Το μορατόριουμ του Αυγούστου με τον Ερντογάν δρομολογεί τον μεγάλο ελληνοτουρκικό διάλογο. Και, μαζί, ίσως δρομολογεί και πολιτικές εξελίξεις τον Σεπτέμβρη – ή, τουλάχιστον, επαναφέρει τον… γλυκό εκλογικό πειρασμό του Σεπτέμβρη σε ισχυρούς κύκλους εντός και πέριξ της κυβέρνησης.

Ads

Eίναι ο ίδιος πειρασμός που γεννήθηκε ως επιτομή του πολιτικού τακτικισμού – διότι «θα έβγαζε νοκ άουτ τον Τσίπρα», τον ΣΥΡΙΖΑ, και την απλή αναλογική μαζί, και θα έδινε και μια «καθαρή τετραετία», εάν όχι…  οκταετία, στον Κυριάκο Μητσοτάκη -, αλλά τώρα ενισχύεται από ένα θερμό εθνικό φορτίο: Το φορτίο που συνοψίζεται στο ερώτημα εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την λαϊκή εντολή να πάει σε διμερή διάλογο με την Τουρκία για ο,τιδήποτε άλλο πέραν της υφαλοκρηπίδας.

Μέχρι στιγμής θέση της κυβέρνησης, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, παραμένει πως μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι η υφαλοκρηπίδα και, κατ’ επέκταση, η ΑΟΖ. Ο Ιμπραήμ Καλίν, όμως, ο εκπρόσωπος του Ερντογάν από τον οποίο πληροφορήθηκε η ελληνική κοινή γνώμη ότι βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία ελληνοτουρκικής προσέγγισης, ζήτησε διάλογο «άνευ όρων» και «εφ όλης της ύλης». Το Βερολίνο, το οποίο έχει αναλάβει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, αποφεύγει επιμελώς να οριοθετήσει το πλαίσιο του διαλόγου που προωθεί, το Στέητ Ντηπάρτμεντ μίλησε σε επίσημη ανακοίνωσή του για «αμφισβητούμενα ύδατα», και οι πληροφορίες από έγκυρες διπλωματικές πηγές αναφέρουν πως η Αγκυρα έχει στείλει ήδη στην Ευρωπαϊκή Ενωση την «λίστα» των θεμάτων που θα βάλει προς συζήτηση – μια λίστα, που περιλαμβάνει από την μοιρασιά των υδρογονανθράκων έως την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και το Κυπριακό.

Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον προφανές ότι Γερμανία και ΗΠΑ θα πιέσουν την Αθήνα για έναν διάλογο «ευέλικτης ατζέντας» και περιεχομένου. Και είναι εξίσου προφανές το ερώτημα εάν η ελληνική κυβέρνηση έχει την δυνατότητα να κάτσει στο τραπέζι έστω και μόνον για να ακούσει οποιαδήποτε τουρκική διεκδίκηση που υπερβαίνει το θέμα της υφαλοκρηπίδας.

Ads

Η απάντηση που δίνουν ορισμένοι κυβερνητικοί σύμβουλοι στις εισηγήσεις τους προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι η μετατροπή της διεθνούς πίεσης σε… πολιτική ευκαιρία: Η προσφυγή σε πρόωρες κάλπες το φθινόπωρο με την επίκληση σοβαρού εθνικού ζητήματος και με κεντρικό αφήγημα και ζητούμενο την εντολή για την έναρξη ενός «ιστορικού ελληνοτουρκικού διαλόγου».

Μια δεύτερη εισήγηση θέλει την σύγκλιση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, την εκεί οριοθέτηση του πλαισίου του διαλόγου κι, ενδεχομένως, και μιας νέας εθνικής γραμμής, και εν συνεχεία την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Σ’ αυτό το σενάριο οι εκλογές θα έρθουν λίγο αργότερα, εν είδει «επικύρωσης» μιας λύσης με την Αγκυρα και με διπλό πολιτικό κέρδος: Τον εκ προοιμίου «αφοπλισμό» του Αλέξη Τσίπρα αφού θα έχει συναινέσει στην λύση και την ανάδειξη του προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη σε επίπεδο «ιστορικού ηγέτη».

Η αξιολόγηση και οι αποφάσεις και επί των δύο σεναρίων, προϋποθέτει την στάθμιση των θέσεων δύο παραγόντων: Του Αλέξη Τσίπρα και του Αντώνη Σαμαρά.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φέρεται να ενημερώθηκε για το χρονοδιάγραμμα και το πλαίσιο της γερμανικής πρωτοβουλίας στην συνάντησή του με τον πρωθυπουργό. Και φέρεται επίσης να έθεσε με απόλυτη σαφήνεια τις «κόκκινες γραμμές» του – ότι, δηλαδή, είναι θετική μεν η προοπτική ενός διαλόγου με την Τουρκία αλλά μοναδική και αποκλειστική διαφορά προς συζήτηση αποτελεί η υφαλοκρηπίδα. Οι δε πληροφορίες αναφέρουν πως αυτή η θέση του Αλέξη Τσίπρα «δεν αλλάζει και δεν μπαίνει υπό αίρεση», ανεξαρτήτως του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτίθεται να ασκήσει στα εθνικά θέματα αντιπολίτευση μοντέλου… μακεδονομάχων.

Σε ό,τι αφορά τον Αντώνη Σαμαρά, έχει στείλει ήδη τα πρώτα του μηνύματα: Λέει «όχι» σε προσφυγή στην Χάγη, δηλώνει ότι «διάλογο με πειρατές δεν κάνεις», και ζητά εθνικό, ισχυρό δόγμα αποτροπής. Εν ολίγοις, όσοι εισηγούνται στον Κυριάκο Μητσοτάκη εκλογές με ατζέντα ελληνοτουρκικής προσέγγισης, μάλλον θα πρέπει να συνυπολογίζουν και μια παράλληλη αναμέτρηση με τον Αντώνη Σαμαρά.