Τα περισσότερα κείμενά της τα είχα διαβάσει πριν πάρω στα χέρια μου το βιβλίο «Μονόκλινο σε μπουάτ» (Εκδόσεις Agrafina). Περνούσαν μπροστά μου και έσπαγαν με κρότο την επαναληπτικότητα του timeline μου στο facebook.

Ads

Προσπερνούσα αναρτήσεις κλισέ, διαμαρτυρίες με ηχηρά κεφαλαία γράμματα, ευχές για χρόνια πολλά, αφ’υψηλού αναλύσεις, αλλά δεν μπορούσα να προσπεράσω την Όλγα Στέφου όταν έγραφε για την Καζαμπλάνκα, όπως βάφτισε τη σκλήρυνση κατά πλάκας που μπήκε μια μέρα στη ζωή της με τσαμπουκά.

Μετά ήρθε η Μπουάτ, όπως ονομάζει την κατάθλιψη και οι ιστορίες για το τραύμα της κακοποίησης. Γλώσσα φρέσκια, λόγος χειμαρρώδης, κυνικός, τρυφερός, εξομολογητικός, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης και διδακτισμού.

Πίσω από τα κείμενα έβλεπα μια νέα γυναίκα να παλεύει με το σώμα της και μετά να το αγκαλιάζει. Άλλοτε να κλαίει, άλλοτε να παρατηρεί, άλλοτε να σωπαίνει, άλλοτε να ξεσκεπάζει κι άλλες πληγές πιο παλιές, εξίσου βαθιές, άλλοτε να βγάζει νύχια σαν αγριόγατα για να ανέβει στην κορυφή να πάρει την πιο βαθιά ανάσα, ανάσα ζωής, να βλέπει τα φτερά στην πλάτη της, τα φτερά που στα σίγουρα θα την ανύψωναν πάνω από τη φθορά με την οποία έδινε άνισες μάχες.

Ads

Κι από εκεί ψηλά που βρέθηκε, έδειξε με το δάχτυλο δικές μας πληγές που επιμελώς κρύβουμε, έδειξε θύτες με τους οποίους έχουμε συγκατοικήσει, έδειξε έναν τρόπο να βγάλει κανείς μια λυτρωτική κραυγή κι αυτό ενδυνάμωσε πολλές και πολλούς και εξόργισε εκείνους που επιμένουν να θρέφονται από τις πληγές μας.

Έχω ακόμα στο μυαλό μου τον τρόπο την εικόνα με το κεφάλι της στο μαξιλάρι, μετά από επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες εξετάσεις, θεραπείες και δυσβάχταχτους πόνους, αλλά και το σπαθί που με δύναμη ανέμιζε στον αέρα για να πάρει το κεφάλι της Καζαμπλάνκας με την οποία λίγο μετά θα συζητούσε όπως τα λες με έναν δικό σου άνθρωπο στην καρδιά της πιο δύσκολης σχέσης της ζωής σου.

Δεν είχα αμφιβολία για τη λογοτεχνική αξία των κειμένων της αλλά τα κείμενα αυτά έπρεπε να εκδοθούν σε ένα βιβλίο και για έναν επιπλέον λόγο «Είναι ευθύνη να μιλήσουμε για το τραύμα. Ευθύνη απέναντι σε ανθρώπους που δεν ήταν τυχεροί. Όχι δυνατοί, τυχεροί» όπως λέει η Όλγα στη συνέντευξη που ακολουθεί, εν μέσω παρουσιάσεων του βιβλίου σε διάφορες πόλεις της χώρας.

Είναι πολλοί οι συγγραφείς που λένε πως γράφουν από ανάγκη. Τα κείμενά σου δεν αφήνουν περιθώριο να αναρωτηθεί κανείς γιατί έγραψες. Αναρωτιέμαι όμως πότε πρωτοεκφράστηκες λογοτεχνικά

Μου φαίνεται πολύ περίεργο να με αποκαλούν “συγγραφέα”. Δεν το έχω συνηθίσει ακόμη. Παρά το γεγονός ότι το πρώτο μου λογοτεχνικό κείμενο δημοσιεύτηκε ως διήγημα περίπου πριν 10 χρόνια στο Unfollow. Ο τίτλος του ήταν “Γιατί Μισώ τη μητέρα”. Το γεγονός ότι το βιβλίο μου μιλά πια (και) για την αγάπη μου προς τη μαμά μου, είναι μάλλον μία θετική εξέλιξη. Επί του προσωπικού, δηλαδή.

