Το σκεπτικό του νομοσχεδίου που μετατρέπει το σύστημα της επικουρικής σύνταξης από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό ανέπτυξε στο tvxs.gr ο αρμόδιος υφυπουργός, Παναγιώτης Τσακλόγλου. Απαντώντας στις ερωτήσεις μας, ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης προσπάθησε να αποδομήσει την κριτική που ασκείται στο νομοσχέδιο από μελετητές και ακαδημαϊκούς, προβάλλοντας μια αισιόδοξη εκδοχή υλοποίησης του νέου αυτού συστήματος.

Ads

O κ. Τσακλόγλου υπεραμύνεται του ακαταδίωκτου για τα μέλη του ΔΣ του νέου Ταμείου (ΤΕΚΑ), λέγοντας ότι το νομοσχέδιο δεν καλύπτει τους διαχειριστές των «ατομικών κουμπαράδων» σε περίπτωση βαριάς αμέλειας ή δόλου και σχετικά με τις 18 χώρες που  είχαν υιοθετήσει και τελικά εγκαταλείψει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δε θα κάνει τα λάθη που εκείνοι διέπραξαν.

«Ακόμη και τη διεύρυνση των ανισοτήτων μπορεί να αμβλύνει αυτή η μεταρρύθμιση», υποστηρίζει στο tvxs.gr ο υφυπουργός, επικαλούμενος τον Γάλλο οικονομολόγο Τομά Πικετί!

Ακολουθεί η συνέντευξη με τον υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης, Παναγιώτη Τσακλόγλου

Ads

Εφόσον οι ονομαστικές εισφορές των ασφαλισμένων είναι εγγυημένες από το κράτος, γιατί να μην επιλέξουν όλοι το επιθετικό επενδυτικό προφίλ;

Επιτρέψτε μου μια διευκρίνιση: η εγγύηση αφορά στην πραγματική αξία των εισφορών, όχι την ονομαστική.  Αυτό σημαίνει ότι το κράτος εγγυάται ότι, σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η πορεία των επενδύσεων των ατομικών λογαριασμών («κουμπαράδων»), ότι ο ασφαλισμένος θα λάβει ως παροχή μέσω της σύνταξής του τουλάχιστον τις εισφορές που έχει καταβάλλει σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Δηλαδή το κράτος προσφέρει πλήρη προστασία των εισφορών από τον πληθωρισμό.

Πάντως, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η εμπειρία άλλων χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα λειτουργούν εδώ και δεκαετίες, δείχνει ότι οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων είναι κατά κανόνα πολύ καλές και αρκετά υψηλότερες από τον πληθωρισμό. Επομένως, εκτιμώ ότι, στην πράξη, είναι μάλλον απίθανο να ενεργοποιηθεί αυτή η εγγύηση. 

Όπως γνωρίζετε, οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν τα κεφάλαια που θα σωρεύονται στους ατομικούς λογαριασμούς τους σε τρία διακριτά χαρτοφυλάκια κλιμακούμενου επενδυτικού κινδύνου: στο «αμυντικό», το «ισορροπημένο» και το «επιθετικό».  Όλα θα είναι κατάλληλα σχεδιασμένα για το μέσο ασφαλισμένο, όχι για τζογαδόρους! Και θα ακολουθούν τη δομή κύκλου ζωής, δηλαδή το επίπεδο επενδυτικού κινδύνου θα μειώνεται καθώς ο ασφαλισμένος πλησιάζει στην ηλικία συνταξιοδότησης και μειώνεται ο χρονικός ορίζοντας των επενδύσεων.

Το ισορροπημένο θα έχει τον χαρακτήρα του default, δηλαδή σε αυτό θα ταξινομούνται αυτόματα οι ασφαλισμένοι που δεν ενδιαφέρονται να ακολουθήσουν δική τους προσωπική επενδυτική στρατηγική.  Όσοι επιλέξουν να ακολουθήσουν προσωπική επενδυτική στρατηγική, πιθανότατα θα επιλέγουν – και θα έχουν τη δυνατότητα αλλαγής σε τακτά χρονικά διαστήματα – το χαρτοφυλάκιο τους ανάλογα με την εκτίμησή τους για την πορεία των αγορών.

