Τις ιδιαίτερες σχέσεις της Siemens με συγκεκριμένους πολιτικούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποκαλύπτει η εφημερίδα «Έθνος» φέρνοντας στο φως τις επιστολές του Γερμανικού κολοσσού και αποκαλύπτοντας το ύφος των επιστολών προς τον τότε πρωθυπουργό.

Ads

Ειδικότερα, με μία επιστολή προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στις 30 Αυγούστου του 1993, λίγο πριν από την προκήρυξη τότε των εθνικών εκλογών, η γερμανική εταιρεία που μετείχε στον διαγωνισμό για την προμήθεια 1.100.000 ψηφιακών παροχών στον ΟΤΕ κρατά ενήμερο τον τότε πρωθυπουργό για την εξέλιξη της υπόθεσης και των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων που έχει η εταιρεία με τους αρμόδιους υπουργούς.

Στην επιστολή γίνεται λόγος για «μια απογοητευτική συζήτηση με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Στέφανο Μάνο και θεωρούμε πλέον απαραίτητη την προσωπική σας παρέμβαση».

Στη συνέχεια της επιστολής η εταιρεία ζητά από τον κ. Μητσοτάκη «για άλλη μια φορά να επιληφθεί προσωπικώς», υπονοώντας ότι και άλλοτε είχε επέμβει ύστερα από «απογοητευτικές συζητήσεις».

Ads

Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα της εφημερίδας «Έθνος», «το ερώτημα είναι ποιες ήταν οι απογοητευτικές συζητήσεις που είχε η εταιρεία με τον υπουργό. Και αυτό γιατί η υπόθεση «σκάλωσε» για τις δύο εταιρείες ένα χρόνο πριν από τον Ιανουάριο του 1992, όταν τον ίδιο μήνα που προκηρύχθηκε ο διεθνής διαγωνισμός για την προμήθεια του 1,1 εκατ. παροχών στον ΟΤΕ, ο 7ος τακτικός ανακριτής άσκησε ποινική δίωξη για παλιότερη προμήθεια των δύο εταιρειών -Siemens και Intracom».

Εκείνη τη περίοδο –μετά από την άσκηση ποινικής δίωξης- η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέθεσε απευθείας στις δύο εταιρείες την προμήθεια άλλων 150.000 παροχών στον ΟΤΕ. Η εν λόγω απόφαση προκαλεί την παρέμβαση της Κομισιόν διότι οι οικονομικές προσφορές των δύο εταιρειών απείχαν τρομακτικά από αυτές των άλλων εταιρειών που μετείχαν στον διεθνή διαγωνισμό.

Ύστερα από την παρέμβαση, η τότε κυβέρνηση αναγκάζεται να ζητήσει από τις δύο εταιρείες να κάνουν έκπτωση και αυτές μειώσαν την τιμή στις 23.000 δρχ. ανά ψηφιακή παροχή. Αν και η νέα τιμή παρέμεινε υψηλότερη των άλλων συμμετεχόντων στο διαγωνισμό η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίμησε να αναβάλει τον διαγωνισμό για τις 15 Σεπτεμβρίου του 1993 και στη συνέχεια για τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Τελικά, οι παρακλήσεις της Siemens έπιασαν τόπο αφού ένα μήνα μετά η επιτροπή προμηθειών αποκλείει με προσχήματα τις άλλες εταιρείες που έπαιρναν μέρος στον διαγωνισμό και αφήνει μόνο τη Siemens και την Intracom (οι οποίες από κοινού κέρδισαν όλους τους διαγωνισμούς) που τελικά παίρνουν και την τεράστια προμήθεια.

Επιπλέον, από δικαστικά έγγραφα που έφερε στο φως το «Έθνος της Κυριακής» στις 14/6/2009, αποδεικνύονται οι σχέσεις της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τη Siemens, καθώς πρόσωπα διορισμένα από την κυβέρνηση της ΝΔ στη διοίκηση του OTE, μέχρι την τελευταία στιγμή πριν από την αλλαγή της (Οκτώβριος 1993), «πίεζαν» για να υλοποιηθεί διαγωνισμός για την προμήθεια 1.100.000 ψηφιακών κέντρων από τον OTE, ύψους 74 δισ. δραχμών από τη Siemens και την Intracom.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα των ιδιαίτερων σχέσεων της Siemens με την τότε κυβέρνηση είναι ότι για τον διαγωνισμό, που επρόκειτο να γίνει τον Σεπτέμβριο του 1993, η Eπιτροπή Προμηθειών του OTE (επιλεγμένη από τη διορισμένη επί κυβερνήσεως Mητσοτάκη διοίκηση του OTE), από τον Iούλιο του 1993 είχε καταλήξει ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι «μειοδότες (κατά περίπτωση) είναι οι εταιρείες Siemens και Intracom», αποκλείοντας τις άλλες τρεις μεγάλες εταιρείες που μετείχαν, οι οποίες ήταν η αμερικανική AT&T, η καναδέζικη NORTHERN TELECOM και η γαλλική ALCATEL.

Tα παραπάνω προέκυψαν από έγγραφα που κατέθεσε στους εφέτες-ανακριτές ο πρώην πρόεδρος του Eλεγκτικού Συνεδρίου Aναστάσιος Γκόνης, που υπήρξε για ένα δεκαήμερο πρόεδρος του OTE, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Mητσοτάκη. O κ. Γκόνης είχε κληθεί ως μάρτυρας στο πλαίσιο της ανάκρισης, που διενεργήθηκε από το Eφετείο της Aθήνας, για να διαπιστωθεί εάν είχε διαπραχθεί το κακούργημα της απιστίας από τα μέλη των διοικήσεων του OTE την περίοδο ΄94-΄96. Mετά την ανάκριση από τους εφέτες-ανακριτές, τα μέλη των διοικήσεων του OTE είχαν απαλλαγεί διά βουλεύματος του Συμβουλίου Eφετών.