Σε σχεδόν μισό εκατομμύριο υπολογίζει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας τις θέσεις πλήρους απασχόλησης που χάθηκαν στην Ελλάδα μέσα στο 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ,

Ads

Ειδικότερα, η ΔΟΕ μέτρησε την συνολική απώλεια εργάσιμων ωρών στην Ευρωζώνη και την αντιστοίχισε σε θέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,6% μέσα στο 2020,  ποσοστό που ισούται με 492,9 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης.

image

Το ΙΝΕ σημειώνει, ότι η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.

Ads

image

Εκτιμά, δε, ότι η πανδημία ήταν η αφορμή και όχι η αιτία της παραπάνω εργασιακής «λεηλασίας». «Ειδικότερα στη χώρα μας, οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης έχουν αναδείξει την ευθραυστότητα και τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα του αναπτυξιακού υποδείγματος της οικονομίας, καθώς και τις λανθασμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών στις σφαίρες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην κατεύθυνση της παραγωγικής αναδόμησης και της ισχυροποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών» αναφέρει το Ινστιτούτο και προσθέτει: «Η αξιολόγηση των στατιστικών δεδομένων δείχνει ότι η καταβύθιση της οικονομίας έχει επιφέρει σοβαρό αντίκτυπο στην ευάλωτη, ύστερα από μία δεκαετία λιτότητας και απορρύθμισης, αγορά εργασίας.

Την ίδια στιγμή η αβεβαιότητα των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών και η ευθραυστότητα της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί ανησυχία για την προοπτική ανάκαμψης της αγοράς εργασίας και την περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων. Οι σημαντικές απώλειες σε ώρες εργασίας και η μείωση των εισοδημάτων δημιουργούν συνθήκες περαιτέρω αύξησης του ποσοστού εργασιακής φτώχειας (…) Πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι η ανθεκτικότητα και η ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από την πλήρη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και των εισοδημάτων.».

Το Ινστιτούτο εκτιμά επίσης, ότι η επιδότηση των εργαζομένων που βρίσκονται σε αναστολή, «βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με τη μείωση των ωρών εργασίας», ενώ οδήγησε σε μείωση εισοδημάτων. Αυτό συνέβη «λόγω περιορισμένης επιδοτούμενης αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος από την αναστολή των συμβάσεων εργασίας. Η μείωση των εισοδημάτων αύξησε τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας για τους χαμηλότερα αμειβόμενους».

Ειδικά για την Ελλάδα, η οποία το 2019 ήταν ανάμεσα στις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, «το εύρημα αυτό αποτυπώνει το υψηλό ρίσκο της πολιτικής επιλογής της αναστολής των συμβάσεων εργασίας ως προς την προστασία του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, η επιλογή αυτή οδήγησε σε μείωση των εισοδημάτων και σε περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου πολλών εργαζομένων με την, προς το παρόν, ελπίδα διατήρησης της θέσης εργασίας στη μετά την πανδημική κρίση περίοδο.».

Σε ό,τι αφορά στην ανεργία, το ΙΝΕ τονίζει ότι «η τρέχουσα εκτίμηση του ποσοστού ανεργίας δεν αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας και τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19» διότι «δεν καταγράφονται οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή για πάνω από τρεις μήνες ή που λαμβάνουν εισόδημα μικρότερο του 50% του μισθού τους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στους οικονομικά μη ενεργούς».

image

Ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών και αποθήκευσης παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και μεταβλητότητας.

image

Με εξαίρεση το γ’ τρίμηνο του 2020, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά (από 34,4% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 39,4% το β’ τρίμηνο του 2020 και 37% το δ’ τρίμηνο του ίδιου έτους). Αντιθέτως, το ποσοστό ανεργίας στη μεταποίηση παρουσιάζει βελτίωση αν και οριακή (μείωση κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019). Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κλάδος της μεταποίησης εξακολουθεί και παράγει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανέργων, το οποίο κινείται σταθερά άνω του 10%, όταν στους άλλους κλάδους το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 7%.

Οι νέοι από 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών χτυπήθηκαν περισσότερο από την ανεργία. Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά. «Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης. Το γ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων αυτών ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (19%)» σημειώνει το ΙΝΕ.

image

Μεγαλύτερες από τις επίσημες μεταβολές του ποσοστού ανεργίας ήταν οι μεταβολές στις αποδοχές των εργαζομένων. «Στην πλειονότητα των κρατών-μελών η μεταβολή είναι αρνητική. Σε άλλες περιπτώσεις είναι θετική. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι πράγματι αυξήθηκαν οι μισθοί, αλλά ότι μειώθηκε η απασχόληση των χαμηλόμισθων με συνέπεια να αυξάνεται ο μέσος μισθός για το σύνολο της οικονομίας» σχολιάζει το Ινστιτούτο. Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.

Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο.