Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διαμηνύει ότι είναι αποφασισμένος να τραβήξει το – διπλωματικό τουλάχιστον – σχοινί στα άκρα και το εννοεί.

Ads

Η τουρκική Βουλή προχώρησε σε κύρωση-εξπρές του Μνημονίου με τη Λιβύη για τις θαλάσσιες ζώνες, ο ίδιος ο Ερντογάν ανακοίνωσε χθες ότι η κύρωση αποστέλλεται ήδη στα Ηνωμένα Εθνη προς επικύρωση και, μιλώντας σε εκδήλωση του ΑΚP αλλά απευθυνόμενος ουσιαστικά στην Αθήνα και τη Δύση, φρόντισε να επαναλάβει ότι η Τουρκία «θα χρησιμοποιήσει έως το τέλος τα δικαιώματά της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας».

Σύμφωνα επίσης με τη φιλοκυβερνητική εφημερίδα Yeni Safak, ο τούρκος πρόεδρος δεν παρέλειψε να «επιπλήξει» και την Ελλάδα για «κακή διπλωματική συμπεριφορά» αναφερόμενος στην απέλαση του λίβυου πρέσβη. Και παραπλεύρως, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου ήρθε να προσθέσει και την σπίθα του εμπρησμού δηλώνοντας «εμείς δεν θέλουμε να πολεμήσουμε με κανέναν στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά αν χρειαστεί να προστατεύσω τα πλοία μου, θα πάρω όλα τα απαραίτητα μέτρα, όποια και να είναι αυτά».

Η απάντηση στο ερώτημα έως που θα φτάσει το σχοινί ο Ερντογάν κι εάν θα προχωρήσει και πέραν των διπλωματικών κόκκινων γραμμών εξαρτάται από την τελική αντίδραση της Δύσης και από τις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Ως προς το πρώτο σκέλος, μέχρι στιγμής έχουν πάρει κριτική θέση έναντι του Μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης το Στέητ Ντηπάρτμεντ, η Γαλλία, το Ισραήλ και η Μόσχα, η στάση τους όμως απέχει αρκετά από το να θεωρηθεί δυναμική.

Ads

Σε ό,τι αφορά την ελληνική διπλωματία, μετά τον αρχικό και εμφανή αιφνιδιασμό, η μέχρι στιγμής γραμμή βασίζεται σε δύο άξονες: Αφενός στην ανάδειξη του παράνομου χαρακτήρα του τουρκολυβικού Μνημονίου και στη διεθνοποίηση του ζητήματος με στόχο την απομόνωση της Άγκυρας και, αφετέρου, στον διεμβολισμό των στρατοπέδων του λιβυκού εμφυλίου έτσι ώστε να απονομιμοποιηθεί πλήρως η συμφωνία.

Στο πλαίσιο αυτό, οι νομικές υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών έχουν ήδη προχωρήσει στη σύνταξη επιστολής προς τον ΟΗΕ με την οποία αποδομείται πλήρως το περιεχόμενο του Μνημονίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, τα βασικά επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς είναι η καταφανής παραβίαση του διεθνούς δικαίου και, δη του Δικαίου της Θάλασσας καθώς το Μνημόνιο εμφανίζει ως ανύπαρκτη την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ των ελληνικών νησιών, όπως και το γεγονός ότι η συμφωνία δεν νομιμοποιείται ούτε καν στο εσωτερικό της Λιβύης από την στιγμή που έχει καταγγελθεί από το ίδιο το Κοινοβούλιο της χώρας.

Εν ολίγοις, η ελληνική γραμμή συνοψίζεται στις εξής δύο θέσεις: Ότι το Μνημόνιο είναι κατάφωρα παράνομο με βάση το διεθνές δίκαιο, και πως «δεν πρόκειται για συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, αλλά για συμφωνία Τουρκίας – Σάρρατζ», όπως λέει χαρακτηριστικά υψηλόβαθμος κυβερνητικός παράγοντας. Δηλαδή, εκείνο που υποστηρίζει η Αθήνα είναι πως, στην πράξη, δεν υπάρχουν δύο συμβαλλόμενα μέρη παρά μόνον η τουρκική Βουλή που επικύρωσε τη συμφωνία την Πέμπτη. Κι εκείνο που επιχειρεί να κάνει  είναι να ενισχύσει τη σχέση της με τους αντιπάλους της κυβέρνησης Σάρρατζ στον εμφύλιο της Λιβύης, δηλαδή με την πλευρά του Χαλίφα Χαφτάρ που ελέγχει τη δυτική Λιβύη, το κοινοβούλιο και τον εθνικό στρατό της χώρας.  Σ’ αυτό το πλαίσιο έχει ήδη προσκληθεί στην Αθήνα την επόμενη Πέμπτη ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Λιβύης, Αγκίλα Σάλεχ Ίσα Γκουαϊντέρ.

Την ίδια μέρα, την Πέμπτη, ο πρωθυπουργός αναμένεται να θέση το θέμα και στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, ενώ και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έχει προγραμματίσει σειρά επαφών με ομολόγους του από τις χώρες του Κόλπου.

Το ερώτημα, ωστόσο, είναι πόσο επαρκείς θα αποδειχθούν πλέον αυτές οι επαφές και κινήσεις, μετά την εμφανή αδράνεια που επέδειξε η κυβέρνηση στην εξωτερική πολιτική και στα ελληνοτουρκικά παρ’ ότι οι διεργασίες μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης ήταν γνωστές – κατά την ομολογία του ίδιου του υπουργού Εξωτερικών – εδώ και τουλάχιστον τρεις μήνες.