Στην Ελλάδα χρεώνει ο ευρωπαίος επίτροπος Όλι Ρεν τις καθυστερήσεις στη συνεργασία με την τρόικα, αναφέροντας ότι στη χώρα «τα πράγματα είναι πάντα περίπλοκα και διαρκούν πολύ». Παράλληλα υποστηρίζει ότι τα δύο τελευταία χρόνια έχουν επιτευχθεί πολλά στον τομέα των δημοσιονομικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Ads

«Ο τρέχων έλεγχος διαρκεί ήδη τώρα μήνες. Οι καθυστερήσεις χρεώνονται στους Έλληνες», αναφέρει ο Όλι Ρεν σε συνέντευξή του στη γερμανική οικονομική επιθεώρηση «WirtschaftsWoche» που θα κυκλοφορήσει τη Δευτέρα.

«Ειδικά τα πρώτα δύο χρόνια υπήρχε ένα έλλειμμα εθνικής ενότητας και τα συμφέροντα υπερασπίζονταν αποφασιστικά τα προνόμιά τους. Και τα δύο εμπόδισαν την ανάπτυξη», υποστηρίζει ο ευρωπαίος επίτροπος.

Την ίδια στιγμή σημειώνει ότι «η Ελλάδα πέτυχε τα τελευταία δύο χρόνια πολλά στα δημοσιονομικά και στις μεταρρυθμίσεις. Τώρα πρέπει να διατηρήσει τη δυναμική στα δύο πεδία». Όπως αναφέρει «υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά στο άνοιγμα της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, από συμβολαιογράφους μέχρι φαρμακοποιούς. Η αγορά εργασίας πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να προχωρήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις».

Ads

Αναφερόμενος στους λόγους που η συζήτηση για την Ελλάδα θα αρχίσει τον Αύγουστο ο ευρωπαίος επίτροπος δηλώνει: «Πρέπει να συγκεντρώσουμε επιμελώς όλα τα στοιχεία. Πρέπει να επικαιροποιήσουμε τις προβλέψεις μας, για να έχουμε μια πραγματικά ακριβή εικόνα της προοπτικής ανάπτυξης – η οποία έχει μεγάλη επίδραση στη βιωσιμότητα του χρέους. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την υλοποίηση του τρέχοντος προγράμματος, το οποίο βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο».

Κληθείς να σχολιάσει τα περί ενδεχόμενης επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές ακόμη και πριν από τις ευρωεκλογές με ένα νέο ομόλογο, ο Όλι Ρεν  εκτιμά ότι «εάν πληρώνει κανείς έναν υψηλό τόκο, μπορεί πάντα να επιστρέψει στις αγορές. Η Ελλάδα εξέδωσε στο παρελθόν ξανά και ξανά T-bills». Ωστόσο, σημειώνει ότι «οι αγορές δεν μπορούν να γίνουν η πιο σημαντική πηγή χρηματοδότησης, όσο η χώρα δεν έχει μπει σε βιώσιμο δρόμο στον προϋπολογισμό και στην ανάπτυξη».

Τέλος, εκφράζει την πεποίθησή του το ΔΝΤ θα παραμείνει στην τρόικα, παρά τις όποιες διαφορές έχουν καταγραφεί κατά το παρελθόν: «Παρά κάποιες εντάσεις, η συνεργασία λειτουργεί καλά και θα συνεχιστεί στα κράτη που βρίσκονται τώρα σε πρόγραμμα. Πριν από έναν χρόνο υπήρχαν μεγάλες προστριβές. Τότε συζήτησα πολλές φορές με την Κριστίν Λαγκάρντ και τον Μάριο Ντράγκι. Αποφασίσαμε ότι είναι καλύτερα να καταστήσουμε το όλο θέμα λειτουργικό, μιας και όλοι μας είμαστε στην ίδια βάρκα. Καθένας από τους τρεις έχει τη δική του οικονομική προσέγγιση και είναι πολύ περήφανος για την ανεξαρτησία του. Όταν και οι τρεις θεσμοί πρέπει να τα βρουν και μάλιστα με αρχή την ομοφωνία, δεν είναι πάντα παιδικό παιχνίδι. Αλλά η κρίση δεν μας αφήνει άλλη επιλογή».