Στο Μουντιάλ οι παίκτες αλλά και οπαδοί των εθνικών ομάδων ταυτίζονται και αναπαριστούν συμβολικά το έθνος τους, ενώ οι νίκες ή οι ήττες εντάσσονται στη συμβολική λειτουργία του ποδοσφαίρου ως υποκατάστατου του πολέμου, αναφέρει στο tvxs.gr η Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας και κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ads

Όπως επισημαίνει η κ. Κουλουρή,  η ποδοσφαιρική αναμέτρηση προσλαμβάνει εθνικά χαρακτηριστικά και αντιπαλότητες που προϋπάρχουν, δεν τις δημιουργεί. Παράλληλα,  αναφέρεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνονται οι αγώνες μεταξύ ιστορικών αντιπάλων ενώ παρατηρεί ότι οι αδύναμες χώρες έχουν περισσότερο ανάγκη τη νίκη η οποία μπορεί να λειτουργεί ως αντιστάθμισμα.

image
Η Χριστίνα Κουλούρη

Στην αρχή κάθε αγώνα στο Μουντιάλ παρακολουθούμε ένα είδος τελετουργικού. Παρουσιάζονται οι σημαίες των δύο χωρών και ακούγεται ο εθνικός ύμνος. Θα υπήρχε Μουντιάλ χωρίς τον εθνικισμό;

Ads

Το Μουντιάλ ως παγκόσμια διοργάνωση είναι δομημένο πάνω στο σύστημα των εθνών, οι ομάδες δεν εκπροσωπούν κάτι άλλο, παρά μόνον έθνη-κράτη. Όταν είναι στο γήπεδο για παράδειγμα οι ομάδες της Γκάνα και της Γερμανίας, οι θεατές, είτε βρίσκονται μέσα στο γήπεδο είτε μπροστά στους δέκτες της τηλεόρασης, ακόμη κι αν δεν ταυτίζονται με αυτές τις ομάδες, θεωρούν ότι συγκρούονται δύο έθνη. Επομένως, πριν πάμε στον εθνικισμό και τις διαφορετικές διαβαθμίσεις του εθνικού συναισθήματος, όπως εκφράζεται μέσα από συμβολισμούς και αντιπαραθέσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όπως και άλλες παγκόσμιες διοργανώσεις το Μουντιάλ δομήθηκε εξαρχής σε μία αντιπαλότητα και αναμέτρηση εθνών-κρατών.

Το ένα στοιχείο λοιπόν είναι η οργανωτική δομή, η οποία είναι καθαρά εθνοκεντρική. Το δεύτερο στοιχείο είναι αυτό που δείχνει και η ίδια η ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλου, η πρώτη διοργάνωση του οποίου γίνεται στην Ουρουγουάη το 1930. Το 1934 το Μουντιάλ πραγματοποιείται στην Ιταλία του Μουσολίνι. Από πάρα πολύ νωρίς ένας φασιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε μία ποδοσφαιρική παγκόσμια διοργάνωση ως μέσο προπαγάνδας για να νομιμοποιηθεί. Αυτό είναι ένα παράλληλο φαινόμενο. Ανεξάρτητα δηλαδή από τις αναμετρήσεις, μέσα στην ιστορία του Μουντιάλ έχουν υπάρξει περιπτώσεις εργαλειοποίησης του ποδοσφαιρικού θεάματος για προπαγανδιστικούς εθνικιστικούς σκοπούς . Άλλο ένα παράδειγμα είναι το Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή, όταν  ένα χιλιόμετρο από το στάδιο βρισκόταν το κέντρο βασανιστηρίων της χούντας.

Επιπλέον, υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο, αυτό του ποδοσφαίρου ως λαϊκής γιορτής, με τη συμμετοχή του κόσμου που γιορτάζει στις κερκίδες κυρίως, οπού εκεί βέβαια τα χρώματα, τα σύμβολα, οι σημαίες αναπαριστούν το έθνος. Αν δει κανείς τις κερκίδες στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα στο Μουντιάλ, ανάλογα με το χρώμα, ξέρει που κάθονται οι οπαδοί της κάθε εθνικής ομάδας. Επομένως, υπάρχει και εδώ μία συμβολική αναπαράσταση του έθνους από τους ίδιους τους θεατές. Δεν είναι μόνο τα χρώματα της σημαίας μιας χώρας, αλλά και τα σύμβολα τα οποία παραπέμπουν στερεοτυπικά στον ποιος είναι ο Άγγλος, ποιος είναι ο Γερμανός, ποιος είναι ο Έλληνας. Για παράδειγμα στους Ιταλούς και τους Έλληνες θα δούμε περικεφαλαίες, που όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για τον θεατή είναι αναγνωρίσιμα.
 