Ήταν περισσότερο επώδυνη ή λυτρωτική η διαδικασία;

Ξεκίνησα να γράφω, στην πραγματικότητα, πολύ πριν εκδοθεί. Απλώς δεν το ήξερα. Το βιβλίο αναφέρεται και στην κακοποιητική σχέση μου με τον πρώην σύντροφό μου. Ένα από τα κεφάλαιά του γράφτηκε όσο ήμασταν ακόμη μαζί, στη μορφή επιστολής προς αυτόν. Προσπαθούσα να του πω όσα φοβόμουν -είναι το κεφάλαιο της “Μπομπ”. Στην πορεία, μετά τον βιασμό με την κατάθλιψη να γιγαντώνεται, να διαγιγνώσκεται, με την Καζαμπλάνκα παρούσα, είχαν μαζευτεί πάρα πολλά. Έγραφα για να “ελαφρύνω”, με παρότρυνση και της ψυχιάτρου μου. Μετά από παραινέσεις, τα κείμενα που έγραφα ενώθηκαν σε βιβλίο. Τελικά είδε τα κείμενα η εκδότριά μου, η Κλαίρη Μπαρμπουνάκη και θέλησε να τα εκδόσει.

Δεν είναι μόνο το βιβλίο σου, είναι το ημερολόγιό σου, είναι οι ενδόμυχες σκέψεις, είναι τραυματικά συναισθήματα και καθημερινές μάχες. Πως αισθάνεσαι που έχει αγαπηθεί το ημερολόγιο σου;

Όταν το έγραφα, δεν αντιλαμβανόμουν ότι πίσω από το βιβλίο θα αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός ανθρώπου. Στην πρώτη παρουσίαση πήγα μετά από τσίπουρα, στην δεύτερη γνώρισα τον θείο της Ελένης Τοπαλούδη κι εκεί κατάλαβα ότι, τελικά, δεν είναι κάτι που παρουσιάζω στο κοινό ως δημοσιογράφος. Συνδέομαι με τους αναγνώστες σε ένα επίπεδο που δεν είχα ιδέα πόσο μεγάλο και όμορφο και περίπλοκο είναι. Σε κάθε παρουσίαση ή σε κάθε μήνυμα ή όποτε, τέλος πάντων, μιλάμε με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, νιώθω φοβερά αμήχανα. Αλλά επίσης νιώθω και ότι εφόσον άντεχα, έπρεπε και να το γράψω αυτό το βιβλίο. Είναι όμορφο, σίγουρα είναι όμορφο.

Λες συχνά πως πρόκειται για ένα βιβλίο που θα σας χαλάσει τη διάθεση, αλλά τελικά το ουίσκι πίνεται μονορούφι σ’αυτή τη μπουάτ. Μήπως τελικά η κατάθλιψη, το τραύμα, είναι χώροι στους οποίους μπαινοβγαίνουμε λίγο έως πολύ όλοι και για κάποιους ανθρώπους η ανάγκη να δώσει κανείς λόγια σ’αυτές τις διαδρομές είναι μεγαλύτερη από το ίδιο το ταμπού;

Δεν έχω ιδέα τι πραγματικά είναι η κατάθλιψη και πώς τη ζει, την ξεπερνά ή συμβιώνει μαζί της για πάντα το κάθε άτομο. Είναι κι αυτή μία αρρώστια, πολύ κανονική. Σε κάποιες και κάποιους είναι ίωση, σε άλλους είναι χρόνια πάθηση, είναι χρόνια βλάβη, δηλαδή. Αν κάτι έχω μάθει, είναι ότι το κάθε άτομο είναι ασθενής αναλόγως το χαρακτήρα του. Τις αντοχές μας, για να γίνω πιο ακριβής. Την στήριξη από το περιβάλλον, τα ταμπού, όλους τους εξωγενείς παράγοντες που καθορίζουν εμάς μέσα σε μια στιγματιστική κοινωνία. Το ίδιο συμβαίνει και με το τραύμα. Όταν κακοποιήθηκα, ο πρώτος άνθρωπος που πήρα αμέσως μόλις βρέθηκα μόνη μου -και ασφαλής- ήταν ο μπαμπάς μου. Δεν θεώρησα ότι ευθύνομαι, δεν ντράπηκα. Αλλά αυτός ήταν ο δικός μου μπαμπάς. Η δική μου μαμά, το δικό μου περιβάλλον γενικώς. Ενα άλλο άτομο, ειδικά μια γυναίκα, δεν είναι συχνά εξίσου τυχεροί. Ούτε για να μπορεί να νιώσει ότι δεν ευθύνεται, ούτε για να μπορεί να μιλήσει. Πιστεύω πως ναι, έχει συμβεί σε κάποιον βαθμό μάλλον σε όλες και όλους μας -όχι σε ίδιο βαθμό απαραίτητα. Το να μπορείς, όμως, να μιλήσεις για αυτό, εγώ το αντιλαμβάνομαι ως ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που δεν είναι εξίσου τυχεροί -όχι δυνατοί. Τυχεροί.

