Ο βουλευτής του Ποταμιού Σπύρος Δανέλλης, απαντώντας στο τελεσίγραφο που του έθεσε ο Σταύρος Θεοδωράκης για να ξεκαθαρίσει τη θέση του σχετικά με τη ψήφο εμπιστοσύνης, ανακοίνωσε πως θα στηρίξει την κυβέρνηση και δεν θα συνταχθεί με τη γραμμή του κόμματος.

Ads

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Σταύρος Θεοδωράκης αναμένεται την Τρίτη, στη Βουλή, να ανακοινώσει τη διαγραφή του από το κόμμα. Με τη ψήφο του Σπύρου Δανέλλη συμπληρώνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία των 151 για την ψήφο εμπιστοσύνης. 

Διαβάστε αναλυτικά το παρασκήνιο από το τελεσίγραφο του Σταύρου Θεοδωράκη μέχρι την απόφαση του Σπύρου Δανέλλη: Η διπλή πίεση σε Δανέλλη και Θεοδωράκη

Η πρόθεση του κ. Δανέλλη για σύμπλευση με την κυβέρνηση είχε εκφραστεί δημόσια από τον ίδιο, ο οποίος προέτρεπε το Ποτάμι να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης και να υπερψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ωστόσο η ηγεσία του Ποταμιού αποφάσισε να καταψηφίσει στην ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά να υπερψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Ads

Η διαφοροποίηση του Σπύρου Δανέλλη είχε διαφανεί και από την ομιλία του την Κυριακή, στην εκδήλωση με θέμα “Το στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών”, η οποία διοργανώθηκε από στελέχη της κεντροαριστεράς και στην οποία μίλησε και ο πρωθυπουργός. Μάλιστα ο Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της εκδήλωσης, απήυθυνε προσκλητήριο στις προοδευτικές δυνάμεις για συστράτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια συμμαχία, μια συμπαράταξη χωρίς ηγεμονισμούς, σε όλα τα μέτωπα κοινωνικά και πολιτικά. 

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και ο Σπύρος Δανέλλης στη δική του τοποθέτηση: 

“Επί ενάμιση χρόνο το θέμα της αναγνώρισης των Σκοπίων κυριάρχησε στην εθνική μας ζωή. Στο ίδιο διάστημα στα Βαλκάνια συντελούνταν βαθιές αλλαγές και η Ελλάδα διέθετε όλες τις προϋποθέσεις για να διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο. Επρόκειτο για μια ιστορική ευκαιρία, που αν την «άρπαζε» η χώρα μας θα μπορούσε να αναβαθμίσει τη διεθνή της θέση για δεκαετίες. Αντί γι’ αυτό, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν έμειναν σε ένα και μόνο: Να μην αναγνωριστεί η γειτονική Δημοκρατία με το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ή οποιοδήποτε παράγωγό του. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. βαδίζοντας από «θρίαμβο» σε «θρίαμβο» οδήγησε τη χώρα σε ασφυκτική απομόνωση και επέτρεψε στην Άγκυρα να εγκαταστήσει το βόρειο βραχίονα του Ισλαμικού τόξου κατά μήκος των συνόρων μας από την Αλβανία ως τη Βουλγαρία.

Στην εθνικιστική έξαψη που κατηύθυνε τα βήματα αυτά μετείχε και το ΠΑΣΟΚ, με την ασυλλόγιστη πλειοδοσία στην απολυτοποίηση του ονόματος. Καμιά ανθελληνική προσπάθεια δεν θα μπορούσε να κάνει τόση ζημιά όσο η παρορμητική και λαθεμένη πολιτική που εφαρμόστηκε. Μέσα σε συνθήκες γενικής κρίσης και γενικευμένης αναξιοπιστίας, ο Λαός έδωσε στην υπόθεση την ψυχή του και συμμετείχε ευτυχής στις μεγάλες κινητοποιήσεις, για να πειστούν οι ξένοι, «όσοι δεν είχαν επαρκώς ενημερωθεί». Στην πραγματικότητα ο μόνος μη ενημερωμένος και παραπληροφορημένος, ήταν εκείνος, γιατί η ηγεσία του αποδείχτηκε απίστευτα κατώτερη από την Αλήθεια της στιγμής. Αυτός ο Λαός δεν πρέπει να βγει από τη δοκιμασία με το αίσθημα της ήττας. Δε θα πρόκειται για ήττα του Έθνους αλλά για ήττα μιας συγκεκριμένης αδιέξοδης πολιτικής, που θυσίασε πάρα πολλά στο βωμό κομματικών ανταγωνισμών, εύκολης δημαγωγίας και εκλογικών υπολογισμών. Όταν περάσει η σημερινή παραζάλη αυτό δε θα πρέπει να το ξεχάσει κανείς!

