Την απαλλαγή της διοίκησης του Παπάφειου Ιδρύματος Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του οποίου είναι ο Μητροπολίτης Άνθιμος, από κάθε κατηγορία αναφορικά με φερόμενη συγκάλυψη υπόθεσης βιασμού ανήλικου τροφίμου από άλλους τροφίμους, προτείνει εισαγγελέας προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Την τελική απόφαση θα πάρει το δικαστικό συμβούλιο.

Ads

H υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Οκτώβριο προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.

Το 7χρονο τότε παιδί φέρεται να είχε καταγγείλει τον βιασμό του από μεγαλύτερο τρόφιμο του ιδρύματος το 2012, αλλά η κακοποίηση θα έμενε στην αφάνεια αν δεν βιαζόταν άλλες δύο φορές και δεν κατέληγε στο νοσοκομείο. Η διεύθυνση του «Παπαφείου» αρχικά αντιμετώπισε το περιστατικό σαν να μη συνέβη ποτέ, προσπαθώντας να κουκουλώσει την υπόθεση για να μην αμαυρωθεί το όνομα του ιδρύματος και, παρότι η κοινωνική λειτουργός του ιδρύματος είχε ενημερώσει τη διοίκηση, χρειάστηκε να περάσουν αρκετές ημέρες ώσπου να ενημερωθεί ο αρμόδιος εισαγγελέας.

Για τη σεξουαλική κακοποίηση του μικρού αγοριού παραπέμφθηκαν ήδη να δικαστούν σε Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων συνολικά έξι ανήλικοι. Η δίκη αναβλήθηκε πρόσφατα λόγω της πανελλαδικής αποχής των δικηγόρων.

Ads

Η διοίκηση και ο διευθυντής κατηγορούνται ότι κράτησαν κρυφή αναφορά κοινωνικής λειτουργού για τον βιασμό μικρού αγοριού από ανήλικους, που έγινε τον Μάρτιο του 2012, μέσα στο «Παπάφειο», προκειμένου να μην θιγεί το όνομα του Ιδρύματος.

Από την αρχική δικαστική έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτουν ποινικά επιλήψιμες πράξεις και προτάθηκε η αρχειοθέτηση της δικογραφίας, εισήγηση -όμως- που δεν εγκρίθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, ενώ ζητήθηκε να ασκηθούν ποινικές διώξεις σε βάρος των διοικούντων, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται κι ο Μητροπολίτης Άνθιμος ως προεδρεύων του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος.

Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, όπως έγινε γνωστό, στην πρόταση που υποβλήθηκε τώρα προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, η αντεισαγγελέας πρωτοδικών Αναστασία Καλαϊτζή εισηγείται την απαλλαγή των εμπλεκόμενων προσώπων από τις σε βάρος τους αποδιδόμενες πράξεις. Κατά πληροφορίες, στο σκεπτικό της -μεταξύ άλλων- αναφέρει ότι δεν στοιχειοθετούνται οι κατηγορίες κι ότι οι διωκόμενοι προέβησαν σε όλες τις προβλεπόμενες ενέργειες μόλις έλαβαν γνώση του πρώτου περιστατικού.

Υπενθυμίζεται ότι σε ανακοίνωση που εκδόθηκε τον περασμένο Οκτώβριο κι ενώ είχε αποκαλυφθεί η υπόθεση με δημοσίευμα της εφημερίδας «Μακεδονία», οι επικεφαλής του Ιδρύματος απέρριπταν την κατηγορία περί προσπάθειας «κουκουλώματος» του περιστατικού.