Οι εφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ έχουν, ιστορικά, αναφορά στη δημοκρατική παράταξη και πάντα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην κεντροαριστερά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ΜΕGA.

Ads

Για το λόγο αυτό οι ενδιαφερόμενοι για το παρόν και το μέλλον του Κινήματος Αλλαγής δίνουν σημασία στα μηνύματα που εκπέμπονται από τον δημοσιογραφικό όμιλο Μαρινάκη που είναι, άλλωστε, σήμερα ο μεγαλύτερος στη χώρα.

Το γεγονός ότι στις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ το 2007 ο τότε Δημοσιογραφικός Ομιλος Λαμπράκη στήριξε την υποψηφιότητα του Ευάγγελου Βενιζέλου για την ηγεσία αλλά, τελικά, κέρδισε ο Γιώργος Παπανδρέου δεν σημαίνει ότι η επιρροή αυτών των ΜΜΕ δεν είναι καθοριστική. Γιατί πολλοί γύρω από τον Γ. Παπανδρέου πιστεύουν ότι ο πρώην πρωθυπουργούς πλήρωσε, εκτός από τα λάθη του, και τις προβληματικές σχέσεις του με τους βαρώνους των ΜΜΕ.

Οι αγωγές του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξη Τσίπρα σε βάρος των δημοσιογράφων Γιάννη Κουρτάκη (εκδότης της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ) και Γιώργου Παπαχρήστου (στέλεχος και αρθρογράφος στα ΝΕΑ) προκάλεσε οργή στο σύστημα Μαρινάκη. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τους εγκαλεί για συκοφαντική δυσφήμηση με δημοσιεύματα σχετικά με το σπίτι που νοικιάζει στο Σούνιο και η υπόθεση θα κριθεί στο δικαστήριο τον Μάιο.

Ads

Η ΝΔ αντέρασε αμέσως και πολύ επιθετικά σε βάρος του Αλέξη Τσίπρα. Ανακοινώσεις επί ανακοινώσεων και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Γ. Βρούτσης να θέτει το θέμα στη Βουλή. Το Κίνημα Αλλαγής, αντίθετα, άργησε. Μόλις στις 11 το βράδυ της ίδιας μέρας εκδόθηκε ανακοίνωση και η καθυστέρηση αυτή από μόνη της ήταν ισχυρή ένδειξη της δυσκολίας που υπήρξε. Αλλά και το περιεχόμενό της δείχνει αμηχανία.

«Για το Κίνημα Αλλαγής», αναφέρεται σε ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του Κινήματος Αλλαγής, «αποτελεί θέμα αρχής το δικαίωμα προάσπισης της υπόληψης κάθε θιγομένου». «Η προστασία όμως του δικαιώματος αυτού», υπογραμμίζεται στη συνέχεια της ανακοίνωσης, «δεν μπορεί να ασκείται με τη διεκδίκηση σε αγωγές υπέρογκων ποσών που ενέχει τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως φραγμός στην ελευθερία του Τύπου και άσκηση πίεσης που οδηγεί σε ομηρία των δημοσιογράφων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης».

Την επόμενη μέρα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ δημοσιεύτηκε άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου το οποίο κινείται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος. Αναφέρεται σε «μεγάλο πολιτικό λάθος» του Αλ. Τσίπρα και τον καλεί να παραιτηθεί από τις αγωγές του, προειδοποιώντας τον εμμέσως ότι το θέμα μπορεί να φτάσει μέχρι και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Σήμερα δημοσιεύεται άρθρο του βουλευτή και διεκδικητή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ Ανδρέα Λοβέρδου. Ο πρώην υπουργός που έχει γράψει σε βιβλίο ότι ήθελε να σπάσει τη μύτη του Αλέξη Τσίπρα και οργάνωνε το χτύπημα μέσα στη Βουλή, στο άρθρο του με τίτλο «κοίτα ποιος ενάγει», επιχειρηματολογεί εναντίον των αγωγών με κεντρική ιδέα ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει «καθυβρίσει» τους πολιτικούς αντιπάλους του, έχει «χοροπηδήσει πάνω στην τιμή και την υπόληψή τους» και επομένως…

Ο Α. Λοβέρδος παραθέτει και νομικά επιχειρήματα για να αποδομήσει τις αγωγές, παραπέμποντας και αυτός, όπως ο Ευ. Βενιζέλος, στον Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ούτε συνεννοημένοι να ήταν.