Αυτά έγραφε το 1993 στο βιβλίο του με τίτλο «Το αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού – σκέψεις για το Μακεδονικό» ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος.

Θέλω να σταθώ όμως στην εθνική στάση του τότε – σε αυτόν τον απίστευτο μαξιμαλισμό – όπου η συντριπτική πλειοψηφία ζητούσε να μην αναγνωριστεί η γειτονική Δημοκρατία με το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ή οποιοδήποτε παράγωγό του. Τι πετύχαμε συλλογικά ως κοινωνία, ως πολιτικό σύστημα, ως χώρα εμμένοντας σε αυτήν την αρχή; Η «χώρα χωρίς όνομα» που της κάνουμε τη χάρη να αποκαλούμε το «κρατίδιο των Σκοπίων», κι ας είναι 3 φορές σαν την Κύπρο, αναγνωρίστηκε από όλον τον κόσμο, ως σκέτο «Μακεδονία». Οι χάρτες κι οι υδρόγειοι όλου του κόσμου, οι εγκυκλοπαίδειες κι άτλαντες, οι μαθητές όλου του πλανήτη, Δημοκρατία της Μακεδονίας την αποκαλούν. Άσε που ο στρουθοκαμηλισμός μας θέλει να αγνοεί πως είτε πΓΔΜ, είτε FYROM, αυτό το «Μ», μας αρέσει δε μας αρέσει, σημαίνει Μακεδονία. Όπως τότε, έτσι και σήμερα οι πολίτες έχουν κατεβάσει ρολά στη λογική.

Κανείς δεν επιζητεί την γνώση, δεν ακούει επιχειρήματα, δεν αναστοχάζεται με ψυχραιμία «τι κερδίσαμε, τι χάσαμε;». Η πατρίδα μας έχει πληρώσει πολλές φορές την άρνηση της κοινωνίας να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Αυτή ακριβώς η διαχρονική άρνηση αυτοπαρατήρησής μας, μας οδηγεί στο να βλέπουμε μονίμως ως εχθρούς τους ξένους, να βλέπουμε με ισχυρούς παραμορφωτικούς φακούς την ίδια μας την ιστορία, την ιστορία του τόπου στον οποίο ζούμε. Μια κοινωνία κουρασμένη. Που νιώθει πως πηγαίνει από ήττα σε ήττα, που νιώθει ότι της φταίνε όλοι. Μια κοινωνία στερημένη οραμάτων, διψασμένη για στιγμές ανάτασης, διψασμένη για πρόχειρα ερεθίσματα, ικανά να την εμπνέουν, αλλά και να τη βγάζουν από την καθημερινή μιζέρια, είναι μια κοινωνία που προσφέρεται εξαιρετικά για τη διάδοση και την εδραίωση μεγαλοϊδεατικού τύπου προτάσεων. Είναι μια κοινωνία ευεπίφορη σε ψέματα και παρανοειδείς φοβίες. Είναι όμως και μια κοινωνία που αποκαλύπτει έλλειμμα εαυτού και ταυτότητας. Μια κοινωνία που χρειάζεται επειγόντως «μετάγγιση» αυτοπεποίθησης. Μια κοινωνία χαμένη…

Υπάρχουν όμως και οι κερδισμένοι. Οι πατριδοκάπηλοι δημαγωγοί της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, για άλλη μια φορά, εκμεταλλευόμενοι τα αγνά πατριωτικά συναισθήματα του ελληνικού λαού και τις αυξημένες ευαισθησίες των Ελλήνων Μακεδόνων, με τις μνήμες της προσφυγιάς και των χαμένων πατρίδων ακόμη νωπές, διαστρέφοντας συστηματικά την αλήθεια και παραποιώντας βάναυσα την πραγματικότητα, τοκίζουν στο μικροπολιτικό και προσωπικό τους συμφέρον, σε βάρος του εθνικού.

