Ο πρόεδρος της επιτροπής PEGA, Ζεροέν Λενέρ μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, της ευρωομάδας δηλαδή που ανήκει και η Νέα Δημοκρατία, επιχείρησε να «μαζέψει» και να «υποβαθμίσει» τα στοιχεία κόλαφος για την κυβέρνηση από την έρευνα της εξεταστικής επιτροπής PEGA για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν από την εισηγήτρια Σοφί ιντ’ Φελντ, με τον Ζεροέν Λενέρ να σχολιάζει πως είναι μόνο ένα «προσχέδιο».

Ads

Της παρέμβασης του Ζεροέν Λενέρ είχαν προηγηθεί παρασκηνιακές πιέσεις από γαλάζιους ευρωβουλευτές που έφεραν και τη δήλωση δυσαρέσκειας του συντονιστή του Eυρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (στην PEGA), Xουάν Ιγκνάσιο Ζόιντο, ο οποίος επέκρινε την Σοφί ιντ’ Φελντ για όσα αποκάλυψε και παρουσίασε στη συνέντευξη Τύπου.

«Εξ ονόματος των μελών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην Επιτροπή PEGA, θα ήθελα να εκφράσω την απογοήτευσή μου για το γεγονός ότι τα μέλη της επιτροπής ενημερώθηκαν με τόσο σύντομη ειδοποίηση για τη συνέντευξη Τύπου όπου θα παρουσιαζόταν το σχέδιο έκθεσης. Λυπούμαστε επίσης που τα μέλη έλαβαν το προσχέδιο λίγο πριν από τη συνέντευξη Τύπου. Θεωρούμε έκπληξη το γεγονός ότι κάλεσε συνέντευξη Τύπου πριν καν ολοκληρώσει την έκθεση. Κατανοούμε την προσπάθεια και τον χρόνο που καταβλήθηκε σε μια τόσο μακροσκελή έκθεση, αλλά δεν πιστεύουμε ότι ο χρονικός περιορισμός πρέπει να αποτελεί δικαιολογία, καθώς προσφερθήκαμε επανειλημμένα να αναβάλουμε την προθεσμία και η εισηγήτρια αρνήθηκε να την παρατείνει επανειλημμένα. Αυτή η προσέγγιση δεν συνάδει με το πνεύμα συνεργασίας που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν τα μέλη της Επιτροπής από την ίδρυση της PEGA» ανέφερε ο Xουάν Ιγκνάσιο Ζόιντο και πρόσθεσε: 

«Το ίδιο ισχύει και για τη συμπεριφορά της εισηγήτριας κατά την τελική συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα, όπου παρουσίασε αναλυτικά τις ατομικές της απόψεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και όχι μόνο, παρόλο που τα μέλη της αντιπροσωπείας είχαν συμφωνήσει σε κοινή δήλωση κατόπιν διαπραγματεύσεων προκειμένου να δείξουν κοινές θέση σε επιλεγμένα θέματα. Αυτό δημιούργησε την εσφαλμένη εντύπωση ότι παρουσίαζε κοινή άποψη της επιτροπής. Υπενθυμίζουμε ότι το έργο της Επιτροπής είναι συλλογική προσπάθεια και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πλατφόρμα ατομικής πολιτικής εκστρατείας. Ελπίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης θητείας της PEGA θα μπορέσουμε να εργαστούμε μαζί με περισσότερη συνεργασία».

Ads

Μετά τις αντιδράσεις, ο Πρόεδρος της Επιτροπής PEGA  Ζεροέν Λενέρ προχώρησε σε δημόσια δήλωση, επιβεβαιώνοντας έμμεσα και τις παρασκηνιακές πιέσεις που δέχτηκε, κάνοντας λόγο για «πολυάριθμες ερωτήσεις που λαμβάνει» σχετικά με τη συνέντευξη Τύπου της εισηγήτριας της PEGA  Σόφι ιντ Φελντ και σημειώνοντας πως «επιθυμεί να προχωρήσει σε διευκρινήσεις «προκειμένου να αποφύγω οποιαδήποτε σύγχυση όσον αφορά τις διαδικασίες της επιτροπής». 

«Η εισηγήτρια παρουσίασε ένα προσχέδιο έκθεσης. Δεν πρόκειται για την τελική μορφή του κειμένου και στο σημείο αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως έκφραση των συμπερασμάτων ή της θέσης της εξεταστικής επιτροπής στο σύνολό της. Όλα τα μέλη της επιτροπής PEGA θα έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν τροπολογίες επί του σχεδίου έκθεσης», υπογραμμίζοντας ότι «μόνο η τελική έκθεση και οι συστάσεις της εξεταστικής επιτροπής, όπως εγκριθούν στο τέλος της περιόδου που ορίζει η εντολή μας, αντιπροσωπεύουν τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο σύνολό του».

Καταλήγοντας, ο πρόεδρος της επιτροπής PEGA διευκρίνισε ότι «οι συζητήσεις σχετικά με τα πορίσματα της επιτροπής μας θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της επιτροπής μας, όπου όλες οι πολιτικές ομάδες μπορούν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους για όλες τις σχετικές πτυχές του έργου μας».