Προφανώς, θα υπάρχουν περιορισμοί στη συχνότητα αλλαγής του χαρτοφυλακίου, ώστε να μην γίνεται κατάχρηση ή επιπόλαια χρήση αυτής της δυνατότητας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Ταμείο θα συμβουλεύει και θα προτρέπει τους ασφαλισμένους που δε γνωρίζουν ή δεν έχουν το χρόνο και τα μέσα να παρακολουθούν τις αγορές, να επιλέξουν το default χαρτοφυλάκιο και να παραμείνουν σε αυτό.

Εφόσον οι ονομαστικές εισφορές των ασφαλισμένων είναι εγγυημένες από το κράτος, γιατί η κυβέρνηση προωθεί το ακαταδίωκτο για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΑ; Υπάρχει λογικός άνθρωπος που θα κινηθεί δικαστικά εναντίον του ασφαλιστικού του φορέα εφόσον οι εισφορές του είναι εγγυημένες;

Πιστεύετε ειλικρινά ότι θα σχεδιάζαμε και θα αναρτούσαμε σε δημόσια διαβούλευση ένα νόμο για την κοινωνική ασφάλιση, βασικό πυλώνα άσκησης κοινωνικής πολιτικής, που θα εισήγαγε το ανεύθυνο και την ατιμωρησία, όπως υπαινίσσεστε; Αξίζει να μελετήσετε προσεκτικά το νόμο για να δείτε με ποιους τρόπους θωρακίζουμε το Ταμείο από κάθε είδους πολιτικές (και μη) παρεμβάσεις. Η θωράκιση αυτή στηρίζεται στις καλές πρακτικές ευρωπαϊκών χωρών με ζηλευτό κράτος πρόνοιας και στις αρχές χρηστής διακυβέρνησης ασφαλιστικών ταμείων.  Στο άρθρο 19 του σχεδίου νόμου ρυθμίζεται σαφώς το εύρος τόσο της ποινικής όσο και της αστικής ευθύνης των μελών της Διοίκησης του Νέου Δημόσιου Ταμείου (ΤΕΚΑ), που θα ιδρυθεί για να διαχειρίζεται και να επενδύει τις εισφορές των ασφαλισμένων.

Η φύση και το αντικείμενο του Ταμείου επιβάλλουν διαφάνεια, λογοδοσία και ισχυρή εποπτεία.  Είναι άλλο αυτό και άλλο η ποινικοποίηση της καθημερινής λειτουργίας του Ταμείου. Φυσικά και διώκονται τα μέλη του Δ.Σ. εάν ενήργησαν με δόλο ή βαριά αμέλεια, ή με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτο παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψουν το Δημόσιο ή άλλον, καθώς και εάν παραβίασαν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η πρόβλεψη αυτή είναι, μάλιστα, αυστηρότερη από παρεμφερείς ρυθμίσεις που ισχύουν στην ελληνική νομοθεσία, όπως αυτές που ισχύουν με βάση τον ν.  4389/2016 για την Α.Α.Δ.Ε., οι οποίες προστατεύουν τα όργανα της Αρχής ακόμη και εάν συντρέχει βαριά αμέλεια.

