνε κρυφά από τους άλλους. Κι αυτό γινόταν και σε μας.

Εκεί στη φυλακή, η πρώτη διέξοδος που είχαμε ήταν το διάβασμα, με βιβλία βέβαια που μας έφερναν οι δικοί μας στο επισκεπτήριο και τα περνάγανε από λογοκρισία. Αυτά τα βιβλία τα θεωρούσαμε κοινή βιβλιοθήκη και είχαμε βάλει και έναν κανόνα να μη τα σημειώνουμε. Αλλά έπρεπε να βρεις έναν τρόπο να διαβάζεις, γιατί δεν υπήρχε καρέκλα. Καθόσουν στο κρεβάτι σου, οπότε αυτό κατέστρεφε τη μέση, γιατί ήσουν σκυφτός συνέχεια και δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Ε, και βρίσκαμε διάφορους τρόπους, ή να είμαστε ξαπλωμένοι, ή να βάζουμε ένα μαξιλάρι στην πλάτη. Το ρίξαμε λοιπόν σε διαβάσματα σημαντικών βιβλίων, είχα την ευκαιρία να διαβάσω χοντρά βιβλία, χιλίων σελίδων, όπως του  Βλαντιμίρ Λόσκι, που ήταν -αν δεν κάνω λάθος- για την αρχαία Ελλάδα. Επίσης είχα διαβάσει σχεδόν όλους τους Ρώσους και τους Γάλλους κλασικούς. Οργανώσαμε και μαθήματα, ο καθένας μ’ αυτό που ήξερε, και κοιτάζαμε να έχουμε μια φυσιολογική ζωή όσο γίνεται, σε ένα χώρο κλειστό που δεν μπορούσες να βγεις ποτέ έξω.

Υπήρχαν μόνο κάποιες ώρες αυλισμού. Βγαίναμε 8 η ώρα το πρωί και μας έκλειναν κατά τη μία, και μετά μας έβγαζαν από τις 5 το απόγευμα μέχρι της 8. Οπότε κάναμε βόλτες πάνω – κατω, ή καθόμασταν στα σκαλοπάτια, με τους φίλους μας. Ειδική κακομεταχείριση στις φυλακές της Αίγινας δεν είχαμε, από την άποψη ότι όλες αυτές οι υποθέσεις είχαν –υποτίθεται- κλείσει, αν και υπήρχαν και περιπτώσεις που τους παίρνανε και τους ξαναπήγανε στην Ασφάλεια, γιατί βγαίνανε νέα στοιχεία.

Οι φύλακες ήταν μάλλον επαγγελματίες. Με τους ποινικούς φέρονταν διαφορετικά, αλλά σε μας αυτό που ‘λέγαν καμιά φορά, ήταν: «Τοίχο-τοίχο θα χτυπάτε το κεφάλι σας! Αλλάζει ο κόσμος; Όλοι μορφωμένοι άνθρωποι είσαστε, τι χωθήκατε; Χούντα είναι αυτή! Προσαρμοστείτε!».

Εν τω μεταξύ, ενώ τα πηγαίναμε καλά  και είχαμε καλές σχέσεις με τους ποινικούς -όσο μπορούσαμε- βρέθηκε κάποιος ηλίθιος από εμάς εκεί που παίζαμε βόλεϊ και λέει στον άλλον τον ποινικό ότι χτύπησε  το φιλέ. Και λέει ο ποινικός «Εγώ; Τον φιλέ;». Και τσακώνονται για τον φιλέ! Και γίνεται ένας καυγάς, που στο τέλος ο ποινικός ξηλώνει όλα τα δοκάρια του βόλεϊ, τα ρίχνει κάτω, και παύει το παιχνίδι. Τον πιάνω αυτόν από τους δικούς μας και του λέω «Φιλές- ξεφιλές, τι μας νοιάζει; Πρωτάθλημα είμαστε; Εδώ πέρα είναι να δημιουργήσουμε μια κοινότητα. Κι αυτό να έγινε, κάνε τα στραβά μάτια!». «Όχι!..» μου λέει, «…εγώ δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου!». Οπότε για έναν εγωισμό χάσαμε την κοινότητα, η οποία ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ξαναδημιουργηθεί και μετά παίζαμε μόνο μεταξύ μας και φτιάξαμε άλλες ομάδες, τους σωβρακοφόρους και τους σλιποφόρους!

Αυτός ο πολιτικός κρατούμενος, που έκανε τον καβγά, ξεκίνησε ως τροτσκιστής, αργότερα όταν βγήκε από τη φυλακή έκανε τον εκδότη και στην εξέλιξή του έβγαλε ένα περιοδικό το οποίο ήταν νεοχριστιανικό – πατριωτικό. Κατέληξε δηλαδή να είναι υπερπατριώτης, νεο-ορθόδοξος, και μάλιστα από τους πιο σκληρούς. Αλλά είχε τη νοοτροπία του εγωιστή, από τότε, που μας χάλασε μια κοινότητα – υποτυπώδη βέβαια.

