Μία ημέρα μετά την carte blanche της Ευρώπης, η Τουρκία εξέδωσε NAVTEX με την οποία ζητά την αποστρατικοποίηση έξι νησιών και έβγαλε σε αναγνωριστική εξόρμηση το Oruc Reis από το λιμάνι της Αττάλειας. Δύο ημέρες μετά, ο τούρκος υπουργός Αμυνας Χουλουσί Ακάρ συμπλήρωσε επικοινωνιακά το μήνυμα, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα είναι εκείνη που «παρενοχλεί» και δρα «ενάντια στις αρχές της καλής γειτονίας» και ζητώντας ξανά «διάλογο άνευ όρων».

Ads

Οι κινήσεις αυτές είναι δηλωτικές του πλαισίου στο οποίο προτίθεται να κινηθεί η Αγκυρα το επόμενο τρίμηνο. Και επιβεβαιώνουν τις προκλήσεις που ανοίγονται για την κυβέρνηση μετά την συναίνεση που έδωσε στην σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. υπέρ της πολιτικής «κατευνασμού» του Ερντογάν.

Πρόκειται για τις προκλήσεις που, ουσιαστικά, προέβλεψε από χθες ήδη και από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Νίκος Δένδιας, προεξοφλώντας κλιμάκωση των εντάσεων από την τουρκική πλευρά και κινούμενος σε εμφανώς διαφορετική γραμμή από το Μαξίμου με ευθείες βολές για την στάση της Ε.Ε.

Ο Νίκος Δένδιας άλλωστε – όπως και το Μαξίμου – γνωρίζει ότι αμέσως μετά τις γιορτές θα αρχίσει ο νέος γύρος πιέσεων στα ελληνοτουρκικά. Σύμφωνα με πληροφορίες η ατζέντα του Βερολίνου θέλει επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας περί τα τέλη Ιανουαρίου και εκεί ακριβώς θα εστιάσει ο πρώτος γύρος των νέων πιέσεων.

Ads

Η εν λόγω προοπτική έχει, κατά τις ίδιες πληροφορίες, συζητηθεί στις επικοινωνίες που έχουν η επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Ευαγγελία Σουρανή και ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπαρίμ Καλίν. Ως προϋπόθεση από την Αθήνα για να καθίσει η ελληνική πλευρά στο τραπέζι των διερευνητικών τίθεται η αποχή της Τουρκίας από προκλητικές ενέργειες και, κυρίως, η παραμονή για το επόμενο διάστημα του Oruc Reis μακριά από το Καστελόριζο, την Κρήτη και την Κάρπαθο.

Παραμένει όμως άκρως αμφίβολο εάν αυτή η αποχή θα διασφαλιστεί με δεδομένο αφενός ότι η Αγκυρα κάνει με κάθε τρόπο ξεκάθαρο – και το έχει διαμηνύσει και στην γερμανική καγκελαρία – πως θέλει διάλογο εφ’ όλης της ύλης και, αφετέρου ότι αυτό καθαυτό το κείμενο συμπερασμάτων της συνόδου κορυφής στην πράξη «απενοχοποιεί» τις ερευνητικές δραστηριότητες της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, ακόμη και στην περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

Όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι, ακόμη και η ήπια ευρωπαϊκή προειδοποίηση για κυρώσεις αναφέρεται αποκλειστικά και μόνον σε «γεωτρήσεις» στην ανατολική Μεσόγειο, και όχι σε «έρευνες». Ακόμη, δε, και αυτή η αναφορά στις γεωτρήσεις έχει τον χαρακτηρισμό (στο αγγλικό κείμενο) «μη εξουσιοδοτημένες» και όχι «παράνομες» όπως υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση.

Αυτό πολύ απλά, και κατά τους ίδιους κύκλους, σημαίνει πως η Ευρωπαϊκή Ενωση, έχει ουσιαστικά αποδεχτεί τα τετελεσμένα που δημιούργησαν το τελευταίο τρίμηνο οι έρευνες του Oruc Reis στην ζώνη των 12 μιλίων. Και ότι ακόμη και στην, πολύ πιθανή, περίπτωση νέας αποστολής του τουρκικού ερευνητικού στην ίδια περιοχή δύσκολα θα μπορεί να αποκρούσει η Αθήνα την πίεση για διάλογο.

Ο δεύτερος κίνδυνος, που επίσης δεν αποκλείεται από διπλωματικές πηγές, είναι η Τουρκία να κλιμακώσει περαιτέρω το «τεστάρισμα» της ευρωπαϊκής ανοχής, είτε στέλνοντας ερευνητικό πλοίο δυτικά του 28ου Μεσημβρινού και στην περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ, είτε στέλνοντας ακόμη και γεωτρύπανο. Οι κινήσεις αυτές θεωρούνται πιθανές είτε ως μέσο πίεσης για την διεύρυνση της ατζέντας του διαλόγου, είτε επειδή ο Ταγίπ Ερντογάν θα κρίνει ενδεχομένως ότι πρέπει να δοκιμάσει και τις ισορροπίες και προθέσεις της νέας, αμερικανικής κυβέρνησης Μπάιντεν στην ανατολική Μεσόγειο.

Ο τρίτος κίνδυνος εντοπίζεται στην αποδοχή από την Ελλάδα, χωρίς όρους, προϋποθέσεις και συγκεκριμένο πλαίσιο της πολυμερούς διάσκεψης για την ανατολική Μεσόγειο. Κατά τις πληροφορίες, η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε την πρωτοβουλία Μπορέλ – που ουσιαστικά ικανοποιεί το αίτημα Ερντογάν – για να μην κατηγορηθεί ότι αρνείται την πολυμερή διπλωματία. Πριν από την σύνοδο κορυφής όμως, το υπουργείο Εξωτερικών είχε κατά τις πληροφορίες θέσει ως όρο για την πραγματοποίηση της διάσκεψης την αποχή της Τουρκίας από προκλητικές ενέργειες. Πλέον, αποτελεί ανοιχτό ερώτημα τόσο το τι νοείται από την Ευρώπη ως «προκλητική ενέργεια», όσο και το πώς θα απαντήσει η Ελλάδα εάν σε ένα τραπέζι πολυμερούς διαπραγμάτευσης τεθούν θέματα που άπτονται της κυριαρχίας της.