Το νέο, μετά 20ής Σεπτέμβρη, πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα σφραγίζεται από τη μεγάλη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτή η συνθηκολόγηση σφραγίζει, με τη σειρά της, τα νέα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα και τη συζήτηση που ανοίγει στο σύνολο της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Ads

Μπορούν, και πού, να συναντηθούν Ευρώπη και ριζοσπαστική Αριστερά; Ηττήθηκε οριστικά ή όχι ο δρόμος των «αντι-μνημονίων» και της αντίστασης στο δόγμα της λιτότητας; Και υπάρχει ή όχι εναλλακτικός, «αντι-ευρώ» δρόμος – δρόμος ρήξης και νομισματικής κυριαρχίας;

Αυτή τη συζήτηση συνεχίζει και σήμερα το tvxs.gr, στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης με τον αναπληρωτή καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου και διδάκτορα του Πανεπιστημίου Paris II, Γεράσιμο Μοσχονά.

Διαβάστε εδώ το 1ο μέρος της συνέντευξης: Η νίκη του «ταραχοποιού» ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία του ευρω-ρεαλισμού

Ads

Σε ό,τι αφορά κατ΄αρχάς το ελληνικό πολιτικό σκηνικό, κομβικό σταθμό στην εξέλιξη του «αντι-ευρώ κινήματος, αποτελεί η – εκλογική τουλάχιστον – ήττα της Λαϊκής Ενότητας. Είναι μια ήττα που ο Γεράσιμος Μοσχονάς την αποδίδει, κατά κύριο λόγο, σε δύο μεγάλες αμφισημίες:

«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα», επισημαίνει, «υπάρχει ένα ποσοστό πληθυσμού της τάξης του 20% το οποίο ειναι συγκροτημένα και συνεκτικά αντι-ευρώ. Αυτό το ποσοστό είναι μοιρασμένο σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους – ανάμεσα σε αυτούς βρίσκεται και η Χρυσή Αυγή – αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του τοποθετείται στον αριστερό χώρο.
Αυτό το ποσοστό μέχρι τώρα στην ουσία δεν είχε αυθεντική πολιτική αντιπροσώπευση. Θεωρώ, ότι ήταν μια στρέβλωση στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος η απουσία συγκροτημένης πολιτικής εκπροσώπησης – με εξαίρεση το ΚΚΕ – του τμήματος αυτού του πληθυσμού.

Η ΛΑ.Ε, λοιπόν, είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει ένα σημαντικό τμήμα αυτού του 20% και να διορθώσει την εν λόγω στρέβλωση, καλύπτοντας εν μέρει το κενό εκπροσώπησης. Εν τούτοις, δεν τα κατάφερε εκλογικά. Κατ΄αρχάς να της δώσουμε το ελαφρυντικό ότι είχε πολύ λίγο χρόνο για να προετοιμαστεί. Η απουσία χρόνου για ένα κόμμα μη αρχηγικό είναι σημαντικός παράγοντας, που εξηγεί εν μέρει, αλλά μόνον εν μέρει, την αποτυχία. 

‘Ομως, η στρατηγική της είχε δύο κρίσιμες αμφισημίες:

Οι αμφισημίες της ΛΑ.Ε

Η πρώτη αμφισημία είναι πως ενώ το πρόγραμμά της ήταν ρητά υπέρ της νομισματικής κυριαρχίας, άρα υπέρ της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, τόσο το κεντρικό επιτελείο της ΛΑ.Ε. όσο και βασικά στελέχη της δεν προώθησαν αυτή την πολιτική θέση με αποφασιστικό και ξεκάθαρο τρόπο. Από την μια διακήρυσσαν την ανάγκη εξόδου από την ευρωζώνη και από την άλλη χρησιμοποιούσαν συνθήματα και μοτίβα που παρέπεμπαν σε ένα remake της αντιμνημονιακής πολιτικής ή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Το κεντρικό προεκλογικό μοτίβο “εμείς εκφράζουμε το 62% του ΟΧΙ” παρέπεμπε σε μια κλασσική αντι-μνημονιακή γραμμή (το 62% δεν ήταν ψήφος αντι-ευρώ, αυτό το γνωρίζουμε όλοι). Η αντιμνημονιακή διάσταση ενισχύθηκε από κεντρικές προσωπικότητες με αμφιλεγόμενη πολιτική κουλτούρα, όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία απέφευγε να τοποθετηθεί ξεκάθαρα και πειστικά επί του θέματος της εξόδου ή όχι, από την ευρωζώνη.

