Ρύθμιση χρέους με διπλή ρήτρα, μεταμνημονιακή εποπτεία στο πλαίσιο των συμβατικών μεν, αυστηρών δε, προβλέψεων του ESM, παραμονή του ΔΝΤ, κι ένα ολοκληρωμένο, και πλήρως τεκμηριωμένο, πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων “ελληνικής ιδιοκτησίας” είναι τα κλειδιά του οδικού χάρτη που κόμισε χθες στην Αθήνα ο Πιερ Μοσκοβισί για την οριστική έξοδο από το Μνημόνιο τον επόμενο Αύγουστο.

Ads

Ως προς τον βαθμό “καθαρότητας” αυτής της εξόδου ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων ήταν αρκετά σαφής, όσο και εγγύς στις ελληνικές επιδιώξεις, προτίμησε όμως να μιλήσει για “επιτυχή έξοδο”: “Οταν είσαι εκτός προγράμματος, είσαι εκτός», είπε χαρακτηριστικά. Για να προσθέσει ωστόσο ότι αυτό δεν σημαίνει πως θα υπάρχουν δεσμεύσεις, και να καταλήξει λέγοντας «αλλά όταν μιλάμε για μια καθαρή έξοδο, μιλάμε για μια επιτυχή ολοκλήρωση».

Στην πράξη, και όπως επιβεβαιώνεται από κοινοτικές πηγές, η θέση αυτή Μοσκοβισί δείχνει μεταμνημονιακή εποπτεία στο πλαίσιο των ήδη υπαρκτών δομών και μηχανισμών του ESM – μια προοπτική, που εμπεριέχει μεν στόχους και δεσμεύσεις αλλά φαίνεται να ικανοποιεί την ελληνική πλευρά και να εντάσσεται στην δική της πολιτική ορολογία περί “αυτοδύναμης εξόδου”.

Η “διπλή ρήτρα” για το χρέος

Το πλέον ουσιαστικό όμως στοιχείο της παρουσίας Μοσκοβισί στην Αθήνα ήταν το απολύτως σαφές σχέδιο της Κομισιόν για να φθάσει η Ελλάδα στο – “ιστορικό”, όπως το χαρακτήρισε ο Αλέξης Τσίπρας – καλοκαίρι της εξόδου, το οποίο και συζήτησε τόσο με τον πρωθυπουργό όσο και με τον υπουργό Οικονομικών.

Ads

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το σχέδιο αυτό προβλέπει άμεση έναρξη των συζητήσεων για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στο Eurogroup της 12ης Μαρτίου προκειμένου η τελική φόρμουλα ρύθμισής του να έχει συμφωνηθεί έως τον Ιούνιο.

Εως το Πάσχα επίσης πρέπει να είναι έτοιμο το προσχέδιο του λεγόμενου προγράμματος “ολιστικής αναπτυξιακής στρατηγικής” – ήτοι, του μεταμνημονιακού προγράμματος ελληνικής ιδιοκτησίας που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για τη ρύθμιση του χρέους όσο και για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών.

Το εν λόγω πρόγραμμα έχει κομβικό ρόλο διότι, με βάση το επικρατέστερο σενάριο που βρίσκεται αυτή την στιγμή στο ευρωπαϊκό τραπέζι η ρύθμιση του χρέους θα έχει ουσιαστικά δύο ρήτρες: Η μία θα είναι η γαλλική “ρήτρα ανάπτυξης” η οποία θα συνδέει τις αποπληρωμές των δανείων με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η άλλη θα είναι μια άτυπη “ρήτρα μεταρρυθμίσεων” που θα συνδέει την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους με την υλοποίηση των στόχων του ελληνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος.

Το “ελληνικής ιδιοκτησίας” πρόγραμμα

Την επεξεργασία αυτού του φιλόδοξου προγράμματος έχουν ήδη αναλάβει να συντονίσουν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο  αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Αλέξης Χαρίτσης και ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργό Δημήτρης Λιάκος, ενώ κατά τις πληροφορίες σε τεχνικό επίπεδο θα υπάρξει και γαλλική συνδρομή.

Στόχος είναι να έχει ολοκληρωθεί έως τις αρχές Απριλίου, έτσι ώστε να ακολουθήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και να κλείσει η “συμφωνία-πακέτο” για έξοδο και χρέος μέσα στον Ιούνιο. Ο Ιούνιος είναι και ο καταληκτικός σταθμός που έδειξε ευθέως χθες και ο Πιερ Μοσκοβισί, προκειμένου να υπάρξει ένα περιθώριο δύο μηνών έως τον Αύγουστο για την τελική δοκιμαστική έξοδο στις αγορές – με δεκαετές πλέον ομόλογο – και για την εμπέδωση διεθνούς κλίματος εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία.

Σ΄αυτή την τελική φάση του προγράμματος, όλα δείχνουν πλέον ότι παρών θα είναι και το ΔΝΤ, σε όχι πρωταγωνιστικό ρόλο όμως και χωρίς απαραιτήτως να παράσχει χρηματοδότηση στην Ελλάδα. Οπως επιβεβαιώνεται και από κοινοτικές πηγές, το Ταμείο δείχνει εσχάτως αυξημένη διάθεση να παραμείνει μέχρι τέλους στο πρόγραμμα με εμφανή στόχο να “καρπωθεί” μερίδιο της τελικής επιτυχίας του.

Ως προάγγελο, δε, της εν λόγω επιτυχίας τόσο η Αθήνα όσο και οι Βρυξέλλες δείχνουν από χθες και την ιδιαίτερα θερμή υποδοχή που είχε από τις αγορές το νέο 7ετές ομόλογο του  δημοσίου, για το οποίο οι επενδυτές πρόσφεραν ποσό υπερδιπλάσιο των 3 δις που ζήτησε η Ελλάδα και, δη, με το επιτόκιο να πέφτει στο 3,5%.