Το γεγονός ότι η κυβέρνηση εκπέμπει ικανοποίηση γιατί ο Τραμπ αναγνωρίζει το… δικαίωμα της Ελλάδας να επιβάλλει τη νομοθεσία στα σύνορά της είναι παράδοξο. Υπήρχε δηλαδή περίπτωση να τεθεί σε διεθνή συζήτηση η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας;

Ads

Το γεγονός ότι η Άνγκελα Μέρκελ «κατανοεί την δυσαρέσκεια» του Ερντογάν αλλά αναγνωρίζει πως ο Τούρκος πρόεδρος «δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να εκβιάζει» είναι μια ακόμα – διπλωματική πάντοτε – επιβεβαίωση της γραμμής των ίσων αποστάσεων της ΕΕ απέναντι σε ένα κράτος μέλος της και σε έναν διεθνή ταραξία. Πριν από την Μέρκελ το είπε ακόμη πιο καθαρά ο εκπρόσωπος της γερμανικής καγκελαρίας: «Βιώνουμε» είπε ο Στέφαν Ζάιμπερτ, «αυτή την στιγμή σίγουρα μια κατάσταση η οποία δεν είναι στο πνεύμα της Συμφωνίας (ΕΕ – Τουρκίας). Αλλά δεν έχουμε ακούσει και καταγγελία της Συμφωνίας. Θεωρούμε ότι η Συμφωνία εφαρμόζεται». Σε προφανή «μετάφραση», αυτή η δήλωση λέει πως η Γερμανία γνωρίζει ότι η Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας έχει καταστρατηγηθεί από τον Ερντογάν αλλά την βολεύει να υποκρίνεται ότι ισχύει.

Το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός πήγε σήμερα στον Έβρο μαζί με την «ηγεσία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλς Μισέλ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι – αποτελεί απλώς την έμπρακτη επικύρωση αυτής της υποκρισίας και, ταυτόχρονα, της βασικής επιδίωξης και αγωνίας της Ευρώπης: Να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει η αποθήκη προσφύγων της ΕΕ έχοντας την… αμέριστη συμπαράσταση των ηγετών της (και πιθανώς και την επιπλέον χρηματοδότηση τους).

Διαβάστε επίσης:

Το γεγονός ότι η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ διαμηνύει πως η αναστολή υποδοχής αιτήσεων ασύλου δεν έχει νομική βάση είναι η απόδειξη του ότι σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη γεωπολιτική και ανθρωπιστική κατάσταση η Ελλάδα κινείται εκτός διεθνούς νομιμότητας: «Ούτε η σύμβαση του 1951 που σχετίζεται με το καθεστώς των προσφύγων ούτε η νομοθεσία της Ε.Ε. για τους πρόσφυγες προσφέρουν τη νομική βάση για την αναστολή υποδοχής αιτήσεων ασύλου», τονίζει η Ύπατη Αρμοστεία. 

Όλα αυτά μαζί είναι η απόδειξη της αδιέξοδης πολιτικής που ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση μπροστά σε ένα εκρηκτικό ανθρωπιστικό και γεωπολιτικό πρόβλημα που ήρθε για να μείνει, το προσφυγικό.

Μέσα από αυτή την πολιτική, που έχει ως προφανή στόχο την συσπείρωση του σκληρού δεξιού – έως και ακροδεξιού – ακροατηρίου της ΝΔ, η χώρα εγκλωβίζεται τριπλά: Μπαίνει στο τόξο του ορμπανισμού και της εγκατάλειψης στοιχειωδών αρχών του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων χωρίς ταυτόχρονα να αποφορτίζεται από το βάρος του προσφυγικού. Απειλείται με διασπορά ρατσισμού, διχασμού και πριμοδότησης της ακροδεξιάς στην ελληνική κοινωνία μέσα από την συστηματική καλλιέργεια πολεμικού κλίματος και ανάδειξης ως «εχθρού» των άοπλων προσφύγων που στέλνονται στα σύνορα του Έβρου και στα περάσματα του Αιγαίου. Υποκύπτει, αμαχητί, στην επιδίωξη του σκληρού άξονα της Ευρώπης να μετατρέψει το προσφυγικό σε ελληνοτουρκικό ζήτημα κρατώντας την πραγματική, ευρωτουρκική του διάσταση μακριά από τα κλειστά σύνορα του ευρωπαϊκού βορρά.

Σ’ αυτό το σκηνικό το προσκλητήριο του ΣΥΡΙΖΑ για αποφασιστικότητα, διεθνείς πρωτοβουλίες και διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, όπως διατυπώθηκε χθες από τον εκπρόσωπο του κόμματος Αλέξη Χαρίτση, αποκτά επιτακτικά επίκαιρη διάσταση.

«Η Ελλάδα», τόνισε ο Αλέξης Χαρίτσης, «βρίσκεται στο κέντρο μιας δύσκολης και επικίνδυνης κατάστασης, που απαιτεί ψυχραιμία, αποφασιστικότητα, συντονισμένες διεθνείς πρωτοβουλίες και κοινωνική συνοχή.

Με πρόσχημα αυτές τις εξελίξεις, τις τελευταίες ώρες στη Λέσβο αλλά και στα άλλα ακριτικά νησιά μας, ομάδες ακροδεξιών έχουν αφεθεί να αλωνίζουν και να βιαιοπραγούν ανεξέλεγκτα. Οι ευθύνες της κυβέρνησης για αυτά τα εξαιρετικά επικίνδυνα φαινόμενα είναι τεράστιες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει ό, τι μπορεί για να αποφευχθεί ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας και η εξάπλωση της βίας, που μόνο δεινά θα επιφέρει στη χώρα μας. Και να επιλυθεί η κρίση με την αξιοποίηση όλων των μέσων που έχει στη διάθεσή της η δημοκρατία. Η συμμετοχή όλων των δημοκρατικών πολιτών σε αυτή την προσπάθεια είναι απαραίτητη».