Για πέμπτο συνεχή μήνα μέτρησε μειωμένη την καταναλωτική εμπιστοσύνη το ΙΟΒΕ, ενώ δυσβάσταχτη θεωρούν την επιβάρυνση από τις ανατιμήσεις σε πολλά αγαθά 8 στους 10 εργαζόμενους, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Παρά την ανάπτυξη περί το 6% που αναμένει η κυβέρνηση για το 2021 και τη βελτίωση, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο, ο οικονομολόγος και διδάσκων στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ Νίκος Στραβελάκης βλέπει την ύπαρξη δομικών, κι άρα μονιμότερων, χαρακτηριστικών στο κύμα ακρίβειας.

Ads

Εξηγώντας στο tvxs.gr αυτή του τη θέση, ο κ. Στραβελάκης υποστηρίζει πως η Ελλάδα και η Ευρώπη μπαίνουν σε μία φάση στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή σε μεγάλες αυξήσεις στις τιμές που όμως δε συνοδεύονται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ειδικά για τη χώρα μας, ο διδάσκων στο ΕΚΠΑ απαριθμεί μια σειρά από παράγοντες, της πανδημίας συμπεριλαμβανομένης φυσικά, που δημιουργούν αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας και άρα δεν επιτρέπουν στους πολίτες-καταναλωτές να ατενίζουν το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία.

Μάλλον αισιόδοξοι οι επιχειρηματίες, «σκοτάδι» βλέπουν οι Έλληνες καταναλωτές

Συγκεκριμένα, στα «Αποτελέσματα Ερευνών Οικονομικής Συγκυρίας» του ΙΟΒΕ για τον Οκτώβριο του 2021, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε αισθητά τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις -44,7 (από -38,3) μονάδες, επίπεδο ελαφρώς υψηλότερο εκείνου πριν ένα χρόνο (-45,5 μονάδες).

Ads

«Οι τρέχουσες εξελίξεις σχετικά με τις τιμές της ενέργειας και άλλων εμπορευμάτων φαίνεται πως αποτελούν τον κυριότερο παράγοντα που οδήγησε στη νέα επιδείνωση των προσδοκιών των νοικοκυριών», σημειώνουν οι συγγραφείς της έκθεσης. «Η χειροτέρευση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης προέρχεται και από τις πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με την πανδημία, με τα επιδημιολογικά δεδομένα να επιδεινώνονται σημαντικά τον Οκτώβριο και το ρυθμό της εμβολιαστικής διαδικασίας να παραμένει χαμηλός. Η εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων για τους μη εμβολιασμένους επίσης θεωρείται πως είχε αρνητικό αντίκτυπο στις
προσδοκίες ενός τμήματος των νοικοκυριών», προσθέτουν.

Όσον αφορά στη σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, διαβάζουμε ότι οι Έλληνες καταναλωτές με το δείκτη στο -44,7 παραμένουν στην πρώτη θέση στην κατάταξη ως προς τους περισσότερο απαισιόδοξους καταναλωτές στην ΕΕ, αφού οι αμέσως λιγότερο απαισιόδοξοι είναι οι Βούλγαροι και οι Σλοβένοι με -24,4 και -22,9 μονάδες αντίστοιχα. Στον αντίποδα οι πλέον αισιόδοξοι καταναλωτές βρέθηκαν οι κάτοικοι της Μάλτας (+10,0) και της Δανίας (+7,0).

Επίσης αρνητικές, καθώς συνδέονται και με την καταναλωτική εμπιστοσύνη, βρέθηκαν οι  προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους για τους προσεχείς 12 μήνες. Έτσι τον Οκτώβριο μετρήθηκαν στις -40,5, από -33,4 τον περασμένο Σεπτέμβριο. Το 54% (από 48%) των νοικοκυριών αναμένει ελαφρά ή αισθητή επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης, ενώ το 8% προβλέπει μικρή βελτίωση. Αντίθετα με τους καταναλωτές, σημαντική βελτίωση των επιχειρηματικών προσδοκιών βρίσκει η έρευνα του ΙΟΒΕ στη Βιομηχανία και στο Λιανικό εμπόριο.

Παρόμοια είναι η εικόνα που προκύπτει από την έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το 82% των εργαζομένων δηλώνει ότι η μηνιαία επιβάρυνση του νοικοκυριού τους από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των βασικών ειδών διατροφής αναμένεται να είναι «πολύ μεγάλη» ή «μεγάλη», με το 14% να την εκτιμά ως «μικρή» ή «πολύ μικρή».

Η απαισιοδοξία σε ευθεία συνάρτηση με την ακρίβεια

«Θεωρώ ότι η επιδείνωση αυτού που το ΙΟΒΕ ονομάζει “καταναλωτική εμπιστοσύνη” βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση της ακρίβειας που υπάρχει στην αγορά και που δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στον κόσμο αφού οι δαπάνες, ιδιαίτερα οι δαπάνες για ενέργεια, έχουν αυξηθεί υπερβολικά και συμπιέζουν το λεγόμενο “καλάθι του νοικοκυριού”», σημειώνει ο οικονομολόγος και διδάσκων στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ Νίκος Στραβελάκης.