Η ανοιχτή διαδικασία επιλογής της Διοίκησης του Ταμείου, το εύρος της ευθύνης των μελών του Δ.Σ. και η κρατική εγγύηση που υπάρχουν στο νόμο, είναι αυτοτελείς και παράλληλες δικλείδες ασφαλείας τόσο για τον ασφαλισμένο, όσο και για το δημόσιο συμφέρον. Η Ελλάδα δεν είναι “μπανανία”. Είμαστε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου και η αρχή της νομιμότητας διέπει κάθε πτυχή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.

image

Για την κάλυψη του κόστους μετάβασης που εσείς εκτιμάτε σε 56 δισ.  ευρώ ενώ αναλυτές το υπολογίζουν έως και 80 δισ, έχετε δηλώσει ότι θα καλυφθεί κατά 50 δισ.  ευρώ από το «μέρισμα ανάπτυξης». Ενώ τα τελευταία 12 χρόνια η ευαλωτότητα της ελληνικής οικονομίας απέναντι σε κάθε είδους κρίσεις έχει γίνει κάτι παραπάνω από εμφανής, δεν είναι αδύναμο το επιχείρημα ότι το κόστος μετάβασης θα καλυφθεί από το «μέρισμα ανάπτυξης»; Αν στα 40 χρόνια ωρίμανσης του συστήματος προκύψουν έτη με ύφεση; Σε αυτή την περίπτωση δε θα υπάρξει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους; Σε αυτή την περίπτωση, ο προϋπολογισμός, δηλαδή οι φορολογούμενοι, δε θα έχουν να σηκώσουν επιπλέον βάρη;

Θέσατε πολλά θέματα, θα απαντήσω σε όλα με τη σειρά:

Στο πρώτο ερώτημά σας, παρακαλώ σημειώστε ότι δεν εκτιμούμε εμείς κόστη και οφέλη αλλά αναφερόμαστε στα αποτελέσματα της Αναλογιστικής Μελέτης -56 δις. € ακαθάριστο κόστος μετάβασης σε βάθος 50ετίας- και της Μελέτης Μακροοικονομικών Επιπτώσεων της μεταρρύθμισης -6 δισ. € καθαρό κόστος μετάβασης, αν συνυπολογίσουμε τη θετική έμμεση επίδραση της μεταρρύθμισης στα δημοσιονομικά έσοδα. 

Για να μην υπάρχει μάλιστα παρανόηση και δημιουργείται σύγχυση στους αναγνώστες σας, ας αποσαφηνίσουμε και το εξής: το μέρισμα ανάπτυξης, στο οποίο αναφερθήκατε, δεν συνδέεται με τις απόλυτες αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αλλά με τις σχετικές.  Δηλαδή πόσο καλύτερες θα είναι οι επιδόσεις της οικονομίας χάρις στη μεταρρύθμιση, χάρις στα σωρευμένα στους κουμπαράδες αποθεματικά κεφάλαια που θα επενδυθούν εντός της Ελλάδας προσφέροντας ώθηση στην παραγωγικότητα, περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερη ανάπτυξη και περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα από φόρους και εισφορές.  Ακόμα και σε μια «κακή» χρονιά, οι επιδόσεις της οικονομίας θα είναι καλύτερες αν διαθέτουμε 100 βιομηχανίες ή 100 τουριστικές μονάδες περισσότερες, αν τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί στον παραγωγικό ιστό και στις υποδομές αυτής της χώρας είναι περισσότερα.

Μάλιστα, κατά την εκτίμησή μου, η επίδραση της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, στα δημοσιονομικά έσοδα θα είναι ισχυρότερη από αυτή που εκτιμά η σχετική μελέτη. Αυτό οφείλεται στο ότι σε αυτήν δεν έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις των ισχυρών αντικινήτρων για «μαύρη» ανασφάλιστη εργασία που δημιουργεί το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, ούτε η επίδραση της «εμβάθυνσης» της ελληνικής αγοράς κεφαλαίου που θα προκύψει ως αποτέλεσμα των επενδύσεων του νέου Ταμείου (ΤΕΚΑ).

