Είτε δίνει παράσταση από το φόρουμ της Γενεύης δηλώνοντας «οικοδεσπότης» στην Ευρώπη, είτε παίζει σε τηλεοπτικά σίκουελ τον ανασχεδιασμό του χάρτη της Μεσογείου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βάζει την Αθήνα σε μια ιδιότυπη «ομηρία». Και είτε εννοεί, είτε όχι την απειλή ότι θα στείλει ερευνητικά πλοία στα… αβαθή της Κρήτης, αποκτά – αιφνιδίως ή μη – ρόλο ρυθμιστή στο εν Ελλάδι πολιτικό σκηνικό.

Ads

Εάν επαληθευτούν οι αναλύσεις που θέλουν τον Τούρκο πρόεδρο να υπηρετεί συγκεκριμένο και μελετημένο σχέδιο αναθεωρητισμού, τότε σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας μπορεί να βρεθεί ενώπιον ιστορικών προκλήσεων πολύ σύντομα – κατά κάποια σενάρια, ίσως και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου χρόνου. Εάν ο Ερντογάν παίζει (το πιθανότερο) την ελληνοτουρκική ένταση ως το «σκληρό» χαρτί στο ενεργειακό πόκερ της Μεσογείου και της συνεκμετάλλευσης, η εν λόγω «ομηρία» θα κρατήσει όσο και το γεωπολιτικό παζάρι – ή τουλάχιστον, όσο του αφήνουν χώρο και χρόνο η Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ.

Το βέβαιο είναι πως έως ότου ξεκαθαρίσει το γεωπολιτικό τοπίο, ο Ερντογάν διαμορφώνει πολιτική ατζέντα στην Ελλάδα. Και αναγκάζει κυβέρνηση και αντιπολίτευση να αναδιαμορφώσουν τις δικές τους στρατηγικές, σχεδιασμούς και προτεραιότητες.

Για την κυβέρνηση, η πρώτη ανάγνωση λέει πως η ένταση στο εθνικό μέτωπο την ευνοεί – όπως ευνοείται, και συσπειρώνει κάθε κυβέρνηση που βρίσκεται ενώπιον εθνικού κινδύνου και απειλής εθνικής κρίσης. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, η εορταστική περίοδος περισυλλογής για τον Κυριάκο Μητσοτάκη αποκτά νέες πολιτικές παραμέτρους, αυξημένης δυσκολίας. Εδώ, η πρώτη εγχώρια παρενέργεια της υπερθέρμανσης στις σχέσεις με την Αγκυρα είναι ήδη ορατή και αφορά την επιλογή του πρωθυπουργού για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ads

Η προοπτική μιας μακράς περιόδου έντασης στα ελληνοτουρκικά έχει ενισχύσει και τις εισηγήσεις σύμφωνα με τις οποίες ο επόμενος Πρόεδρος πρέπει να είναι έμπειρο πολιτικό πρόσωπο – γεγονός, που κατά κάποιους αναβαθμίζει τις πιθανότητες του Προκόπη Παυλόπουλου, κατά κάποιους άλλους ξαναβάζει με αξιώσεις στο τραπέζι μια υποψηφιότητα της Αννας Διαμαντοπούλου. Η υποψηφιότητα Σημίτη ήδη…  αυτοπυρπολήθηκε και οι προτάσεις για, λιγότερo ή περισσότερο συμπαθή, απολιτίκ πρόσωπα παραπέμπονται μετ’ επαίνων στις καλένδες.

Παραπλεύρως, καίγονται οριστικά και οι – ούτως ή άλλως – μειοψηφικές εισηγήσεις για πρόωρες εκλογές – εξπρές. Οσο ευνοϊκές κι εάν είναι οι δημοσκοπήσεις για την κυβέρνηση, ουδείς στο Μαξίμου μπορεί να σκεφτεί ως σοβαρή προτεραιότητα το «κάψιμο» της απλής αναλογικής όταν καίγεται η αυλή της χώρας.

Το μείζον όμως, και δομικό, ζήτημα που καλείται πλέον να αντιμετωπίσει, και να απαντήσει η κυβέρνηση είναι ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά. Το άρθρο Σημίτη ήταν αρκετό για να αναδείξει την αμηχανία στο κυβερνητικό στρατόπεδο – και τούτο όχι μόνον λόγω της εμπλοκής του Κώστα Καραμανλή.

Τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας βάζουν σε πρώτο πλάνο την αναβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος δείχνοντας προς ένα νέο, δόγμα ενοποίησης άμυνας και διπλωματίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αφήνει να εννοηθεί ότι η προοπτική της Χάγης τελεί υπό συζήτηση αλλά όχι στην παρούσα συγκυρία, και η Ντόρα Μπακογιάννη πάει δημόσια κόντρα στο «γαλάζιο» ρεύμα και λέει «ναι, τώρα είναι η ώρα για να ανοίξει ο διάλογος με την Τουρκία» για το συνυποσχετικό που θα οδηγήσει στο διεθνές δικαστήριο. Είναι προφανές ότι όλα αυτά απέχουν μακράν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, από την ύπαρξη ενιαίας και συμπαγούς στρατηγικής.

Προφανείς όμως είναι και οι προκλήσεις, όπως και οι ανατροπές, για την αξιωματική αντιπολίτευση. Η ένταση στα ελληνοτουρκικά ακυρώνει εκ των πραγμάτων – και τουλάχιστον στην παρούσα φάση – την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης την οικονομία και τα ζητήματα του κοινωνικού κράτους. Περιορίζει επίσης τα περιθώρια και τις δυνατότητες για επιθετική αντιπολίτευση, με δεδομένο ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει ξεκαθαρίσει πως δεν σκοπεύει να κάνει πολιτική σπέκουλα με τα εθνικά θέματα.

Ως εκ τούτων, η Κουμουνδούρου θα επιμείνει στην ανάδειξη μιας εθνικής στρατηγικής που βασίζεται στο δίπτυχο «όχι στην στρατιωτικοποίηση της έντασης – ναι στην σκληρή διπλωματική πίεση», με επιμονή στην ανάγκη να υπάρξουν ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Τουρκίας. Και θα επιχειρήσει να εμφανιστεί πρωτίστως ως ο μοχλός που οδηγεί την κυβέρνηση και όχι ως τυφλός και μετωπικός αντίπαλός της. Αλλωστε, σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του της εθνικής στρατηγικής η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αρκετά κοντά στην «σχολή» του Ελσίνκι, με ό,τι σημαίνει αυτό για τις συμμαχίες που θα επιδιώξει εάν και όταν τεθούν τα μεγάλα διλήμματα…