Πανικός στη ΝΔ

Ενδεικτική του κλίματος που επικράτησε στη ΝΔ ήταν και η ανακοίνωση της εκπροσώπου Τύπου της Ευρωομάδας της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Άννας-Μισέλ Ασημακοπούλου, η οποία έκανε λόγο για «μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα». 

«Η εισηγήτρια της Επιτροπής PEGA, Sophie In t’ Veld, σε ένα “μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα”, παραχώρησε μόνη της συνέντευξη Τύπου, παρουσιάζοντας το κατηγορητήριό της, αδιαφορώντας πλήρως για τις απόψεις των συναδέλφων της και την καθιερωμένη κοινοβουλευτική διαδικασία», ανέφερε χαρακτηριστικά σε ανακοίνωση και πρόσθεσε: 

«Όπως διευκρίνισε ο πρόεδρος της Επιτροπής PEGA, Jeroen Lenaers, το προσχέδιο που παρουσίασε η ευρωβουλευτής In t’ Veld δεν συνιστά την τελική εκδοχή της Επιτροπής και δεν αποτελεί, επί του παρόντος, τα συμπεράσματα ή την τελική θέση της Επιτροπής PEGA. Το προσχέδιο της ευρωβουλευτού, In t’ Veld, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα δημοσίευμα σε ελληνικό μέσο ενημέρωσης που περιλαμβάνει μια λίστα με πρόσωπα που φέρεται να έχουν παρακολουθηθεί από spyware. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το μέσο ενημέρωσης, του οποίου ο εκδότης “συνδέθηκε” με τη χρηματοδότηση Ρώσων ολιγαρχών με σκοπό την απόκτηση τηλεοπτικών καναλιών στην Ελλάδα. Το προσχέδιο προβαίνει σε συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας υποθέσεις και σενάρια που στερούνται θεμελίωσης και πραγματικών στοιχείων».

Οι πρωταγωνιστές, το Μαξίμου και τα εμπόδια στις έρευνες 

Υπενθυμίζεται ότι από το προσχέδιο της έκθεσης της PEGA προκύπτει πως ο πρωταγωνιστής του σκανδάλου βρισκόταν στο Μαξίμου, εστιάζοντας στους ρόλους και τις σχέσεις τριών προσώπων των Γρηγόρη Δημητριάδη, Φέλιξ Μπίτζιο, Γιάννη Λαβράνου. Επιπλέον, αναφέρει πως παρότι η κυβέρνηση αρνείται την αγορά και τη χρήση του Predator, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί μέσω πληρεξουσίων, μεσιτικών εταιρειών ή μεσαζόντων. Σε αντίθετη περίπτωση, κατά την υπόθεση δηλαδή πως η χρήση γίνεται από ιδιώτη, η Επιτροπή σημειώνει πως κάτι τέτοιο δεν θα εξηγούσε τον τρόπο επιλογής των θυμάτων.

«Ξέρουμε ότι τα spyware πωλούνται κυρίως σε κυβερνήσεις» είπε Σοφί ιντ’ Φελντ και πρόσθεσε: «Τα αγοράζουν και ιδιώτες αλλά πρέπει να είναι εκατομμυριούχοι για να έχουν τέτοιο λογισμικό. Επίσης ένας ιδιώτης για να κάνει παρακολουθήσεις, πρέπει να έχει προσωπικό συμφέρον. Ποιος έχει λοιπόν τέτοιο συμφέρον για να παρακολουθεί πολιτικά θέματα; Να έχει το ενδιαφέρον και το χρήμα, για να κάνει κάτι τέτοιο; Επίσης είναι σύμπτωση πως οι ίδιοι που βρίσκονταν υπό επίσημη παρακολούθηση για λόγους “εθνικού συμφέροντος” είναι και στη λίστα παρακολουθήσεων με παράνομα spyware;».  Στο προσχέδιο της έκθεσης δεν αποκλείεται και το σενάριο το Predator να έχει αγοραστεί μέσω του Κέντρου Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΚΕΤΥΑΚ), το οποίο λειτουργεί παράλληλα με την ΕΥΠ, ενώ έχει χαρακτηριστεί και ως «ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ».

Επίσης η έρευνα της PEGA αναδεικνύει ως «τροχοπέδη» τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης στην διαλεύκανση της υπόθεσης. «Τόσο η ΕΥΠ όσο και η κυβέρνηση αρνούνται κατηγορηματικά ότι το Predator έχει αγοραστεί ή χρησιμοποιηθεί από τις ελληνικές αρχές. Παρά το γεγονός ότι η χρήση spyware είναι παράνομη στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να υπάρχει έντονη αναζήτηση για την προέλευση της συγκεκριμένης επίθεσης spyware», αναφέρει.