Οι παρεμβάσεις Βενιζέλου – Λοβέρδου ως νομικών και ως πολιτικών υπέρ της πλευράς Μαρινάκη προσλαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν ιδωθούν σε σύγκριση με τη σιωπή της Χαριλάου Τρικούπη. Ούτε σχόλια στα social media, ούτε άρθρα, ούτε λέξη πέρα από μια φτωχή ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά από πολλές ώρες στη διάρκεια των οποίων μπορεί κανείς να υποθέσει ότι συνέβησαν διάφορα.

Το άρθρο Ευ. Βενιζέλου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

«Τα δημόσια πρόσωπα κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλουν να αποδέχονται πολύ πιο σκληρή, επιθετική ακόμη και απαξιωτική κριτική σε σχέση με τα πρόσωπα που δεν είναι δημόσια και κινούνται μόνο στην ιδιωτική τους σφαίρα. Υπάρχει βεβαίως και για τα δημόσια πρόσωπα όριο στο περιεχόμενο και το ύφος της κριτικής.

Δημοσιογραφικές όμως έρευνες ή ερωτήσεις για το πραγματικό κόστος της ανακαίνισης και το συνηθισμένο για τα δεδομένα της αγοράς ύψος του μισθώματος μιας κατοικίας, δεν είναι θέματα που υπερβαίνουν το όριο του εύλογου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος. Αφορούν τα αντικειμενικά στοιχεία μιας μισθωτικής σύμβασης, όχι τον ηθικό πυρήνα της προσωπικότητας ενός δημοσίου προσώπου.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργός δεν είναι μάλιστα  απλό  δημόσιο πρόσωπο, είναι θεσμικός παράγοντας της λειτουργίας του πολιτεύματος. Φορέας θεσμικού αξιώματος που έχει πολλές φορές τροφοδοτήσει με δημόσιες τοποθετήσεις του, απροκάλυπτα ψευδείς και ανεύθυνες, τη βαριά προσβολή της προσωπικότητας πολιτικών του αντιπάλων ή άλλων προσώπων που η συγκυρία τα έφερε απέναντί του. Οργανώθηκαν με τον τρόπο αυτό δολοφονίες χαρακτήρων με συστηματικό και επίμονο τρόπο, δηλαδή με βαρύ δόλο, βασισμένες  στα λόγια του.

Αναρωτιέμαι λοιπόν πώς ο κ. Τσίπρας έκανε ένα τόσο μεγάλο πολιτικό λάθος. Κατέστησε με δική του πρωτοβουλία τη μίσθωση της θερινής παραθαλάσσιας κατοικίας του αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης. Αν είχε γνήσια και όχι υποκριτική ευαισθησία για την ελευθερία του Τύπου και της πληροφόρησης, καθώς και για τη διαφάνεια, θα έπρεπε να έχει ενημερώσει εγκαίρως και με δική του πρωτοβουλία την κοινή γνώμη για τις συνθήκες της δεύτερης κατοικίας του.

Γνώριζε ότι θα υπάρξει εύλογο ενδιαφέρον για την αλλαγή των ειδικότερων συνθηκών της στην περιοχή της Λαυρεωτικής καθώς το ενδιαφέρον αυτό είχε εκδηλωθεί και είχε προκαλέσει δημόσια συζήτηση με τη συμμετοχή του εκμισθωτή και του υπεκμισθωτή της προηγούμενης κατοικίας του. Θέλω να ελπίζω συνεπώς ότι, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα παραιτηθεί από τις αγωγές αυτές ως εκδήλωση όψιμου σεβασμού της  ελευθερίας του Τύπου αντί να περιμένει να του πουν τα ελληνικά δικαστήρια ή τελικά το ΕΔΔΑ ότι την προσέβαλε με τις αγωγές του.»