Αλλά στη φυλακή ή θα αποκτήσεις σχέσεις με τους άλλους, ή θα είσαι στην απομόνωση. Δηλαδή όλοι, και οι ποινικοί και οι καταχραστές, άπαξ άπαντες, θέλουν να έχουν μία κοινότητα. Νομίζω ότι μόνο όταν έχουν συμφέροντα πλακώνονται μεταξύ τους, ή όταν είναι άνθρωποι που έχουν έναν ειδικό χαρακτήρα όπως ήταν αυτός ο δικός μας, που ήταν εγωιστής και δεν καταλάβαινε τι είναι φυλακή!

Στην φυλακή ήταν μαζί μου ο σκηνοθέτης, ο Λέων Λοΐσιος, ο Θέμης Μπανούσης ο εκδότης του Εξάντα, ήταν ο Πέτρος Δρίτσας καθηγητής Πανεπιστημίου στην Κρήτη σήμερα, και στο διπλανό κρεβάτι από μένα ήταν ο θεωρητικός κινηματογράφου, Βασίλης Ραφαηλίδης. Επίσης ήταν δύο Κύπριοι (αν θυμάμαι καλά ο ένας λεγόταν Δημητρίου) που ανήκαν στο κόμμα του Λυσαρίδη, σπουδάζαν στην Ελλάδα και ήταν υπέρ του ένοπλου αγώνα. Αυτά τα ονόματα είναι που μου έχουν μείνει. Και ήταν όλοι άνθρωποι που δεν τους ήξερα. Εκεί τους γνώρισα.

Με τον Ραφαηλίδη είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, λόγω θεάτρου, και κινηματογράφου, αλλά και με τον Λοΐσιο βέβαια, που ήταν από τους πρώτους κινηματογραφιστές στην Ελλάδα, ο οποίος ανήκε στη νέα γενιά σκηνοθετών μαζί με τον Αγγελόπουλο, τον Βούλγαρη, και άλλους, που δημιούργησαν τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Δείγμα γραφής δικό του ήταν η ταινία, Ψαράδες και ψαρέματα.

Ο Ραφαηλίδης, κάποια στιγμή, όπως ήταν και υγρή η φυλακή, έπαθε ένα κρυολόγημα. Η μάνα μου, μού είχε στείλει ένα βιξ για εντριβές, αλλά  ο Βασίλης δεν ήξερε τι είναι. Του λέω, θα σου κάνω μ’ αυτό μία εντριβή και θα σου κάνει καλό, και πηγαίνω από πάνω του και αρχίζω να τον τρίβω στην πλάτη (ήταν και τριχωτός, σαν αρκούδα ήτανε), και μου λέει, «ρε μαλάκα, θα μας δούνε οι ποινικοί και θα νομίζουν ότι με γαμάς!». Του λέω, «ρε Βασίλη, εδώ πέρα όλοι μας είμαστε στον πάτο της κοινωνίας. Είμαστε τα ρεμάλια. Πιο κάτω δεν έχει». Φυλακές εγκληματικές Αιγίνης, τρομοκράτες…

Μετά, δίνει το Δεκέμβρη του 1967, μια αμνηστία ο Παπαδόπουλος, αλλά μας κρατάνε ακόμα κανά δυο μήνες μέχρι να πάρει μπρος, και μετά μας δίνουν απολυτήριο. Μόλις βγαίνουμε από τις φυλακές, μας περίμενε η Αστυνομία, μας βάζουν χειροπέδες και μας ξαναγυρίζουν στην Ασφάλεια. Μείναμε κάτι μήνες σε πλήρη αβεβαιότητα, μέχρι που κάνανε μια επιλογή και τους νεότερους – που στην κατηγορία αυτή ανήκα και εγώ- τους υποχρέωσαν να δίνουν «παρών» δυο φορές την εβδομάδα στην Αστυνομία, ενώ τους μεγαλύτερους τους πήγαν στην εξορία. Άρα, λοιπόν, καμία αμνηστία…

Όταν βγήκαμε κάποιοι από τη φυλακή, είχαμε πρόβλημα στο να βρούμε δουλειά. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, διότι ο άλλος, φοβόταν να σε πάρει. Μέχρι που αποφασίζω να κάνω κοπάνα και να μην ξαναπάω στο αστυνομικό τμήμα, στο οποίο ήταν και πολύ μεγάλη η πίεση, γιατί δεν ήξερες αν θα σε κρατήσουνε ή αν θα σε αφήσουνε, χώρια που σε υποχρέωναν να περιμένεις έξω, δυο και τρεις ώρες.