Όσον αφορά στην ευαλωτότητα της οικονομίας, μα ακριβώς επειδή η οικονομία είναι ευάλωτη οφείλουμε να τη θωρακίσουμε και να την εμβολιάσουμε με αναπτυξιακές μακροπρόθεσμες πολιτικές. Και αυτό κάνουμε. Προχωρούμε σε μια μεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό που υλοποιείται σταδιακά, με μεγάλο χρόνο ωρίμανσης. Έχουμε την πολυτέλεια να την εφαρμόζουμε σταδιακά, γιατί την ξεκινάμε εγκαίρως. Η εναλλακτική είναι η αδράνεια, να μην κάνουμε τίποτα, να αφήνουμε τα προβλήματα να σωρεύονται και να διογκώνονται μέχρι το αναπόφευκτο: απότομες επώδυνες «μεταρρυθμίσεις» με θύματα στρατιές συνταξιούχων και ασφαλισμένων – θύματα της δικής μας αδράνειας.

Επειδή ο χρόνος ωρίμανσης είναι μακρύς, το όποιο κόστος της μεταρρύθμισης απλώνεται σε μια 50ετία. Σκεφτείτε, αναλογικά, το κόστος αγοράς κατοικίας μέσω στεγαστικού δανείου. Το κόστος αγοράς μιας κατοικίας και φαίνεται και είναι δυσανάλογα υψηλό για τα ετήσια εισοδήματα ενός νοικοκυριού. Μοιρασμένο όμως σε 360 μηνιαίες δόσεις ενός 30ετούς στεγαστικού δανείου η εικόνα αλλάζει. Οι 12 μηνιαίες δόσεις αντιστοιχούν στο ετήσιο ακαθάριστο κόστος αγοράς της κατοικίας.

Το καθαρό κόστος είναι ό,τι απομένει, αν από τη δόση του δανείου αφαιρεθεί το κόστος του ενοικίου που εξοικονομεί το νοικοκυριό. Κι εδώ, όπως και στη μεταρρύθμιση, το καθαρό κόστος είναι πολύ μικρότερο. Και σε 30 χρόνια που ολοκληρώνεται ο κύκλος, δεν υφίσταται πια αυτό το μικρό σχετικά κόστος αλλά το μόνιμο όφελος μένει, είτε μιλάμε για την ιδιοκτησία της κατοικίας, είτε, όπως στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, για καλύτερες συντάξεις στις επόμενες γενιές.

Εν κατακλείδι, οφείλουμε να βλέπουμε το κόστος στη σωστή του διάσταση και μέγεθος.  Όχι να αθροίζουμε 100ετίες και να αγνοούμε τα αναπτυξιακά και δημοσιονομικά οφέλη για να δημιουργούνται παραπλανητικές εντυπώσεις. Διαφορετικά χάνεται η ουσία της πολιτικής μέσα σε αριθμητικούς ακροβατισμούς.

Στην Ελλάδα το 2012 εφαρμόστηκε το PSI, δηλαδή στην Ελλάδα υπάρχει προηγούμενο όπου το ίδιο το κράτος κούρεψε τοποθετήσεις ασφαλιστικών ταμείων στα ίδια του τα ομόλογα.  Με αυτό το δεδομένο, και γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωζώνης, δε διαθέτει ούτε νομισματική, ούτε τραπεζική αυτονομία, πώς μπορεί ο ασφαλισμένος να νιώθει σίγουρος ότι δε θα χαθούν οι εισφορές του στην πορεία;

Να ξεκινήσω υπενθυμίζοντας ότι η χώρα μας και η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τεράστια οικονομική στήριξη στη δοκιμαζόμενη λόγω της πανδημίας κοινωνία, ακριβώς επειδή είχε το προνόμιο να συμμετέχει στη νομισματική ένωση του ευρώ. Και μπορεί, χάρη στην νομισματική ένωση, να αντλεί άφθονη ρευστότητα με μηδενικά επιτόκια μέσα στην πιο δεινή παγκόσμια οικονομική κρίση που έφερε η πανδημία.  