Ο οπαδός δηλαδή ταυτίζεται και αναπαριστά το έθνος του;

Ναι. Η ομάδα του ως οπαδός δεν είναι ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός, είναι μια εθνική ομάδα, οπότε ταυτίζεται εκείνη τη στιγμή του αγώνα με το έθνος. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι γενικά το ποδόσφαιρο, όχι μόνο στο Μουντιάλ, είναι μία συμβολική μεταφορά του πολέμου. Εξάλλου το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται κυρίως από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο αλλά ακόμη και από το ρεπορτάζ των εφημερίδων, παραπέμπει στον πόλεμο, σα να συγκρούονται δύο στρατοί. Πρόκειται για ένα υποκατάστατο του πολέμου, είμαστε «εμείς εναντίον των άλλων». Υπάρχει πάντα ένας εχθρός.

Αυτό που βλέπουμε όμως έχει μικρή διάρκεια. Η χρήση όλων αυτών των συμβόλων είναι συγκυριακή και δεν διαρκεί πολύ. Διότι το ποδόσφαιρο είναι ένας μόνον από τους παράγοντες που επηρεάζουν την πρόσληψη της εθνικής ταυτότητας . Για να το πούμε διαφορετικά, δεν δημιουργείται η εχθρότητα μέσα στο γήπεδο, προϋπάρχει και απλώς εκεί εκφράζεται. Η ποδοσφαιρική αναμέτρηση προσλαμβάνει εθνικά χαρακτηριστικά τα οποία προϋπάρχουν, δεν τα δημιουργεί.

Γιατί βλέπουμε να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα σε αγώνες μεταξύ χωρών που είναι ιστορικά αντίπαλες;

Οι αναμετρήσεις έχουν μεγαλύτερο δραματικό ενδιαφέρον όταν είναι ο Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Αυτή είναι η περίπτωση χωρών όπως η Γκάνα ή η Σενεγάλη δηλαδή πρώην αποικίες. Εκεί πια θα λέγαμε ότι αναβιώνει και μια ιστορία, μια εθνική αντιπαλότητα του κυρίαρχου και του κυριαρχούμενου, στην οποία αν ο αδύναμος καταφέρει να πετύχει νίκη εναντίον του ισχυρού, έχει πολύ μεγαλύτερη ηθική αξία και βιώνεται ως πράξη εθνικής αξιοπρέπειας.

Όπως και αν έπαιζε Ελλάδα-Τουρκία;

Ακριβώς, παραδοσιακοί εχθροί που έχουν συγκρουστεί  ιστορικά, όταν οι εθνικές τους ομάδες συναντώνται στο γήπεδο, βλέπουμε πολύ μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση και μεγαλύτερο φανατισμό, τον οποίο αναπαράγουν και τα ΜΜΕ. Εάν υπάρξει ένας αγώνας Ελλάδας-Τουρκίας στις κερκίδες θα δείτε τον Κολοκοτρώνη και τον Μωάμεθ. Μιλάμε για μια στερεοτυπική αντίληψη της ιστορίας.

Ενέχει κάποιο πολιτικό μήνυμα η παρουσία ηγετών χωρών στις κερκίδες όταν παίζει η εθνική τους ομάδα;

Αυτό έχει να κάνει με τη δημοφιλία. Είναι μια ήπια μορφή πολιτικής εργαλειοποίησης. Πολιτικοί, οι οποίοι μπορεί να μην ενδιαφέρονται καθόλου για το ποδόσφαιρο, ακριβώς επειδή αυτό έχει να κάνει με το λαϊκό τους προφίλ, θεωρούν ότι πρέπει σχεδόν υποχρεωτικά να είναι παρόντες για να περάσουν το μήνυμα στους ψηφοφόρους τους. Και έχουμε και το αντίστροφο, έχουμε ποδοσφαιριστές, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Θ. Ζαγοράκη, να μπαίνουν στην πολιτική εκμεταλλευόμενοι τη δημοφιλία που τους έχει δώσει το ποδόσφαιρο.