Το άρθρο του Α. Λοβέρδου στα ΝΕΑ

«Η νομική αξιολόγηση της αγωγής Τσίπρα έπεται της αντίστοιχης πολιτικής. Οχι για λόγους μεθόδου, αλλά για λόγους δεοντολογίας. Και συγκεκριμένα: Ποιος είναι ο ενάγων; Ο ενάγων είναι ο πολιτικός που καθύβριζε τους πολιτικούς του αντιπάλους με τον χειρότερο τρόπο και με τα πιο βαριά λόγια.

Ο πολιτικός που στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 δεν δίστασε να χοροπηδήσει πάνω στην τιμή και την υπόληψη ανθρώπων με σκοπό την εκλογική αθέμιτη κερδοσκοπία. Ο πολιτικός που στον δημόσιο λόγο του έσταζε το δηλητήριο του διχασμού, αδιαφορώντας για την προσβολή των δικαιωμάτων των αντιπάλων του. Ο πολιτικός που εν τέλει με την αγωγή του κατά δύο δημοσιογράφων με εξοντωτική αξίωση, αποδεικνύει την αντιδημοκρατική του υφή. Δεν δέχεται δηλαδή την κριτική για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του. Στο άκουσμα του γεγονότος μία φράση έρχεται αυτομάτως στο μυαλό. Οχι το «για κοίτα ποιος μιλάει», αλλά το «για κοίτα ποιος ενάγει».

Πριν προχωρήσω στη συντομότατη νομική αξιολόγηση της αγωγής του πρώην πρωθυπουργού, ξεκαθαρίζω πως για τα όσα έχω υποστεί από δημοσιεύματα του Τύπου, σχόλια στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα, αλλά και δημοσιεύματα σε sites, δεν έχω καταθέσει ποτέ αγωγές ή μηνύσεις. Αρα ως πολιτικός και ως καθηγητής του Δικαίου νομιμοποιούμαι να ασκώ κριτική στη στάση άλλων πολιτικών και εν προκειμένω στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η αγωγή του, λοιπόν, νομικώς είναι απορριπτέα. Νομική βάση αυτής της αξιολόγησης παρέχει τόσο το ελληνικό δίκαιο, όσο και η ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, έτσι όπως την ερμηνεύει σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες το αρμόδιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως εκ περισσού η αναφορά στην ελευθερία του Τύπου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του Συντάγματός μας. Πιο χρήσιμη για τον αναγνώστη είναι η στάθμιση των εννόμων αγαθών που κάνει παγίως τελικά το προαναφερθέν Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Κατά τη νομολογία του, ο πολιτικός είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται τη δημόσια κριτική, ειδικά για θέματα που αφορούν τη διαχείριση οικονομικών θεμάτων. Κι αντίστοιχα η σχετική κριτική από την πλευρά του Τύπου αποτελεί έκφραση της ελευθερίας του. Οχι πως δεν υπάρχουν όρια, προφανώς και υπάρχουν, αλλά προφανώς και δεν κείται εκτός ορίων η ασκηθείσα κριτική για «εικονικές» μισθώσεις και για την απόπειρα δικαιολόγησής τους.

Προσωπικώς δεν αισθάνθηκα την παραμικρή έκπληξη όταν άκουσα τη σχετική είδηση. Αποτελεί εδραία πεποίθησή μου, πως ο τέως πρωθυπουργός έχει διπλά κριτήρια στην αξιολόγηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου: άλλα ισχύουν για τους υπόλοιπους πολίτες, και απολύτως άλλα για τον ίδιο, τους οικείους και τους συντρόφους του. Τη συμπεριφορά του αυτή, που έχει έντονα στοιχεία υποκρισίας, την περιέφερε πολλά χρόνια ως πρόεδρος του κόμματός του, αλλά και ως πρωθυπουργός. Τη μεταχειρίζεται πάλι με την ιδιότητα που του έδωσε το εκλογικό σώμα. Ο λόγος τώρα στους δικαστές».