Όσο για την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπως γνωρίζετε, τα δημόσια ταμεία άδειασαν καθώς τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα από εισφορές μειώθηκαν λόγω της βαθιάς ύφεσης.  Οι δύο πυλώνες χρηματοδότησης των συντάξεων, τα έσοδα από φόρους & εισφορές υποχώρησαν δραστικά και ήταν αδύνατον να διατηρήσουμε το ύψος των συντάξεων.  Στο ίδιο διάστημα, βέβαια, οι συνταξιούχοι του Καναδά κατέχοντας μέσω του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, μεγάλο μέρος του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, είδαν τα έσοδά τους από το ΔΑΑ να αυξάνονται παρά την ελληνική δημοσιονομική κρίση.

Αυτό το παράδειγμα εξηγεί τι επιτυγχάνουμε με τη μεταρρύθμιση και γιατί οι ασφαλισμένοι πρέπει να αισθάνονται πιο ασφαλείς για τις εισφορές τους. Διότι με την εισαγωγή της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης διαφοροποιούμε τις πηγές εισοδημάτων των συνταξιούχων, μειώνοντας την εξάρτηση από το δημογραφικό αλλά και το δημοσιονομικό κίνδυνο. Ένα μέρος των εισοδημάτων τους δεν εξαρτάται πια από την ταμειακή ευχέρεια και τα ταμειακά αδιέξοδα του δημόσιου Ταμείου.

Σε ό,τι αφορά δε την ανασφάλεια για τις αποδόσεις των εισφορών που επενδύονται στις χρηματαγορές, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω ένα καθησυχαστικό δημόσιο επενδυτικό success story. Στον απόηχο της χρηματιστηριακής κρίσης του 1999, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δημιουργήθηκαν δύο κρατικές εταιρείες με κύριο σκοπό την ασφαλή, επαγγελματική διαχείριση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων: η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ και η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών. Και οι δύο αυτές εταιρείες αξιοποίησαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων με τρόπο βέλτιστο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών, την περίοδο 2003-2020 η απόδοση που πέτυχε η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ στα κεφάλαια που της εμπιστεύθηκαν τα ασφαλιστικά Ταμεία ήταν 113%, ενώ το Μεικτό Αμοιβαίο Κεφάλαιο Εσωτερικού της ΑΕΔΑΚ την ίδια περίοδο είχε απόδοση 146%.  Αν αφαιρέσουμε την επίδραση του πληθωρισμού, οι πραγματικές σωρευτικές αποδόσεις τους ήταν 67% και 93% και οι πραγματικές ετήσιες αποδόσεις τους ήταν 2,9% και 3,7% αντιστοίχως.  Ειδικά η περίπτωση του μεικτού Α/Κ της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον.

Διότι το εν λόγω Α/Κ επένδυε τα κεφάλαια του ΕΦΚΑ αποκλειστικά σε ελληνικά αξιόγραφα (κυρίως μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών & σε κρατικά ομόλογα), στην πιο δύσκολη περίοδο για την ελληνική οικονομία.  Στο ίδιο διάστημα, 2003-2020, το ελληνικό Χρηματιστήριο υποχώρησε περισσότερο από 50% και τα κρατικά ομόλογα κουρεύτηκαν.  Και όμως, σε μακροπρόθεσμη βάση, επιτεύχθηκαν θετικές και υψηλές αποδόσεις προστατεύοντας τις εισφορές των ασφαλισμένων από τις βίαιες διακυμάνσεις των ελληνικών αγορών. 

Και οι δύο εταιρείες χαρακτηρίζονται από τον επαγγελματισμό τους. Σε αυτό το πρότυπο, με ακόμη υψηλότερες προδιαγραφές καλής διακυβέρνησης, επάρκειας και επαγγελματικής διαχείρισης, οικοδομείται το νέο Ταμείο.  Γνωρίζοντας όμως ότι επιτυχίες σαν της ΑΕΔΑΚ και της ΕΔΕΚΤ έχουν λάβει ελάχιστη δημοσιότητα, ενώ την ίδια στιγμή στο δημόσιο διάλογο δεκαετίες τώρα υπάρχει μια έντονη τάση δαιμονοποίησης και δυσφήμησης της έννοιας της επένδυσης που έχει σαν αποτέλεσμα καλλιεργήσει ανασφάλεια στο μέσο πολίτη, για αυτό έχουμε εισάγει και την πρόνοια της εγγύησης των εισφορών. Ο πολίτης δεν έχει απολύτως κανένα λόγο να ανησυχεί ότι θα χαθούν οι εισφορές του.

