Την έλευση του υπουργού Οικονομίας Φίλιπ Ρέσλερ στην Αθήνα συνοδεύουν αφενός οι ευθείες αξιώσεις της τρόικας για μείωση των μισθών στην Ελλάδα, αφετέρου οι όποιες προσδοκίες για τη σύναψη επενδυτικών συμφωνιών που θα τονώσουν την οικονομία της χώρας. Είναι θεμιτή η συμπίεση του εργατικού κόστους στην ελληνική οικονομία; Υπάρχει πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις; Ποιες είναι οι προθέσεις της Γερμανίας;
 

Ads

Οι μισθοί 
 
«Αγκάθι» στις διαβουλεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα είναι το ύψος του μισθολογικού κόστους και στον ιδιωτικό τομέα. Οι εκπρόσωποι της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ επιμένουν ότι η περαιτέρω μείωση των αποδοχών είναι αναγκαία για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας η οποία με τη σειρά της αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, μία άποψη την οποία δείχνει να ενστερνίζεται ο καθηγητής του πανεπιστημίου INSEAD και ομότιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πειραιά Σπύρος Μακρυδάκης, ο οποίος παραπέμπει στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας για να καταδείξει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους της και γενικότερα πολύ πιο χαμηλά από χώρες όπως η Τουρκία, το Ιράν και πολλές άλλες «τις οποίες ούτε να φανταστεί μπορεί κανείς».
 
Ο ίδιος εξηγεί ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να γίνουν πολλά για να διορθωθεί αυτό το δεδομένο, ωστόσο, για να επιτευχθεί πρόοδος σε βραχυπρόθεσμη βάση απαιτείται η μείωση του κόστους εργασίας. Ο κ. Μακρυδάκης κατανοεί τις αντιδράσεις οι οποίες κάνουν λόγο για μετατροπή της Ελλάδας σε τριτοκοσμική χώρα. Παράλληλα, όμως, τονίζει ότι αν δεν συρρικνωθεί το κόστος παραγωγής, τότε η ελληνική οικονομία δεν θα είναι σε θέση να εξάγει. Υπογραμμίζει δε πως «εισάγουμε 3 φορές περισσότερο απ’ όσο εξάγουμε» και αναρωτιέται: «Πώς θα καταφέρουμε να ισοσκελίσουμε αυτό το ισοζύγιο;».
 
Αναπληρωτής καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ο κ. Χρήστος Κόλλιας παρουσιάζει μια διαφορετική ανάλυση, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να ενισχυθεί με περαιτέρω μείωση του μισθολογικού εργατικού κόστους το οποίο είναι ήδη αρκετά χαμηλό (σ.σ. ο ελληνικός κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο στα περισσότερα νέα κράτη μέλη της ΕΕ αλλά υστερεί σε σχέση με τις υπόλοιπες πιο ανεπτυγμένες χώρες της). Σύμφωνα με τον κ. Κόλλια, η απουσία ανταγωνιστικότητας από την ελληνική οικονομία οφείλεται σε άλλους παράγοντες, οι οποίοι αφορούν σε θέματα γραφειοκρατίας και προσέλκυσης επενδύσεων, τεχνολογικού εξοπλισμού, τυποποίησης προϊόντων, κ.ο.κ. Κατά τη γνώμη του, ανάλογα ζητήματα είναι πιο σημαντικά για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απ’ ότι η μείωση του κόστους εργασίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, αναφέρει ότι ακόμη και αν «πέσουν» σήμερα οι μισθοί, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι το όφελος θα αποδοθεί στην τιμή του προϊόντος και όχι απευθείας με τη μορφή του κέρδους στην «τσέπη» του παραγωγού ή του επιχειρηματία. Επιπλέον, θέτει την παράμετρο της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων ως του βασικού τους προτερήματος έναντι του χαμηλού κόστους, εφόσον αυτά απευθύνονται σε απαιτητικές αγορές.
 
Οι δύο καθηγητές κλήθηκαν επίσης να σχολιάσουν το γεγονός ότι παρόλη την αλλεπάλληλη συρρίκνωση των μισθών, οι τιμές στην Ελλάδα διατηρούνται υψηλές. Ο κ. Μακρυδάκης αποδίδει τη συγκεκριμένη εξέλιξη στην αδιάκοπη αύξηση της φορολογίας (ΦΠΑ κ.ά.) η οποία λειτουργεί ως τροχοπέδη για τον καθυστερημένο αποπληθωρισμό. Από την πλευρά του, ο κ. Κόλλιας αναφέρεται στην παραοικονομία η οποία επιμένει, για παράδειγμα υπό την έννοια ότι τα αδήλωτα εισοδήματα καλά κρατούν, με αποτέλεσμα να στηρίζουν τη λειτουργία της οικονομίας και συνεπώς να διατηρούν το υψηλό κόστος ζωής.
 