Τότε ήμουν παντρεμένος. Η γυναίκα μου ήταν ηθοποιός και έπαιζε με τον Χατζηχρήστο. Οπότε φεύγω για την Κατερίνη, που ήταν μες στη λάσπη, τότε. Ο Χατζηχρήστος έπαιζε με έναν καλό θίασο, και ο ίδιος δεν είχε καμιά σχέση με  την εικόνα του μπακαλόγατου που βλέπαμε στις ταινίες. Ήταν ένας τζέντλεμαν, καλοντυμένος, με ένα ωραίο αυτοκίνητο, σαν σταρ του Χόλυγουντ. Και αριστερό παιδί, παντρεμένος με την Ντιριντάουα που ήταν ταγματάρχης του ΕΛΑΣ.

Εκεί έπαιζε και ο Παπαχρήστος, ο οποίος ήταν πρόεδρος του χουντικού σωματείου των ηθοποιών. Τον  φωνάζει μια μέρα ο Χατζηχρήστος και του λέει, ενώ ήταν όλος ο θίασος μπροστά: «Τι λες ότι δεν γίνονται βασανιστήρια; Ρώτα τον Περικλή να σου πει αν γίνονται!».  Και του απαντά αυτός, «Δεν γίνονται βασανιστήρια, ο Περικλής μπορεί να λέει ψέματα!». Με το που λέει «…μπορεί να λέει ψέματα», του λέει ο Χατζηχρήστος «μάζεψε τη βαλίτσα σου και φύγε». Κι αυτός τα μαζεύει και φεύγει, γιατί υπήρχε και μία ιεραρχία στο θέατρο. Μπροστά στο κύρος του Χατζηχρήστου δε μετρούσε ένας ατάλαντος ηθοποιός.

Οπότε μου λέει ο Χατζηχρήστος, θα παίξεις τους ρόλους του εσύ. Του λέω «Κύριε Χατζηχρήστο, αυτά τα έργα δεν τα ξέρω, έχω τελειώσει άλλη σχολή εγώ, πώς θα τα παίξω;». Μου λέει, «Θα τα παίξεις!». Κουβεντιάζω και με τη γυναίκα μου η οποία μου λέει ότι είναι προτιμότερο να γυρίζεις με το μπουλούκι παρά να σε κυνηγάνε οι μπάτσοι, και τότε πάω και του λέω, «Υπάρχει κανένα κείμενο να μάθω;» Μου λέει, «Όχι, θα στα λέω εγώ»!  Βγαίνω στη σκηνή λοιπόν χωρίς να ξέρω λέξη, ούτε και ποιο έργο ήτανε! Μου σφύριζε μια ατάκα και μετά αυτοσχεδίαζα. Αυτή ήταν η παλιά μέθοδος του μπουλουκιού. Ίσως αυτό ήταν το πρώτο μου μάθημα για να γίνω θεατρικός συγγραφέας.

Έτσι, πέρασε ένα διάστημα και τότε μου έγινε η πρόταση να καταθέσω στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα βασανιστήρια. Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι, εν τω μεταξύ τότε, το 1969 όλα ήτανε νεκρά, οπότε δίνω μια συνέντευξη στην αγγλική εφημερίδα Sun (η οποία τότε ήταν αριστερή εφημερίδα, και τώρα είναι του Μέρντοχ, κίτρινος Τύπος του κερατά) και λέω του δημοσιογράφου -μέσω Αμαλίας Φλέμινγκ- να αλλάξει τα στοιχεία της ιστορίας μου, αλλά εκείνος τα  δίνει επακριβώς και έτσι τα μεταδίδει το BBC σε αγγλική μετάφραση. Οπότε εδώ στην Ελλάδα κινδυνεύω να με πιάσουν. Επειδή είχα συνεχώς το φόβο ότι μπορεί να γίνει σύλληψη, έριχνα έξω από την πόρτα αλεύρι που φαινόταν σα σκόνη, σα να ήταν ασκούπιστα. Και μια μέρα βλέπω έξω 10-20 πατημασιές, και λέω… χαιρετίσματα. Την κοπάνησα, κρύφτηκα ένα διάστημα και μετά βρήκα μια άκρη με ένα πλαστό διαβατήριο για να πάω στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Και εδώ τελειώνει η περιπέτεια της Ελλάδας. Γύρισα πίσω, όταν πια είχε πέσει η χούντα.

Με την κατάθεση μου η Ελλάδα καταδικάζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό δημιουργεί ένα δεδικασμένο στο Διεθνές Δίκαιο και ο ΟΗΕ παίρνει την απόφαση και νομοθετεί διεθνώς ότι η χώρα που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα αποβάλλεται από διεθνείς οργανισμούς.  Καταδικάστηκε, λοιπόν, και διώχτηκε η χούντα της Ελλάδας, οπότε από αυτό ξεκίνησε πολύ μεγάλη δίκη εναντίον της. Ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία αυτό. Πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην ουσία τότε απομονώνεται διεθνώς η χούντα.