Υποστηρίζετε ότι παρόμοια συστήματα εφαρμόζονται στις σκανδιναβικές χώρες.  Το γεγονός ότι τα συστήματα αυτά εδραιώθηκαν σε περιόδους αλματώδους ανάπτυξης του καπιταλισμού ενώ τώρα στην Ευρώπη οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλοί, δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος; Ειδικά στην Ελλάδα των διαδοχικών κρίσεων;

Η εμπειρία της Σουηδίας λέει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που ισχυρίζεστε.  Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ένα απόσπασμα από μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση της Σουηδίας στα μέσα της δεκαετίας του 90 (Edward Palmer 30.6.2000):

«Το παλαιό σύστημα σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1950 σε ένα οικονομικό περιβάλλον με πραγματική ανάπτυξη 4 τοις εκατό και πολύ χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής. Καθώς ο ρυθμός αύξησης των κατά κεφαλήν μισθών επιβραδύνθηκε κατά μέσο όρο σε περίπου 2 τοις εκατό και η αύξηση του εργατικού δυναμικού παρέμεινε στάσιμη, οι ειδικοί άρχισαν να ανησυχούν ότι η βάση εισφορών δεν θα αυξηθεί αρκετά γρήγορα στο μέλλον για να στηρίξει την αναμενόμενη αύξηση των συνταξιούχων γήρατος…..

Μια βαθιά οικονομική ύφεση και η συνακόλουθη μείωση της βάσης εισφορών κατά περίπου 10 τοις εκατό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επανέφεραν τελικά την οξεία ανάγκη μεταρρύθμισης που αναγνωρίστηκε από ένα ευρύ μέρος του πολιτικού φάσματος.…Το 1992, μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση σχημάτισε την αποκαλούμενη Ομάδα Εργασίας για τις Συντάξεις….  Η πρώτη νομοθεσία για τη μεταρρύθμιση ήρθε τον Ιούνιο του 1994.»

Η περίπτωση της Σουηδίας μάς υπενθυμίζει ότι κάθε επώδυνο πάθημα οικονομικής κρίσης μπορεί να ιδωθεί και ως ένα χρήσιμο δημιουργικό μάθημα για το μέλλον.

Αφορμής δοθείσης από την ερώτησή σας, θα ήθελα να σημειώσω ότι στο δημόσιο διάλογο κυκλοφορεί μια μεγάλη σειρά από ανακριβείς και παραπλανητικές ιδέες και εντυπώσεις σχετικά με την προωθούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που αποδομούνται εύκολα από την πραγματικότητα. Και αναφέρομαι τόσο στο δημόσιο χαρακτήρα της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, όσο και στην ουσιαστική αμφίδρομη διαγενεακή αλληλεγγύη για τους νέους εργαζόμενους που εισάγει αυτή η μεταρρύθμιση. Ακόμη και τη διεύρυνση των ανισοτήτων μπορεί να αμβλύνει αυτή η μεταρρύθμιση.

Όπως έχει εξηγήσει ο Τομά Πικετί, η υψηλότερη απόδοση του κεφαλαίου σε σχέση με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης διευρύνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Μέσω της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης, το εισόδημα του ασφαλισμένου κατά το συνταξιοδοτικό του βίο συνδέεται με την απόδοση του κεφαλαίου, δηλαδή ένα μέρος του εισοδήματος των εργαζομένων (εισφορές) αποκτά τις προνομιακές αποδόσεις του κεφαλαίου!