Ενώ είναι σαφές πως υπάρχουν συμπαραστάτες σε αυτή τη διαδρομή όπως ο σουπερ μαν πατέρας και άλλοι αγαπημένοι άνθρωποι, το δωμάτιο είναι μονόκλινο και ο δρόμος μοναχικός. Υπάρχουν πράγματα που δίστασες να μοιραστείς;

Πάντα είσαι μόνος και μόνη, γιατί το δικό σου βίωμα είναι μοναδικό. Οι σούπερ γονείς και φίλοι δεν θα καταλάβουν ποτέ το σωματικό ή τον ψυχικό πόνο -και δεν πειράζει. Δεν θέλουμε να μπορούν να καταλάβουν, δε χρειάζεται να μοιράζεται βιωματικά ο πόνος με αυτούς που αγαπάμε. Φυσικά και είναι μοναχική διαδικασία, όλο αυτό. Όμως δε δίστασα να τα μοιραστώ. Ξεκαθαρίζει έτσι και το τοπίο κάπως, οι άνθρωποι που ξέρουν και μένουν στη ζωή σου, πιθανότατα είναι και αυτοί που θες να έχεις ούτως ή άλλως. Δεν θέλεις να ντρέπεσαι μπροστά στους ανθρώπους που ζείτε μαζί και σε ό,τι με αφορά, τα συχνά πολύ μισογυνικά, προβλητικά, μισαναπηρικά σχόλια που δέχομαι, είχα εξαρχής αντιληφθεί ότι είναι αναπόφευκτα. Οπότε δε με αφορούν.

Σήμερα που οι εμπειρίες σου αυτές απέκτησαν το δικό τους σώμα, το βιβλίο που παρουσιάζεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τι σκέφτεσαι για την Καζαμπλάνκα και τη Μπουάτ; Και ποιο θα ήταν το αντικείμενο του επόμενου βιβλίου σου;

Οι παρουσιάσεις δεν είναι αντιπροσωπευτικές. Είναι πολύ ωραίες, αλλά δεν είναι η πλειοψηφούσα αντίληψη που θέλει να παρακολουθήσει την παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου. Η πλειοψηφούσα κοινωνική αντίληψη είναι, αντιλαμβάνομαι με τον καιρό -πολύ περισσότερο μετά το βιβλίο, οι άνθρωποι που θα νιώσουν οίκτο ή κάθε λογής μίσος: από τα ήπια σχόλια, ότι χρησιμοποιώ την αναπηρία μου για να κάνω καριέρα, μέχρι τα απολύτως μηνύσιμα, εκεί που πλέον είμαι η “σωματικά και νοητικά ανάπηρη που της αξίζει να την βιάζουν” κι αυτό το μεταφέρω κομψά. Η πλειοψηφία είναι αυτοί, λοιπόν.

Κι εφόσον αυτό το ξέρω πια, έχω πάψει να το φοβάμαι κι όλας. Σε ό,τι με αφορά, θέλω ακόμη περισσότερο να επικοινωνώ αυτήν την ιστορία απέναντι στους τραμπούκους. Ίσως να το κάνω και για πάντα, αυτό δεν το ξέρω. Πάντως, στο επόμενο βιβλίο μου, που ήδη γράφεται, κινούμαι σε άλλο πλαίσιο. Είναι μυθιστόρημα, ιλαροτραγωδία και ελπίζω ότι θα σας φτιάξει την διάθεση. Βέβαια, ο κεντρικός μου ήρωας είναι τυφλός, οπότε περιγράφει τα πάντα με τις υπόλοιπες αισθήσεις του, ο Θεός έχει κατάθλιψη, επίσης. Υπάρχει κι ένα φάντασμα -αυτή δεν έχει τίποτε από όλα αυτά, είναι απλώς κακεντρεχής.