Σε κάθε περίπτωση, η αντι-μνημονιακή στρατηγική είχε εξαντληθεί με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ο, έστω ΣΥΡΙΖΑ χωρίς επαγγελματισμό, τα δοκίμασε όλα, πήρε σχεδόν όλα τα ρίσκα. ‘Οξυνε στο έπακρο την αντι-μνημονιακή πολιτική με το “αιρετικό” δημοψήφισμα, δοκίμασε μέχρι και το κλείσιμο των τραπεζών: το επόμενο βήμα, μετά όλα αυτά, ήταν ή ο συμβιβασμός ή η έξοδος από το ευρώ. Τί άλλο θα μπορούσε να σημαίνει το αντι-μνημόνιο μετά τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου 2015;

Η ΛΑ.Ε εν τούτοις, για λόγους εκλογικούς, επέμεινε στο αντι-μνημόνο. Αυτή όμως η αμφισημία κόστισε, για τον απλούστατο λόγο ότι το μήνυμά της φάνηκε δειλό, διφορούμενο, πολύ ασθενικό. Το νεοσύστατο κόμμα έμοιαζε περισσότερο με έναν μικρό αντι-ΣΥΡΙΖΑ παρά με νέο κόμμα που πολώνει την πολιτική αντιπαράθεση προτείνοντας μια νέα εθνική στρατηγική για τη χώρα. Εν ολίγοις, η ΛΑ.Ε δεν εμφανίστηκε με δύναμη και αποφασιστικότητα ως φορέας μιας νέας εθνικής στρατηγικής. Επίσης, υποβάθμισε υπερβολικά τις δυσκολίες της μετάβασης σε άλλο νόμισμα. ‘Οταν όμως δεν μιλάς για το κόστος – που θα είναι μεγάλο, γιατί θα συνδυαστεί με ταυτόχρονη χρεοκοπία – της αλλαγής νομίσματος, χάνεις τη δυνατότητα να μιλήσεις πειστικά και για τα οφέλη της αλλαγής νομίσματος.
Υπήρξε λοιπόν, μια δειλία, που εκπλήσσει ιδιαίτερα, αν λάβει κανείς υπόψη το λενινιστικό background πολλών από τα στελέχη της ΛΑ.Ε, background που θα έπρεπε λογικά να τους είχε κάνει πιο τολμηρούς αλλά και καλύτερα προετοιμασμένους, «με το βλέμμα καρφωμένο στο στόχο», όπως θα έλεγε ο Στέφαν Τσβάιχ. Η δειλία αυτή εκφράστηκε και στην φάση γέννησης του κόμματος. Οι βουλευτές καταψήφιζαν την πολιτική της κυβέρνησης και ταυτόχρονα υποστήριζαν ότι αυτό δεν σημαίνει άρση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, κάτι που είναι θεμελιακά ασύμβατο με τα κοινοβουλευτικά ήθη. Η ΛΑ.Ε, συνεπώς, ήταν, σε ό,τι αφορά το κεντρικό πολιτικό της στίγμα, όχι το πρόγραμμα της stricto sensu, σε μια συνεχή αμφισημία ανάμεσα στο να δώσει έμφαση στην επιστροφή στη νομισματική κυριαρχία και στο να δώσει έμφαση στην αντι-μνημονιακή γραμμή. Κυριάρχησε, νομίζω, ο τακτικισμός. Επιχειρώντας να εκφράσει και τα δύο υποβάθμισε εν τέλει το δικό της διακριτό μήνυμα.  