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «η Αυγή» το οποίο επικαλείται στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO), τουλάχιστον 18 χώρες έχουν εγκαταλείψει το μοντέλο της κεφαλαιοποίησης της ασφάλισης, λόγω κυρίως των χαμηλών αποδόσεων και του υψηλού κόστους μετάβασης.  Ποια ήταν η τελευταία χώρα που υιοθέτησε ένα τέτοιο μοντέλο στην επικουρική ασφάλιση; Γιατί στην Ελλάδα θα πετύχει ένα μοντέλο που απορρίφθηκε σε τόσες χώρες;

Το ρεπορτάζ της «Αυγής» αποτελεί επιλεκτική και ελεύθερη μετάφραση μόνο της εισαγωγής της μελέτης του ILO “Reversing Pension Privatizations” που εκδόθηκε το 2018.  Εκεί όντως γίνεται εκτενής αναφορά σε μια σειρά χωρών που κάποια στιγμή ιδιωτικοποίησαν ένα κομμάτι ή το σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης. 

Κύριε Παναγιωτόπουλε, τεχνογνωσία δεν αποκτάς μόνο υιοθετώντας τα καλά παραδείγματα αλλά μαθαίνοντας και από τις λανθασμένες επιλογές άλλων χωρών.  Οι 18 αυτές χώρες, στις οποίες αναφέρεστε, είναι είτε χώρες της Λατινικής Αμερικής (Βενεζουέλα, Εκουαδόρ, Νικαράγουα, κ.α.) είτε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ της Ευρώπης (Ρωσία, Πολωνία, Καζακστάν, Ρουμανία, κ.α.) και λίγες χώρες της Αφρικής (Νιγηρία, Γκάνα) -κατά περίπτωση- έκαναν τα ακόλουθα λάθη:

  • Έκαναν κεφαλαιοποιητικό το σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης, εκθέτοντας στον κίνδυνο των αγορών το σύνολο του ασφαλιστικού τους συστήματος.
  • Άφησαν τους ασφαλισμένους χωρίς εποπτεία και χωρίς προστασία να διαχειρίζονται τα δικά τους ασφαλιστικά κεφάλαια – χωρίς αυτοί να έχουν την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία
  • Έδωσαν τη δυνατότητα στις ανεπαρκώς εποπτευόμενες ιδιωτικές εταιρείες να κάνουν ισχυρή διαφήμιση των ασφαλιστικών τους προϊόντων, κάτι που οδήγησε σε αύξηση του κόστους και, τελικά, την υιοθέτηση ιδιαίτερα ριψοκίνδυνων επιλογών και αύξηση της ευαλωτότητας του συστήματος

Καμία σχέση με την Ελλάδα και με το νόμο που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.  Ο νόμος αφορά στη σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική.  Η κύρια ασφάλιση παραμένει διανεμητική και δεν επηρεάζεται ουδόλως από το νόμο. Κατ’ αυτό τον τρόπο έχουμε διαφοροποίηση κινδύνου στο σύνολο της κοινωνικής ασφάλισης. Με τη ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά, ιδρύουμε νέο Δημόσιο Ταμείο που θα έχει την αποκλειστική ευθύνη των επενδύσεων. Δηλαδή, δεν υπάρχει καμία ιδιωτικοποίηση και η επικουρική ασφάλιση παραμένει μέρος του πρώτου πυλώνα της ασφάλισης, δηλαδή της κοινωνικής ασφάλισης.  Ο νόμος εισάγει την δημόσια υποχρεωτική ασφάλιση, με κρατική εγγύηση μη αρνητικών αποδόσεων, υιοθέτηση αρχών καλής διακυβέρνησης και αυστηρό πλαίσιο εποπτείας για τους πιστοποιημένους επαγγελματίες που θα αναλάβουν τη Διοίκηση του νέου Ταμείου.  Νομίζω ότι οι διαφορές με τις πρακτικές των χωρών στις οποίες αναφέρεται η ερώτησή σας είναι κραυγαλέες.