Πάντως με δηλώσεις τους τα κυβερνητικά στελέχη έχουν αξιολογήσει το παρόν κύμα ανατιμήσεων ως παροδικό και ως τέτοιο το αντιμετωπίζουν. Υπενθυμίζεται ότι η κυβερνητική παρέμβαση στους λογαριασμούς του ρεύματος προβλέπεται να ισχύσει μέχρι το τέλος του έτους. «Παρόλο που στην αρχή κυβερνητικοί παράγοντες διαβεβαίωναν ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχει τελειώσει αυτό το κύμα ακρίβειας και η κα. Λαγκάρντ από την ΕΚΤ μιλούσε απλά για έναν δύσκολο χειμώνα, τώρα πλέον όλο και περισσότεροι βλέπουν μόνιμα χαρακτηριστικά σε αυτό το φαινόμενο», υπογραμμίζει ο κ. Στραβελάκης.

Η απάντηση στο «γιατί;» είναι στασιμοπληθωρισμός

Σε τί συνίστανται αυτά τα μόνιμα χαρακτηριστικά; «Βλέπουμε ότι η αξιοποίηση της παραγωγικής δυναμικότητας στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά είναι πάρα πολύ υψηλή ενώ ταυτόχρονα δε γίνονται επενδύσεις κι έτσι δημιουργείται πίεση στις τιμές προς τα πάνω. Αυτό προφανώς αντανακλάται στην τσέπη του καταναλωτή», απαντά ο οικονομολόγος.

Ο κ. Στραβελάκης εξηγεί ότι σύμφωνα με τις μελέτες η «χρυσή τομή» στην αξιοποίηση της παραγωγικής δυναμικότητας των επιχειρήσεων είναι γύρω στο 75%, προκειμένου το κόστος παραγωγής να είναι το χαμηλότερο δυνατό. Αντίθετα, στη συνθήκη όπου υπάρχει 100% αξιοποίηση της παραγωγικής δυνατότητας, όλο το ανθρώπινο δυναμικό κάνει συνεχώς υπερωρίες και η υλικοτεχνική υποδομή λειτουργεί στα όριά της, με αποτέλεσμα μεσομακροπρόθεσμα να ανεβαίνει το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης.

«Σε περιόδους κρίσης δε συμφέρει τον επιχειρηματία να χτίσει ένα ακόμα εργοστάσιο και τείνει να αυξάνει την αξιοποίηση του υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού μέχρι να νιώσει σίγουρος ότι η κρίση πέρασε και τότε μόνο να προχωρήσει σε επένδυση. Αυτή η αίσθηση του τέλους της κρίσης δεν έχει έρθει, με αποτέλεσμα να ασκείται πίεση στις τιμές και την οικονομία γενικότερα. Στην ΕΕ σύμφωνα με τα στοιχεία της AMECO η αξιοποίηση της παραγωγικής δυνατότητας είναι στο 90 με 93%, στην Ελλάδα στο 85%. Αυτό σημαίνει πολύ κοστοβόρα παραγωγή, παρά τις μειώσεις ή τη στασιμότητα στις απολαβές των εργαζομένων. Η κερδοφορία περιορίζεται και με αυτό τον τρόπο η σχέση του ρυθμού μεγέθυνσης με το ποσοστό κέρδους ανεβαίνει και δημιουργεί πίεση στις τιμές. Όταν η κερδοφορία είναι πολύ χαμηλή, οδηγεί σε αδύναμους ρυθμούς μεγέθυνσης και σε αυτό που λέμε στασιμοπληθωρισμός, δηλαδή μεγάλες αυξήσεις στις τιμές με χαμηλή οικονομική μεγέθυνση. Αυτό ακριβώς που πέρασε η παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 70», εξηγεί ο κ. Στραβελάκης.

Γιατί οι επιχειρηματίες αισιοδοξούν

Με βάση την ανάλυση του οικονομολόγου, η μειωμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη και η άνοδος των τιμών θα έπρεπε να προβληματίζει και τους επιχειρηματίες. Στην έρευνα του ΙΟΒΕ όμως, αυτοί εμφανίζονται με βελτιωμένες προσδοκίες, ειδικά στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο.

«Σε ένα βαθμό εξηγείται αυτό. Στο λιανικό εμπόριο, όταν το κατάστημά σου είναι κλειστό επί μήνες εξαιτίας των lockdown και πλέον έχεις ανοίξει, είναι προφανές ότι οι προσδοκίες σου αυξάνονται. Ένας επιχειρηματίας που έχει γεμίσει το μαγαζί του εμπόρευμα, βλέπει πελάτες να μπαίνουν και συνυπολογίζοντας την αύξηση της κίνησης λόγω εκπτώσεων, ελπίζει ότι θα  δημιουργήσει έναν τζίρο», σημειώνει ο κ. Στραβελάκης.