Υπήρχε και μια δεύτερη αμφισημία: η αμφισημία ανάμεσα σε μια αντίληψη που θα την ονόμαζα “παρωχημένη”, της κοινωνίας και της πολιτικής και σε μια αντίληψη πιο μοντέρνα. Συνολικά, υπάρχει μια μοντέρνα στρατηγική εξόδου από το ευρώ και μια παλαιάς κοπής στρατηγική εξόδου. Την μοντέρνα στρατηγική εξόδου από τον ευρώ την εκφράζουν πολλές προσωπικότητες σε όλον τον κόσμο, από τον Πολ Κρούγκμαν και μια σειρά σοβαρότατους, συχνότατα ριζοσπάστες και αριστερούς, οικονομολόγους στην Ευρώπη, μέχρι τον Λαφοντέν στη Γερμανία και, θα έλεγα, τον Λαπαβίτσα στην Ελλάδα – ασχέτως αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με μια τέτοια αντίληψη ή με τις υποθέσεις εργασίας που την στηρίζουν. Και υπάρχει και μια παραδοσιακή αντίληψη, η οποία δεν κατανοεί αρκετά την συνθετότητα του φαινομένου της Ε.Ε., δεν κατανοεί τα κίνητρα που ωθούν τον ελληνικό λαό να επιθυμεί την παραμονή της χώρας στον πυρήνα της Ευρώπης, δεν κατανοεί αρκετά τα κοινωνικά ρεύματα και τις κοινωνικές – ταξικές αντιθέσεις του παρόντος χρόνου, βλέπει “ριζοσπαστικότητα” και “ριζοσπαστικοποίηση” εκεί που δεν υπάρχουν και δεν τις βλέπει εκεί που υπάρχουν, βλέπει παντού (ενώ δεν υπάρχουν παντού) “αποικιοκρατία”, “υποταγμένους” και “κάλπικες δημοσκοπήσεις”  – κοινώς έχει μια κουλτούρα, ένα λόγο και μια αισθητική παλαιάς κοπής. Η αντιμετώπιση του Τσίπρα, του μέχρι εχθές κοινού ηγέτη, ως σχεδόν “προδότη” είναι χαρακτηριστική αυτής της παλαιάς κουλτούρας. Η ΛΑ.Ε, δέσμια αυτής της γραμματικής, δεν κατάφερε να «πιάσει» το πραγματικό λαϊκό αίσθημα, το οποίο εκφράστηκε με τις εξαιρετικές επιδόσεις του  ΣΥΡΙΖΑ στις λαϊκές γειτονιές και προάστια.

Όταν αναφέρομαι, λοιπόν, σε δύο αντιλήψεις, δεν αναφέρομαι σε εσωτερικές αντιθέσεις, άλλωστε δεν γνωρίζω αν υπάρχουν, αναφέρομαι στην συνύπαρξη εντός της ΛΑ.Ε διαφορετικών στυλ πολιτικής, ενός παραδοσιακού και ενός πιο σύγχρονου. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι το στυλ “παλαιάς κοπής” επέθεσε καθοριστικά την σφραγίδα του στην πολιτική της ΛΑ.Ε και αυτό συνέβαλε σημαντικά στο κακό αποτέλεσμα. Η ΛΑ.Ε φάνηκε – με την εξαίρεση των πολύ μοντέρνων διαφημιστικών της spots – παλαιά και απροετοίμαστη. Αν στα προηγούμενα κανείς προσθέσει την απουσία δημοφιλούς και πειστικής ηγεσίας, μπορεί να κατανοήσει την κακή της εκλογική επίδοση».

Ε.Ε. και αποσταθεροποίηση του αριστερού ριζοσπαστισμού

Με το «αντι-ευρώ» αίσθημα όμως, ενισχυμένο όχι μόνον στην ελληνική κοινωνία, αλλά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ένα νέο κεφάλαιο δύσκολης διαλεκτικής φαίνεται πως ανοίγει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο Γεράσιμος Μοσχονάς σημειώνει πως ουδείς μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγήσει αυτή η διαλεκτική, ενώ, ειδικά για την Ελλάδα και τη Λαϊκή Ενότητα, εκτιμά πως το στοίχημα παραμένει ανοιχτό:

«Η ΛΑ.Ε δεν μπήκε στη Βουλή», λέει, «αλλά πιθανώς θα επιβιώσει ως πολιτική δύναμη. Είναι η κουλτούρα των ανθρώπων της ΛΑ.Ε τέτοια, που δεν θα εγκαταλείψουν την μάχη. Και, επαναλαμβάνω, υπάρχει ένα κενό εκπροσώπησης του αντι-ΕΕ τμήματος του πληθυσμού που την ευνοεί, όπως την ευνοεί το μνημονιακό μονοπάτι στο οποίο έχει εισέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα είναι πώς θα συγκροτήσει τα επόμενα πολιτικά της βήματα: θα δώσει προτεραιότητα στην αρνητική κριτική περιμένοντας την ενδεχόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ή θα προτείνει ένα μοντέρνο αριστερό αφήγημα και μια άλλη εθνική στρατηγική για τη χώρα; Μπορεί μια τέτοια στρατηγική να γίνει εκλογικά πειστική, όταν για μια χώρα οικονομικά αδύναμη, όπως η Ελλάδα, το κόστος μετάβασης σε άλλο νόμισμα θα είναι ιδιαίτερα υψηλό; Απέναντι στον Α. Τσίπρα, ο οποίος θα επιχειρήσει να ελέγξει το μέγιστο τμήμα του πεδίου Αριστερά και κεντροαριστερά επιβάλλοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα μεγάλο κεντρικό (όχι κεντρώο) κόμμα στα Αριστερά, η ΛΑ.Ε, αν δεν απαντήσει πειστικά σε αυτά τα ερωτήματα, θα περιοριστεί στον ρόλο μιας αριστερής διάσπασης, πιθανώς σοβαρής και συνεκτικής, αλλά μίζερης και ανίκανης να δημιουργήσει ευρύτερη δυναμική.

– Το ίδιο στοίχημα και η ίδια διαλεκτική έχει ανοίξει και πανευρωπαϊκά. Με άνιση μεν, αυτή τη στιγμή, κατανομή δυνάμεων και ισχύος, αλλά με ρωγμές στα παγιωμένα τείχη και με ευρύτερες ζυμώσεις στο σύνολο της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

«’Ολη αυτή η μακρά διαπραγμάτευση», σημειώνει ο Γεράσιμος Μοσχονάς,«δεν βοήθησε πολύ τη χώρα, όμως είχε ένα θετικό αποτέλεσμα. ‘Εφερε την αντιπαράθεση για την λιτότητα στο κέντρο της ευρωπαϊκής σκηνής. ‘Ηταν μια επιτυχία του Τσίπρα, διότι απονομιμοποίησε, τουλάχιστον εν μέρει, τις γερμανικές αντιλήψεις και την αλαζονία της Γερμανίας περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια, θέτοντας εν αμφιβόλω όσα η Γερμανία, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προσπαθούσε να χτίσει ως μετριοπαθής, ευρωπαϊκή, δημοκρατική δύναμη». 

«Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και την Αριστερά, κατά τη γνώμη μου η Ελλάδα αποτέλεσε μια καταπληκτική εικονογράφηση αυτού που στη θεωρία ήδη ξέραμε: Η Ε.Ε, σε αντίθεση με τα πολιτικά συστήματα που παρήγε το έθνος-κράτος, περιέπλεξε σε πρωτόγνωρο βαθμό τα δύο ιστορικά μοντέλα πολιτικής δράσης της αριστεράς, τόσο το μεταρρυθμιστικό (αυτό αφορά και την σοσιαλδημοκρατία), όσο και το ριζοσπαστικό. Ειδικότερα, ο αριστερός ριζοσπαστισμός αποσταθεροποιήθηκε καταλυτικά. Και αυτό αφορά και τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη «έσωθεν» (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) και τις δυνάμεις που επιλέγουν τον μοναχικό δρόμο και την επιστροφή στη νομισματική κυριαρχία (όπως η ΛΑ.Ε).  Οι μεν (οι κριτικοί ευρωπαϊστές) υποχρεώνονται να υιοθετήσουν ένα μακράς διάρκειας μεταρρυθμιστικό σχέδιο χωρίς δυνατότητα πρακτικής προώθησης των πολιτικών επιλογών τους στο ορατό μέλλον, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η αριστερή ταυτότητά τους. Οι δε, υιοθετούν μια πολιτική αντί-ΕΕ (έξοδος από το ευρώ, επιστροφή στην εθνική κυριαρχία) με κίνδυνο να περιοριστούν στο ρόλο μίας μόνιμης μειοψηφίας αποκομμένης από τα  “μοντέρνα” κοινωνικά στρώματα και χωρίς ικανότητα επηρεασμού των διεθνών εξελίξεων. Οι μεν, όσοι θέλουν την αλλαγή έσωθεν, υποτιμούν τον συντηρητικό χαρακτήρα της ΕΕ (ο οποίος δεν οφείλεται μόνον στο ότι οι δεξιές δυνάμεις κυριαρχούν στην σημερινή Ευρώπη αλλά και στην συγκρότηση ενός πολύπλοκου θεσμικού συστήματος λήψης αποφάσεων το οποίο είναι δυσκίνητο, βαρύ, στηρίζεται στον συμβιβασμό και, άρα, είναι εχθρικό προς κάθε είδους ριζοσπαστισμό, είτε αριστερό είτε δεξιό). Οι δε, όσοι διαλέγουν τον εθνικό δρόμο, υποτιμούν το τεράστιο οικονομικό βάρος της ΕΕ που επηρεάζει και τις οικονομικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κρατών που δεν ανήκουν σ’αυτήν. Υποτιμούν, επίσης, τα πολιτικά και γεωπολιτικά – στρατηγικά αίτια που οδηγούν τα κράτη και τους πληθυσμούς να επιθυμούν να παραμείνουν στην ΕΕ (από τη Γαλλία και τη Γερμανία μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο) – και έτσι, μιλώντας μόνο για οικονομία, αποκόβονται από εθνικούς πληθυσμούς που, λόγω της ιστορικής μνήμης που κουβαλούν, κατανοούν την ένταξη στην ευρωζώνη σαν κάτι πιο σύνθετο από τις αναλύσεις των αντι-ευρώ οικονομολόγων (κάτι που το πλήρωσε εκλογικά η ΛΑ.Ε).».

– Ευρώπη και ριζοσπαστική Αριστερά είναι τελικά έννοιες ασύμβατες;

«Θα το έθετα γενικότερα: τα πολύ-κρατικά, πολυκεντρικά συστήματα είναι ασύμβατα με τον ριζοσπαστισμό κάθε είδους. Και τον αριστερό, και τον δεξιό, και τον φεντεραλιστικό. Είναι συστήματα συμβιβασμού από τη βαθύτερη τους φύση».

– Ειδικότερα όμως για την Αριστερά;

«Η Ε.Ε, λόγω των πολιτικών λιτότητας, ευνοεί την εκλογική δυναμική της ριζοσπαστικής αριστεράς, όταν όμως αυτή βρίσκεται στην αντιπολίτευση, και μάλιστα σε βάρος του παλαιού ανταγωνιστή, της σοσιαλδημοκρατίας. Δυσχεραίνει όμως την ικανότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς να προωθήσει τους πολιτικούς στόχους της, την υπονομεύει ως δύναμη κοινωνικού μετασχηματισμού. Και αυτό αφορά όλα τα ρεύματα της Αριστεράς. Η Ε.Ε. δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα αποτελεσματικότητας σε όλους, και σε εκείνους που θα ήθελαν έσωθεν να αλλάξουν την Ευρώπη και σε εκείνους που θα ήθελαν να ακολουθήσουν μια εθνική go-it-alone ριζοσπαστική στρατηγική. Πρόκειται για ένα «κακό» στρατηγικό δίλημμα και είναι αφελείς όσοι θεωρούν ότι κατέχουν την «καλή» λύση. ‘Αλλωστε, η “καλή” λύση μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε χώρα.»