*Είναι χαρακτηριστικό πως ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα κατά της περαιτέρω μείωσης των αποδοχών στη χώρα έχει προβάλει το ίδιο το υπουργείο Εργασίας, θέτοντας ζήτημα βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία «ποντάρουν» σε έσοδα από τις εισφορές (μόνο το 2011 σημειώθηκαν απώλειες ύψους 2 δις ευρώ) αλλά και αύξησης των κρατικών δαπανών (ήδη επιβαρυμένες με 1,6 δις ευρώ) λόγω των επιπλέον απαιτήσεων σε προγράμματα επιδότησης της ανεργίας.
 
Οι επενδύσεις
 
Με βάση τα σημερινά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, διατυπώνονται δύο προσεγγίσεις αναφορικά με τον τομέα των επενδύσεων.
 
Την πρώτη περιγράφει ο κ. Μακρυδάκης, ο οποίος εκτιμά πως όσο δεν μειώνεται το κόστος παραγωγής και δεν αντιμετωπίζονται παράλληλα γενικότερα ζητήματα ανταγωνιστικότητας όπως η γραφειοκρατία, η διαφθορά και η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, «κανείς δεν θα έρθει στην Ελλάδα να επενδύσει».
 
Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετεί και τις όποιες προσδοκίες για επενδύσεις γερμανικής προέλευσης, με αφορμή και την επίσκεψη Ρέσλερ στην Αθήνα. Επικαλείται, μάλιστα, το παράδειγμα του Κατάρ (Αστακός, Ελληνικό κλπ) για να επισημάνει ότι επίδοξοι επενδυτές «έρχονται και τελικά φεύγουν» από την Ελλάδα με την οποία «δεν θέλουν να μπλέξουν».
 
Η δεύτερη προσέγγιση των επενδυτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα αναφέρεται στις… ευκαιρίες της υφιστάμενης κρίσης. Ο κ. Κόλλιας δηλώνει βέβαιος για το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών να δράσουν στην Ελλάδα, «πολύ περισσότερο σήμερα που πολλά από τα ‘ασημικά του σπιτιού μας’ θα υποχρεωθούμε να τα πουλήσουμε σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή, αφού βεβαίως παράλληλα αρθούν κάποια από τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη ροή των επενδύσεων. Ειδικότερα για τη Γερμανία, υπογραμμίζει ότι η ίδια «μετ’ επιτάσεως έχει τονίσει αυτή την ανάγκη και έχει μάλιστα ‘φωτογραφίσει’ συγκεκριμένους τομείς, όπως η Ενέργεια». Ο ίδιος εφιστά την προσοχή στους όρους κάτω από τους οποίους θα υλοποιηθούν οι όποιες επενδύσεις, όσον αφορά στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, κ.ο.κ.
 
Η επίσκεψη Ρέσλερ
 
Ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας πλαισιώνεται από 70 επιχειρηματίες, ανάμεσα στους οποίους δεν εντοπίζονται επιφανείς προσωπικότητες της γερμανικής βιομηχανίας. Ωστόσο, επισημαίνεται ως μεγάλο το ενδιαφέρον μεσαίων εταιρειών.
 
Η γερμανική αντιπροσωπεία στέκεται κυρίως στην προοπτική επενδύσεων γύρω από την παραγωγή ηλιακής ενέργειας αλλά και τη διαχείριση απορριμμάτων. Επιπλέον, αναζητά τη συμμετοχή σε ιδιωτικοποιήσεις που άπτονται του ελληνικού Τουρισμού και στον εκσυγχρονισμό τομέων όπως η Διοίκηση αλλά και η Υγεία. Ειδικά για τη χρηματοδότηση έργων, το «παρών» δίνουν στην Αθήνα και Γερμανοί τραπεζίτες.
 
Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή χώρα η οποία επισκέπτεται με μεγάλη αντιπροσωπεία την Ελλάδα εν μέσω της κρίσης, πηγές του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας σπεύδουν να βάλουν τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως «κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι τις επόμενες εβδομάδες θα ακολουθήσουν επενδύσεις δισεκατομμυρίων».

Αντίθετα, οι Γερμανοί επιχειρηματίες θέτουν μια σειρά προϋποθέσεων πριν από τη σύσφιξη της ελληνογερμανικής οικονομικής συνεργασίας, όπως η επίλυση παλιότερων αντιπαραθέσεων (βλ. ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ με τη συμμετοχή της DeutscheTelekom ή συμφωνίες σε έργα υποδομής με γερμανικούς ομίλους). Άλλωστε, ζητούν και από τις ελληνικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν περισσότερο εντός της χώρας, μετουσιώνοντας την εμπιστοσύνη τους στην ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας. Γενικότερα, το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας φέρεται να αξιώνει μία σαφή ένδειξη αλλαγής νοοτροπίας στην Ελλάδα.
 
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να ερμηνεύσει την επίσκεψη της γερμανικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα τουλάχιστον ως ένα αισιόδοξο μήνυμα στήριξης της εθνικής οικονομίας από το Βερολίνο, ελπίζοντας ότι θα διασφαλίσει και την εφαρμογή ορισμένων επενδυτικών σχεδίων.

Ads

Με τη συνδρομή των καθηγητών Μακρυδάκη και Κόλλια, αύριο, ακολουθεί ρεπορτάζ για τις οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης, το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων και το μέλλον στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη.