Ο δρόμος για την Παλαιστίνη πέρασε από τον Πειραιά για δέκα μέλη του κονβόι Δρόμος για την Ελπίδα, που ξεκίνησαν από το Λονδίνο για να μεταφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια στη Λωρίδα της Γάζας. Αφού έπεσαν θύματα απαγωγής και αρπαγής από τον καπετάνιο του πλοίου «Στροφάδες 4» το οποίο είχαν ναυλώσει, έμειναν για δύο μέρες πρακτικά «όμηροι» στα χέρια των ελληνικών αρχών. Ο Κεν Ο’ Κιφ, ο Ντέιβιντ Κάλεντερ και ο Μουσταφά Ελγκουερμπουζί διηγούνται στο tvxs.gr μια ιστορία με ειδικές δυνάμεις, μυστικές υπηρεσίες, αλλά και ΝΑΤΟϊκή εμπλοκή.

Ads

Συνέντευξη στην Κατερίνα Κιτίδη

Το κονβόι του Δρόμου για την Ελπίδα ξεκίνησε από το Λονδίνο στις 10 Οκτωβρίου. Με 32 οχήματα, τα οποία συνόδευαν 101 ακτιβιστές, πέρασε από την Ισπανία στο Μαρόκο και διέσχισε τις βορειοαφρικανικές ακτές μέχρι τη Λιβύη. Το φορτίο του: αναπηρικά καροτσάκια, πατερίτσες, φάρμακα, ιατρικός εξοπλισμός, παπούτσια, ρούχα και παιδικά παιχνίδια, αξίας περίπου 500.000 βρετανικών λιρών.
«Κολλήσαμε στα σύνορα με την Αίγυπτο» σημειώνει ο Κεν Ο’ Κιφ, «προσπαθώντας να φτάσουμε οδικώς στη Γάζα. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατό, κι αναγκαστήκαμε να πάρουμε πλοίο από τη Λιβύη για το Αλ Αρίς –γεγονός που αύξησε τόσο το κόστος όσο και τον κίνδυνο της αποστολής». «Τα σύνορα Μαρόκου-Τυνησίας είναι κλειστά εδώ και 15 χρόνια», προσθέτει ο Κεν. «Δεν αφήνουν κανένα να περάσει, εκτός από νεκρούς και επισήμους. Άνοιξαν για το κονβόι και είχαμε την εντύπωση ότι και η Αίγυπτος θα κάνει μια εξαίρεση για μας. Όμως αυτό δεν συνέβη».

Και το πλοίο φεύγει…

Στο λιβυκό λιμάνι της Ντέρνα, το πλοίο «Στροφάδες 4» περίμενε τους ακτιβιστές για να τους μεταφέρει στο Αλ Αρίς. Την περασμένη Τετάρτη, ο Κεν Ο’ Κιφ και ο Κίρεν Τέρνερ ανέβηκαν πρώτοι σε αυτό. «Μέχρι τότε, είχαμε μεταφέρει 55.000 δολάρια στον λογαριασμό του πλοιοκτήτη» διηγείται ο Κεν. «Φτάνοντας, συνειδητοποιήσαμε ότι ο καπετάνιος δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος με τη δουλειά και ζητούσε 75.000 δολάρια καθαρά. Στείλαμε, λοιπόν, άλλες 20.000 λίρες στο λογαριασμό του Αιγύπτιου ναυτικού πράκτορα που εκπροσωπούσε τον Έλληνα πλοιοκτήτη, και επιβεβαιώσαμε ότι τα χρήματα είχαν μεταφερθεί. Όμως ο καπετάνιος εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιημένος, γιατί ο πράκτορας χρέωνε προμήθεια 3,25% και ο ίδιος ήθελε 75.000 δολάρια καθαρά. Οι λέξεις «Γάζα», «ανθρωπιστική βοήθεια» δεν του έλεγαν τίποτα. Δεν εμπιστευόταν τον πράκτορα, δεν είδε τα χρήματα στο λογαριασμό του και τελικά συμφωνήσαμε να περιμένουμε μέχρι το πρωί, μέχρι να πιστοποιήσει ότι τα χρήματα είχαν φτάσει σε αυτόν».

Ads

«Ωστόσο, όσο περιμέναμε και συζητούσαμε με τον καπετάνιο, η λιβυκή αστυνομία, συμπεριλαμβανομένου του λιμενάρχη, άρχισε να κάνει νόημα στα οχήματα του κονβόι να επιβιβαστούν», προσθέτει ο αμερικανικής καταγωγής ακτιβιστής. «Η λιβυκή αστυνομία μπορεί να επιβεβαιώσει ότι εκείνη μας ενθάρρυνε. Εμείς απλώς ακολουθούσαμε εντολές, αλλά ο καπετάνιος τρελάθηκε τελείως –ή, ο πλοιοκτήτης τρελάθηκε εντελώς και διέταξε τον καπετάνιο να κάνει αυτό που ήθελε».

«Ο καπετάνιος άρχισε να απομακρύνει το πλοίο από το λιμάνι, με τους κάβους δεμένους –και μάλιστα δύο καραβόσκοινα έσπασαν. Επίσης, άρχισε να ανεβάζει την πίσω ράμπα. Από τα δύο οχήματα που ανέβαιναν τότε στο πλοίο, το ένα κατάφερε να βγει και το άλλο παρέμεινε στη ράμπα, που είχε πάρει επικίνδυνη κλίση 45 μοιρών. Όμως, 8 ακόμα μέλη του κονβόι κατάφεραν να πηδήξουν επάνω της. Οι λόγοι που το έκαναν αυτό ήταν ότι, πρώτον, είχαμε ένα όχημα επιβιβασμένο, με ανθρωπιστική βοήθεια την οποία προφανώς δε θέλαμε να χάσουμε. Δεύτερον, είχαμε δύο μέλη του κονβόι πάνω στο πλοίο, με έναν τρελό καπετάνιο να ανεβάζει τη ράμπα. Τρίτον, είχαμε ήδη πληρώσει σε εκείνη τη φάση 75.000 δολάρια και μεταφέρονταν ακόμα χρήματα».

«Ο καπετάνιος έβαλε να κόψουν τους κάβους και άρχισε να εμβολίζει την αποβάθρα. Παραλίγο μάλιστα να χτυπήσει ένα πλοίο που βρισκόταν μέσα στο λιμάνι. Η λιβυκή αστυνομία του έλεγε να σταματήσει και να ξαναγυρίσει στη θέση που ήταν. Το αρνήθηκε. Το λιμενικό ήταν επίσης σε επικοινωνία μαζί του μέσω ασυρμάτου, λέγοντάς του να σταματήσει. Παρόλ’ αυτά, εμβόλιζε την αποβάθρα, προκαλώντας αρκετά σοβαρή ζημιά στο πλοίο του, και εντέλει έφυγε από το λιμάνι, παρά τις εντολές των αρχών. Πάνω στο πλοίο βρίσκονταν 10 από εμάς (επτά Βρετανοί, δύο Ιρλανδοί και ένας Αλγερινός) και επτά αστυνομικοί, συμπεριλαμβανομένου του λιμενάρχη. Επίσης ο καπετάνιος και το πλήρωμα».

Οι συνθήκες κατά τη διάρκεια της απαγωγής και η ΝΑΤΟϊκή εμπλοκή

Στο πλοίο, οι ακτιβιστές δεν είχαν επαφή με τον καπετάνιο. «Η λιβυκή αστυνομία το είχε αναλάβει αυτό», διευκρινίζει ο Κεν. «Εμείς ήμασταν περιορισμένοι στο πίσω μέρος του καραβιού και ο καπετάνιος είχε μάλιστα κλείσει τις πόρτες που θα μας επέτρεπαν να περάσουμε στα υπόλοιπα μέρη του. Όταν ο καπετάνιος άφησε το λιμάνι και κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή θάλασσα, δεν ξέραμε που πηγαίναμε. Είχε αρχίσει να κάνει κρύο, ήταν νύχτα, καθόμασταν στη ράμπα εκτεθειμένοι στον άνεμο και τη βροχή. Επομένως, παρόλο που ορισμένοι από το πλήρωμα προσπάθησαν να μας σταματήσουν –κάπως απρόθυμα– κάποια στιγμή καταφέραμε να εισέλθουμε στην περιοχή του σαλονιού του πλοίου και περιμέναμε».
Στις δύο μέρες που χρειάστηκαν για να φτάσουν τον Πειραιά, οι ακτιβιστές δεν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. «Νομίζω ότι στις δύο μέρες φάγαμε ένα γεύμα. Η πρόσβαση στην τουαλέτα ήταν πολύ περιορισμένη και μερικές φορές την κλείδωναν για άγνωστους λόγους» προσθέτει ο Κεν. Δεν υπήρχαν κουβέρτες ή μαξιλάρια ούτε για τα μέλη του κονβόι ούτε για τους Λίβυους αστυνομικούς.

Όσο λειτουργούσαν τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, οι ακτιβιστές είχαν επικοινωνία με τα υπόλοιπα μέλη του Δρόμου της Ελπίδας. Όμως αυτή διακόπηκε όταν βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα. «Κάποια στιγμή, ένα μέλος του κονβόι κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση σε ασύρματο», σημειώνει ο Κεν. «Με αυτόν, στείλαμε σήμα κινδύνου στο κανάλι 16 και καταφέραμε να έρθουμε σε επαφή με ένα πλοίο, το OOCL Oakland. Ενημερώσαμε το Oakland ότι είχαμε απαχθεί και ζητούσαμε επείγουσα βοήθεια. Ένα πολεμικό σκάφος του ΝΑΤΟ ήρθε σε επαφή μαζί τους. Και, όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο θεωρώ ότι υπήρξε Ισραηλινή εμπλοκή. Δεν καταλαβαίνω πώς ένα πολεμικό σκάφος του ΝΑΤΟ ήταν σε επικοινωνία με αυτούς, ζητώντας πληροφορίες σχετικά με εμάς, λέγοντας ότι είναι 200 μίλια μακριά και χωρίς να εμφανιστεί ποτέ. Υπήρχε μία επαληθευμένη κλήση κινδύνου για μία καταγγελθείσα απαγωγή, την οποία επιβεβαίωναν και οι λιβυκές αρχές και μέλη του κονβόι μας. Ωστόσο, ένα πολεμικό πλοίο του ΝΑΤΟ, το οποίο επικοινωνεί μέσω ασυρμάτου και με βίντεο με το OOCL Oakland, δεν εμφανίζεται ποτέ. Δεδομένου ότι οι Ισραηλινοί είναι ικανοί για πειρατεία και φόνο ανθρώπων σε διεθνή ύδατα, δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν εμπλέκονταν εκείνοι. Ποιος ξέρει, ίσως είχαν σχέδια για εμάς».

«Όταν περνούσαμε από την Κρήτη καταφέραμε να πιάσουμε σήμα ξανά για λίγο και κάναμε κάποιες κλήσεις, καταφέρνοντας να μεταφέρουμε κάποια μηνύματα. Ωστόσο εκτός από αυτό δεν είχαμε καμία άλλη επικοινωνία μέχρι που φτάσαμε στις ακτές της Ελλάδας», διευκρινίζει ο ακτιβιστής.

Η άφιξη στην Ελλάδα

Το πλοίο «Στροφάδες 4» έφτασε στον Πειραιά την Παρασκευή το πρωί, γύρω στις 6-7:00 π.μ. Τρία σκάφη των ελληνικών αρχών τους συνόδευαν πριν ακόμα μπουν στο λιμάνι. Στο «Στροφάδες» επιβιβάστηκαν 40-50 άνδρες των ειδικών δυνάμεων, που, όπως αναφέρει ο Κεν Ο’ Κιφ, ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. «Οι κομάντο χειρίστηκαν την κατάσταση πολύ καλά, δεδομένου ότι είχαν αναφορές ότι ήμασταν τρομοκράτες, άσχετα με το πόσο γελοίο ήταν αυτό», προσθέτει. «Η προτεραιότητα ήταν φυσικά να μας απομονώσουν σε ομάδες, να μας τοποθετήσουν σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Δεν μας έβαλαν χειροπέδες. Η δουλειά τους ήταν να ασφαλίσουν το πλοίο, όλα τα σημεία του».

«Άλλωστε, ήμασταν πλήρως συνεργάσιμοι», διευκρινίζει. «Μάλιστα, όταν ήρθαν οι άντρες των ειδικών δυνάμεων στο πίσω μέρος του πλοίου κι έδωσαν σήμα να κατέβει η σκάλα, μέλη του κονβόι μας ξεκίνησαν να την κατεβάζουν μαζί με το πλήρωμα. Το πλήρωμα δεχόταν διαταγές από τον καπετάνιο να μην κατεβάσει τη σκάλα. Επομένως, κάποια από τα μέλη του κονβόι μετακινήθηκαν στην άλλη πλευρά του πλοίου και άρχισαν να κατεβάζουν μια άλλη σκάλα, ώστε να επιβιβαστούν οι καταδρομείς. Ο καπετάνιος διέταξε το πλήρωμα να τους σταματήσει κι εκεί σημειώθηκε μια μικρή συμπλοκή. Γιατί εμείς, εάν ήμασταν τρομοκράτες, να θέλαμε να επιβιβαστούν οι ειδικές δυνάμεις;»

«Η διαδικασία ολοκληρώθηκε αρκετά γρήγορα. Μας έψαξαν και μας άφησαν να πάμε στον ίδιο χώρο όπου ζούσαμε τις προηγούμενες δύο μέρες. Περιμέναμε εκεί μέχρι που οι καταδρομείς έδωσαν την εξουσία στους ανθρώπους του λιμενικού».

Στα χέρια του ελληνικών αρχών

«Η κατάσταση άρχισε να γίνεται λίγο πιο εκνευριστική σε εκείνο το σημείο» συνεχίζει ο Κεν. Ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβεις ποιος ήταν ο υπεύθυνος, αν όντως υπήρχε κάποιος. Ζητήσαμε να δούμε τους προξένους μας και, απ’ ό,τι μας είπαν, τους απαγορεύθηκε η πρόσβαση σε εμάς για αρκετές ώρες. Μεταξύ των αστυνομικών υπήρχαν κάποιοι που δεν ήταν και τόσο φιλόξενοι απέναντι στους μουσουλμάνους αδερφούς τους. Δεν ήταν βάναυσοι, απλώς δεν ήταν όσο επαγγελματίες θα μπορούσαν να είναι».

Ο Ντέιβιντ Κάλεντερ είναι πιο επικριτικός για τη συμπεριφορά τους: «Αυτό που με απογοήτευσε περισσότερο ήταν ότι προσπάθησα να ρωτήσω ποιος ήταν υπεύθυνος και δε μας έλεγαν. Ρωτούσαμε γιατί κρατούμαστε έτσι και γιατί μας φέρονται σαν να είμαστε όμηροι και όχι σαν θύματα απαγωγής. Προσπαθούσα συνεχώς να μιλήσω στους προξένους, λέγαμε διαρκώς ότι θέλουμε φαγητό και τίποτα δε συνέβαινε».
«Ήταν σαφές σε εκείνο το σημείο ότι ο καπετάνιος ήταν τρελός, οι κατηγορίες εναντίον μας ήταν γελοίες και ότι αυτή ήταν απλώς μια αξιολύπητη απόπειρα του καπετάνιου να καλύψει το γεγονός ότι είχε παραβιάσει όλα τα είδη ναυτικών νόμων και είχε διαπράξει ένα πολύ σοβαρό έγκλημα, θέτοντας ζωές σε κίνδυνο και απάγοντας ανθρώπους. Επομένως, έπρεπε να μας έχουν αντιμετωπίσει αλλιώς. Υπό την ελληνική εξουσία, δεν άλλαξε η κατάστασή μας όσον αφορά στο νερό και το φαγητό. Είχαμε παραμείνει ολόκληρη την πρώτη μέρα χωρίς νερό. Και όταν μας έδωσαν νερό, ήταν από το πλήρωμα που μας έδωσε νερό βρύσης σε πλαστικά μπουκάλια» συμπληρώνει ο Κεν. «Το μοναδικό φαγητό που μας έδωσαν ήταν όταν ο δικηγόρος μας έφερε κάποια σάντουιτς, τα οποία δεν ήταν αρκετά για 17 άτομα. Και όταν το ιρλανδικό προξενείο, την τρίτη μέρα της ιστορίας μας, έφερε οδοντόβουρτσες, σοκολάτες και σάντουιτς» συνεχίζει ο Ντέιβιντ.

«Δεν μας ανέκριναν ακριβώς, αλλά κάποιοι άνθρωποι μας ζήτησαν να πούμε τι μας είχε συμβεί, χωρίς να μας αναφέρουν ποιοι είναι και χωρίς να μοιάζουν με συμβατικούς αστυνομικούς. Ίσως να ήταν κάποιου είδους ελληνική μυστική υπηρεσία» προσθέτει.
«Ερχόντουσαν σε ομάδες» αποσαφηνίζει ο Μουσταφά Ελγκουερμπουζί. «Κάθε φορά που τελείωνε μία ομάδα, ερχόταν άλλη μέσα. Ήταν οι ίδιες ερωτήσεις κάθε φορά, για το ονοματεπώνυμό μας, για το όνομα της μητέρας και του πατέρα μας, για τη διεύθυνσή μας. Όλη την ώρα τους δίναμε τις ίδιες πληροφορίες κι επέστρεφαν. Πιστεύω ότι ήθελαν να μας πιέσουν ψυχολογικά με κάποιο τρόπο. Το πρόβλημα ήταν ότι πραγματικά αρχίσαμε να κουραζόμαστε και δεν ήμασταν καλά, οπότε αρχίσαμε να γινόμαστε και πιο δύστροποι. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι για να κάνουμε οτιδήποτε. Αλλά ποτέ δε μας σεβάστηκαν με κανέναν τρόπο, εκτός του ότι ήθελαν να εκμαιεύσουν πληροφορίες από μας. Μου έστειλαν ένα γιατρό γιατί είχα τραυματιστεί όταν φορτώναμε το πλοίο. Όταν ήρθε ο γιατρός, φιλιότανε κι αγκαλιαζόταν με τους ιδιοκτήτες σαν φίλοι. Το άτομο που ερχόταν να με θεραπεύσει, δεν ήξερα αν ήταν ουδέτερο. Έτσι είπα στο γιατρό “παρακαλώ, σε σέβομαι αλλά δε θέλω να με θεραπεύσεις”» κι έτσι τον έδιωξα. Την επόμενη μέρα ήρθε ένα πλήρωμα ασθενοφόρου κι όταν τους είπα τι είχα, είπαν ότι δεν έχουν τέτοια φάρμακα. Κι έτσι πραγματικά δεν είχα καθόλου ιατροφαρμακευτική περίθαλψη».

Η αρχή του τέλους

Στη μία το πρωί της Κυριακής, η αστυνομία επιβιβάστηκε στο πλοίο. «Μας είπαν ότι έπρεπε να αφήσουμε το πλοίο, ότι δεν μας συλλαμβάνουν, αλλά ότι, αν δεν πηγαίναμε μαζί τους, θα μας μετακινήσουν με τη βία» διηγείται ο Ντέιβιντ. «Η αντιτρομοκρατική ήταν εκείνη που μας έβγαλε έξω και σε μερικούς από εμάς πέρασαν χειροπέδες. Για καθέναν από εμάς υπήρχαν 4 ή 5 άντρες, επομένως ήταν μεγάλη επιχείρηση και νιώθαμε πολύ τρομαγμένοι. Είχαν γκλομπ, όπλα και βαρύ οπλισμό, γεγονός που φαινόταν υπερβολικό για θύματα απαγωγής, για αθώους».

Οι ακτιβιστές μεταφέρθηκαν στο κεντρικό λιμεναρχείο Πειραιά κι έπειτα στην κεντρική αστυνομική διεύθυνση Πειραιά για αποτυπώματα. Λίγο πριν από τις 5 τα ξημερώματα της Κυριακής, οδηγήθηκαν στα δικαστήρια Πειραιά, όπου τελικά ο εισαγγελέας τους άφησε ελεύθερους. Αφέθηκαν ελεύθεροι στην Αθήνα, με τα ρούχα που φορούσαν και χωρίς πολλά χρήματα, αλλά και χωρίς να γνωρίζουν αν θα έχουν μελλοντικά κάποιο πρόβλημα με τις ελληνικές αρχές. «Αναρωτιόμαστε πώς θα μας επηρεάσει το γεγονός, αν ξανάρθουμε στην Ελλάδα. Όμως νομίζω ότι είμαστε καθαροί, δεν έχουμε κάνει κάτι κακό», αναφέρει ο Ντέιβιντ. Βασική προτεραιότητά τους πλέον είναι να πάρουν πίσω τα διαβατήριά τους, που έχουν μείνει στη Λιβύη, στα χέρια των λιμενικών αρχών.

Στον καπετάνιο και τον πλοιοκτήτη του Στροφάδες 4 απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απαγωγή και αρπαγή, όμως τη Δευτέρα αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι, έπειτα από διαφωνία εισαγγελέα και ανακριτή για το θέμα της προφυλάκισής τους. Όμως αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί τα μέλη της αποστολής. Γι’ αυτούς, η περιπέτειά τους ήταν απλώς «ένας μακρύτερος δρόμος για τη Γάζα», που ήταν και θα είναι ο τελικός προορισμός.