Και συνεχίζει: «Οι αποκαλύψεις σχετικά με τη χρήση spyware αλλά και της ΕΥΠ για την παρακολούθηση δημοσιογράφων, περιγράφουν μια πολύ ανησυχητική ιστορία, ενός περίπλοκου και αδιαφανούς δικτύου σχέσεων, πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, ευνοιών, νεποτισμού και πολιτικής επιρροής. Είναι εύκολο να χαθεί κάποιος στο λαβύρινθο. Ωστόσο, εμφανίζονται μερικά μοτίβα. Η κυβερνητική πλειοψηφία χρησιμοποιείται για την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων και όχι για το γενικό συμφέρον, κυρίως με το διορισμό συνεργατών και πιστών σε θέσεις κλειδιά, όπως η ΕΥΠ και η ΕΑΔ, ενώ τέτοια πρόσωπα βρίσκονται και στην Krikel.

»Το λογισμικό υποκλοπής, πιθανώς σε συνδυασμό με τη νόμιμη παρακολούθηση,  χρησιμοποιείται ως εργαλείο για απόκτηση πολιτικής εξουσίας και ελέγχου, στα χέρια της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Οι μηχανισμοί ελέγχου τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων έχουν σκοπίμως αποδυναμωθεί και η διαφάνεια και η λογοδοσία έχουν αποφευχθεί. Οι επικριτικοί δημοσιογράφοι ή αξιωματούχοι που καταπολεμούν τη διαφθορά και την απάτη αντιμετωπίζουν εκφοβισμό και παρεμπόδιση, ενώ δεν υπάρχει προστασία για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος».

Ερωτηθείσα σχετικά κατά τη συνέντευξη Τύπου, η Σοφί ιντ’ Φελντ σημείωσε: «Σε πολλές περιπτώσεις (σ.σ. στο πλαίσιο της έρευνας που θα συνεχιστεί) πρέπει να βασιστούμε σε πηγές εκτός κυβερνήσεων γιατί οι κυβερνήσεις αρνούνται να μοιραστούν πληροφορίες μαζί μας. Για την Ελλάδα, υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί να κάνει. Είναι στην ευχέρεια του πρωθυπουργού να άρει την εμπιστευτικότητα για περιπτώσεις -ας πούμε νόμιμων- παρακολουθήσεων, όπως των Ν. Ανδρουλάκη και Θ. Κουκάκη. Αυτό θα μπορούσε να ρίξει φως σε αυτές τις υποθέσεις. Το ίδιο και η Βουλή, θα μπορούσε να άρει την εμπιστευτικότητα των πρακτικών της εξεταστικής επιτροπής. Υπάρχουν ήδη πάρα πολλές επίσημες πληροφορίες που θα μπορούσαν να δοθούν».

«Οι Αρχές θα μπορούσαν να αντιδράσουν με λίγο καλύτερη αίσθηση του επείγοντος στην έρευνά τους. Τώρα υπάρχει έρευνα από τον εισαγγελέα, ελπίζω ότι θα γίνει γρήγορα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι μιλάμε για γεγονότα. Μου κάνει εντύπωση ότι έγινε έρευνα στην Intellexa που ήταν μία επίσκεψη στα γραφεία και έλεγχος χρήσης ενός έτους στους λογαριασμούς της, χωρίς κατάσχεση server και υπολογιστών, χωρίς κλήση για κατάθεση. Υποθέτω ότι τώρα όποιο τεκμήριο και να υπήρξε έχει εξαφανιστεί. Δεν είναι περίεργο να λέμε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να βασιστεί σε κρατικές πληροφορίες για την Ελλάδα, όταν οι Αρχές κάνουν στην άκρη για να διασφαλίσουν ότι οι αποδείξεις δεν είναι πλέον διαθέσιμες;», πρόσθεσε. 

Σχετικά με τις νέες αποκαλύψεις για τη λίστα των 33 παρακολουθούμενων, επισήμανε: «Ο Κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται την ύπαρξη της λίστας των 33 -και ίσως και άλλων που θα ακολουθήσουν. Απλώς λέει ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέση με αυτές και πρόκειται για “εξωτερικό” δράστη. Δεν είναι πολύ πιθανή ερμηνεία, αλλά ας δούμε τι θα βγει από τις έρευνες. Καταλαβαίνω την αναστάτωση από την έλλειψη απτών αποδείξεων. Αν διαβάσετε όμως την έκθεση, την σύνδεση των σημείων, δείχνουν μία εικόνα που είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί κανείς».

«Πρέπει να υπάρξει μια “ενθάρρυνση” προς κυβερνήσεις και Αρχές να ερευνήσουν, να συγκροτηθούν κοινοβουλευτικές επιτροπές αντί να εμποδίζονται στην έρευνά του. Μία “ενθάρρυνση” στις κυβερνήσεις για αστυνομική έρευνα, για κλήση της Europol να έρθει να βοηθήσει. Αντί να επικρίνετε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που προσπαθεί να κάνει κάτι, όταν δεν το κάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις, θα πρότεινα να μιλήσετε στις εθνικές κυβερνήσεις και να τους πείτε να κάνουν το δημοκρατικό τους καθήκον», κατέληξε.

Ολόκληρη η έκθεση