H είδηση που έκανε μεγαλύτερη αίσθηση από τη συνέντευξη Tύπου του Κ. Μητσοτάκη είναι το νέο μισθολόγιο για τους δημόσιους υπαλλήλους που θα φέρει αυξήσεις από τον Ιανουάριο του 2024.

Ads

Μίλησε για την αύξηση του κατώτατου μισθού, για μείωση εισφορών, περιέγραψε μια ειδυλλιακή εικόνα για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνέδεσε την επενδυτική βαθμίδα με την επανεκλογή του, όπως είχε κάνει πρόσφατα, και με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Αλλά το βασικό του αφήγημα είναι ότι θα δίνονται συνεχώς παροχές επειδή υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα, όχι με υπερφορολόγηση αλλά με αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, επομένως με την έγκριση των εταίρων μας.

Το επιχείρημα του Κ. Μητσοτάκη είναι ότι χάρη σ’ αυτόν δεν ασκείται πίεση από τις Βρυξέλλες για περιορισμό του χρέους και επιτρέπονται επεκτατικές πολιτικές γιατί η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της ΕΕ.

Ads

Υποστηρίζει ότι το «μαξιλάρι» των 37 δισ. του ΣΥΡΙΖΑ φτιάχτηκε με την αφαίμαξη της μεσαίας τάξης που γονάτισε από τους φόρους, ενώ τα τωρινά δημοσιονομικά αποθέματα προκύπτουν από ανάπτυξη.

Και παρουσιάζοντας τις φοροελαφρύνσεις όχι σαν αποτέλεσμα της εξόδου από τα μνημόνια αλλά σαν απόδειξη της δικής του ηγετικής ικανότητας, μοιράζει αυξήσεις ή/και επιδόματα σε συνταξιούχους, δημοσίους υπαλλήλους, υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που παίρνουν τον κατώτατο μισθό.

Η θεωρία αυτή στηρίζεται σε πρόθεση εκφοβισμού της μεσαίας τάξης ότι αν κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρξει οικονομική καταστροφή με άμεση επίπτωση στο εισόδημά τους.

Δεν ανέλαβε καμία ευθύνη για την έκταση της φοροδιαφυγής και το μπαράζ απευθείας αναθέσεων, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει δυναμική οικονομική ανάκαμψη που προκαλεί διεθνώς εντύπωση και δεν αναγνωρίζεται, κατά τον Κ. Μητσοτάκη, μόνο από την αντιπολίτευση για λόγους μικροκομματικής σκοπιμότητας.

Με τη διαπίστωση ότι «τα χειρότερα τα έχουμε δει» ο Κ. Μητσοτάκης θέτει ως στόχο της επόμενης τετραετίας την αύξηση των μισθών και, όπως όλα δείχνουν, στην τελική ευθεία προς τις εκλογές θα κάνει ό,τι μπορεί περισσότερο για να απομακρύνει το ενδιαφέρον των πολιτών από θέματα που αφορούν την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.