Έχετε γράψει για ήρωες – αθλητές. Οι ποδοσφαιριστές ηρωοποιούνται σήμερα επειδή το ποδόσφαιρο λειτουργεί ως υποκατάστατο του πολέμου; Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό;

Υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί και φυσικά είναι τελείως διαφορετικοί σε κάθε ιστορική εποχή. Άλλα χαρακτηριστικά έχει ο ήρωας-αθλητής του 20ου αιώνα και άλλα στις αρχές του 21ου αιώνα. Εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε αφενός ότι αλλάζουν τα πρότυπα της κοινωνίας με την ιστορική αλλαγή και αφετέρου ότι παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο πλέον τα ΜΜΕ στη δημιουργία προτύπων. Πριν από 100 χρόνια δεν υπήρχε τηλεόραση, συνεπώς ήταν πολύ πιο λίγοι οι αθλητές που ηρωοποιούνταν και σίγουρα δεν είχαν την δημοφιλία  που έχουν σήμερα. Από την άλλη, οι ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδες είναι «εθνικοί ήρωες» μεν αλλά και ένας ικανός ποδοσφαιριστής μίας ομάδας στην οποία παίζει κανονικά θεωρείται επίσης ήρωας για τους οπαδούς της. Από την άλλη υπάρχουν και οι ποδοσφαιριστές «σταρ», όπως είναι ο Ντ. Μπέκαμ. Καλοί ποδοσφαιριστές δηλαδή που δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με το έθνος αλλά είναι εξαιρετικά δημοφιλείς.

Το ανδρικό πρότυπο που προβάλλεται μέσω του ποδοσφαίρου μπορούμε να το συνδέσουμε με τον εθνικισμό;

Δεν συνδέεται αναγκαστικά με τον εθνικισμό, παρόλο που αυτά βαίνουν παράλληλα. Το πιο σωστό είναι να συνδεθεί με τη μεταφορά του πόλεμο. Δηλαδή, οι παίκτες των ομάδων, όχι μόνο των εθνικών ομάδων, παραπέμπουν στον σκληροτράχηλο στρατιώτη ο οποίος δίνει μάχη. Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο μέσα στο γήπεδο αλλά και ένας τόπος ανδρικής κοινωνικότητας και έξω από αυτό. Σκεφτείτε όλες τις εικόνες και που αναπαράγονται και με σατυρική διάθεση, όπως μια παρέα ανδρών που κάθεται με μπύρες μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθεί τον αγώνα ενώ οι γυναίκες είναι κάπου αλλού. Είναι δηλαδή όχι μόνο ως παιχνίδι αλλά και ως θέαμα ανδρική υπόθεση το ποδόσφαιρο. Συνδέεται περισσότερο με ένα μοντέλο ανδρικής ταυτότητας το οποίο έχει διαμορφωθεί από τον 19ο αιώνα επιβιώνει μέχρι σήμερα.

Η απήχηση που έχουν τέτοιου είδους διοργανώσεις μπορεί να δείχνουν ότι παρά την παγκοσμιοποίηση η μετάβαση σε ένα υπερεθνικό σύστημα είναι ακόμη πολύ μακριά;

Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη διάρκεια των εθνών. Κάποια στιγμή θεωρήθηκε  ότι ζούμε σε μια μετά-εθνική εποχή. Ωστόσο θα έλεγα ότι μία από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης είναι και η ανάπτυξη νέων εθνικισμών. Επειδή ακριβώς η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους ανθρώπους υπάρχει μία τάση αναδίπλωσης στην εθνική ταυτότητα ως ένα είδος καταφυγίου που προσφέρει ασφάλεια. Άρα θα έλεγα ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.

Από την άλλη μεριά αυτό δεν θα πρέπει να αντιστοιχήσουμε τον φανατισμό και όλη αυτή τη συναισθηματική συμμετοχή στο ποδοσφαιρικό θέαμα με την εθνική ταυτότητα. Δεν δημιουργεί το Μουντιάλ τον εθνικισμό. Εξάλλου τα δεδομένα είναι διαφορετικά ανάλογα με τη χώρα. Θα έλεγα ότι όσο πιο ισχυρή είναι μια χώρα τόσο μικρότερη είναι ταύτιση με την εθνική  ομάδα. Από την άλλη, οι πιο αδύναμες χώρες έχουν περισσότερο ανάγκη το γκολ. Μία ποδοσφαιρική νίκη μπορεί να λειτουργεί ως υπεραναπλήρωση, ως ένα αντιστάθμισμα για την αδυναμία σε άλλα επίπεδα, όπως αυτό της οικονομίας. Είναι θέμα ανασφάλειας, είναι ένας ψυχολογικός μηχανισμός.