«Όσον αφορά στη βιομηχανία, υπάρχουν δύο στοιχεία που ίσως δημιουργούν θετικές προσδοκίες στους επιχειρηματίες. Πρώτον, προσβλέπουν σε αύξηση κερδών μέσα από την αύξηση των τιμών. Μετακυλίοντας την αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών στον καταναλωτή, αρκετοί βιομήχανοι προσθέτουν ένα ποσοστό επιπλέον στις τιμές που έτσι κι αλλιώς ανεβαίνουν, ποσοστό που καρπώνονται, σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο, οι ίδιοι. Αυτή η προοπτική ενδεχομένως γεννά θετικές προσδοκίες. Μόνο που μεσοπρόθεσμα η πίεση αυτή στις τιμές θα επιστρέψει στις βιομηχανίες, μέσω των προμηθευτών, μέσω αλυσιδωτής αντίδρασης».

Η δεύτερη πηγή αισιοδοξίας για τους βιομήχανους σύμφωνα με τον κο. Στραβελάκη είναι το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. «Θεωρούν ότι θα επωφεληθούν από τα δισεκατομμύρια που θα έρθουν, όμως η καταβολή τους μόνο δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται. Ήδη η πρώτη δόση έχει παγώσει, καθώς ζητήθηκαν προαπαιτούμενα. Η όλη διαδικασία για να καταβάλλονται οι δόσεις εμπεριέχει προαπαιτούμενα και την επιτροπεία έχει ο Ντέκλαν Κοστέλο, ο άνθρωπος δηλαδή που την είχε και στα μνημόνια, επικοινωνώντας με τον κο. Χαρδούβελη επί κυβέρνησης Σαμαρά και με τον κο. Τσακαλώτο επί κυβέρνησης Τσίπρα», υποστηρίζει. 

Δεν είναι μόνο η πανδημία πηγή αβεβαιότητας για την οικονομία

Το προηγούμενο διάστημα μια σειρά από τράπεζες διατύπωσαν την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα «απογειωθεί» τα επόμενα χρόνια, εκτιμήσεις που συνδέονται με την καλύτερη του αναμενομένου εικόνα της τουριστικής κίνησης το 2021 και την έλευση αρκετών δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο κ. Στραβελάκης εμφανίζεται ιδιαίτερα σκεπτικός.

«Γενικότερα η πορεία της οικονομίας και ειδικότερα του τουρισμού δεν είναι τέτοια που να γεννά ενθουσιασμό. Μπορεί το άνοιγμα των δραστηριοτήτων να δημιουργεί μια θετική αντίδραση που ίσως φτάσει το 6%, μένει όμως να δούμε ποιο μέρος αυτής της μεγέθυνσης θα είναι πραγματικό, ανάλογα με το πού θα φτάσει η άνοδος του πληθωρισμού», εκτιμά ο οικονομολόγος.

«Υπάρχουν μια σειρά από ανοιχτά θέματα που γεννούν αβεβαιότητα. Η εξέλιξη της πανδημίας είναι σίγουρα ένα από αυτά, όχι όμως το μοναδικό. Δεν γνωρίζουμε εάν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος της ΕΕ θα συνεχίσουν να γίνονται αποδεκτά. Δεν ξέρουμε εάν τα 21 δισ. των εγγυήσεων για το σχέδιο Ηρακλής θα υπολογιστούν στο δημόσιο χρέος ή όχι. Η Eurostat θέλει να τα βάλει στο δημόσιο χρέος», τονίζει ο διδάσκων στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ.

«Έπειτα μιλάμε για 7,5% δημοσιονομική προσαρμογή στον προϋπολογισμό του 2022, η οποία  με μεγέθυνση της οικονομίας 4,5% είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Για το 2023 συζητάμε για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας που θα ζητά από τις χώρες να μειώνουν το λόγο χρέους-ΑΕΠ ετησίως. (σ.σ. Το 2021 το χρέος εκτιμάται ότι θα είναι 218,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Για χώρες όπως η Ελλάδα αυτό μεταφράζεται σε 5,5% το χρόνο. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει η οικονομία να μεγεθύνεται τουλάχιστον 2,5 με 3% το χρόνο και να επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5 με 4%, και οι εκτιμήσεις αυτές γίνονται με τα σημερινά χαμηλά επιτόκια, τα οποία σε συνθήκη στασιμοπληθωρισμού δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μείνουν σταθερά. Νομίζω πως αυτά είναι τα ζητήματα γύρω από τα οποία πρέπει να συζητάμε περισσότερο», καταλήγει ο κ. Στραβελάκης.