Στη συνέχεια βγάζω τους Ανθρωποφύλακες, που ήταν η εμπειρία μου με τους βασανισμούς και η μαρτυρία μου σε αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και επιπλέον το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε εναντίον της χούντας. Πρόσφατα που τακτοποιούσα το αρχείο μου είδα πως είχε πάνω από 300 κριτικές και παρουσιάσεις στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου. Οπότε η κοινή γνώμη στράφηκε οριστικά εναντίον της χούντας κι αυτό επηρέασε τις κυβερνήσεις.

Αλλά η αντίσταση στη χούντα ήταν γενικά αναιμική. Εκτός από τη «Νομική» και το «Πολυτεχνείο», δεν είχαμε τίποτε άλλο. Υπήρχαν πρωτοβουλίες ομάδων, που περνούσαν βασικά απαρατήρητες. Εκτός από κάτι βόμβες που βάζανε κάτι Κεντρώοι συνήθως, κάτι Δεξιοί, σοσιαλιστές και τέτοια, γιατί η κλασική αριστερά του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού δε βάζανε βόμβες, εκτός από παρακλάδια που είχαν διαχωρίσει τη θέση τους, όπως η ομάδα ΑΡΗΣ που είχε προέλευση από το ΚΚΕ εσωτερικού.

Στην Αίγινα  ήμουν 5-6 μήνες. Κι άλλους τόσους Ασφάλεια και Αβέρωφ. Μετά τους βασανισμούς. ήμουνα καταπονημένος, αλλά είχα το αντίδοτο ότι ήμουν νέος, εικοσιέξι χρονών. Οπότε αν είσαι νέος δε χαμπαρίζεις και πολλά πράγματα. Μετά έρχονται οι συνέπειες, ύστερα από δεκαετίες. Έχω πέντε σπόνδυλους μετατοπισμένους, τρεις στο σβέρκο και δύο στη μέση, που δεν γίνεται τίποτα. Δηλαδή πονάς και πρέπει να είσαι συνέχεια με ειδικές γυμναστικές και φυσικοθεραπείες.

Υπάρχουν και τα ψυχολογικά τραύματα, που είναι τα χειρότερα. Μάλιστα με πρωτοβουλία ενός εκ των δικηγόρων που ήταν υπερασπιστής μας και μετά υπουργός Δικαιοσύνης στη Δανία, δημιουργήθηκαν Κέντρα Αποκατάστασης Βασανισθέντων που εκτός από τη σωματική, δίνουν κυρίως ψυχολογική βοήθεια. Γιατί όλο αυτό επανέρχεται στον ύπνο σου. Δηλαδή, αυτό, δεν έγινε και το ξέχασες… το εσωτερικοποιείς, οπότε το ξαναζείς αρκετές φορές. Διαταράσσεται ο ψυχικός κόσμος και σε συνδυασμό με το πώς έχει μεγαλώσει κανείς, πολλές φορές σε τρελαίνει! Ξέρω αρκετούς που κατάντησαν αλκοολικοί, γιατί δεν είχαν βοήθεια. Εμείς δεν είχαμε βοήθεια όταν βγήκαμε από τη φυλακή. Και αυτά θέλουν ειδική θεραπεία… Στην ουσία, συνεχίζεις να καταστρέφεις ο ίδιος τον εαυτό σου μη μπορώντας να πάρεις μια ανάσα. Άλλοι έχουν αυτοκτονήσει… Υπάρχει και παγκόσμια βιβλιογραφία πάνω σε αυτά τα θέματα. Πήγα κι εγώ σε ένα κέντρο αποκατάστασης βασανισθέντων. Αυτό βοήθησε. Ε, και μετά βοήθησε η ψυχανάλυση. Καμιά δεκαριά χρόνια ψυχανάλυση.

Αυτό που μου έμεινε από τις φυλακές της Αίγινας,  είναι ότι τελικά, σε συνθήκες εγκλεισμού, σε συνθήκες μεσαιωνικές, μπορείς να δημιουργήσεις μια ανθρώπινη εστία, να είσαι καλά, και επίσης μπορείς να βελτιώσεις τις γνώσεις σου, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.

Υπάρχει ένα σύνθημα που αναφέρω και στους Ανθρωποφύλακες, που πρέπει να έχει βγει από τη σοφία των πολιτικών κρατουμένων, που λέει: Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαϊ σου, διάβαζε πολύ. Γιατί αν μισείς το κελί σου κάνεις τη ζωή σου ανυπόφορη. Αν δεν τρως ό,τι σκατά και να σου δίνουνε, αδυνατίζεις. Και το διάβασμα, είναι μια απόδραση!».