Και μην ξεχνάμε κι εκείνους που έκαναν περιουσίες, ιδιαίτερα στα χρόνια του εμπάργκο. «Μοιραίο» πρόσωπο του αδιεξόδου είναι βεβαίως ο Αντώνης Σαμαράς. Και σήμερα η δική του γραμμή υιοθετείται με τραγικό τρόπο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σαν να παρακολουθούμε αρχαία τραγωδία. Ο γιος υποτάσσεται στον «πολιτικό φονέα» του πατέρα του, στο ίδιο το σκηνικό του φόνου. Για το ΠΑΣΟΚ απλώς θλίβομαι κι εξακολουθώ να περιμένω, ελπίζοντας όχι ματαίως, να ακούσω τις άλλοτε σώφρονες φωνές, που σήμερα βολικά κρύβονται στα «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» λαγούμια. Το κόμμα μου, Το Ποτάμι δεν δίστασε να αναλάβει φορτία μεγαλύτερα από ό,τι του αναλογούσαν. Το δραματικό καλοκαίρι του 2015, πρώτο εκείνο φώναξε «φέρτε Συμφωνία». Υπερψήφισε την Συμφωνία παραμονής μας στην Ευρωζώνη και την Ευρώπη. Τα δικαιωματικά νομοσχέδια έγιναν νόμοι του κράτους εξαιτίας της στάσης του Ποταμιού.

Σήμερα, οι πολιτικές δυνάμεις, που κατά τα λοιπά ομνύουν στην Ε.Ε., τη Δύση και τον ορθό λόγο υπέκυψαν στον πειρασμό της αναμόχλευσης του εθνικισμού. Υπέκυψαν στην πατριδοκαπηλία, μην διστάζοντας να ρίξουν την κοινωνία σε έναν νέο κύκλο διχασμού, μεταξύ «πατριωτών» και «προδοτών». Αδιαφόρησαν για το κόστος που συνεπάγεται η διεθνής απομόνωση, στην οποία θα βρεθεί η χώρα, αν δεν κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών. Κάνουν πως αγνοούν, πως μια διμερής Συμφωνία είναι αποτέλεσμα ενός αμοιβαίου προωθητικού συμβιβασμού και όχι μια Συνθήκη που έρχεται ως επιβολή της βούλησης του νικητή προς τον ηττημένο, μετά από μια πολεμική σύρραξη.

Πέφτει στο Ποτάμι λοιπόν η ιστορική ευθύνη της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος. Στον ΣΥΡΙΖΑ πιστώνεται, σε κάθε περίπτωση, η ιστορική επιτυχία της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με απαράμιλλη πολιτική αυταπάρνηση, παρά το σημαντικό κόστος δεν δείλιασε, ανταποκρινόμενος στο εθνικό καθήκον. Και επειδή τα πρόσωπα γράφουν την Ιστορία, ο Τσίπρας με τον Ζάεφ και ο Κοτζιάς με τον Ντιμιτρόφ γράφονται στην Ιστορία. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει.

Παράλληλα όμως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει τα επίχειρα μιας αταίριαστης σχέσης, από την οποία απουσίαζε κάθε εκλεκτική συγγένεια. Γιατί οι αρχές και η ιδεολογία του κάθε κόμματος ορίζουν και τις στρατηγικές επιλογές του για τη χώρα. Γιατί το Μακεδονικό δεν είναι απλώς ένα εθνικό θέμα. Είναι θέμα ταυτοτικό για κάθε κόμμα. Έχει να κάνει με το πως βλέπεις την εξέλιξή σου ως κοινωνία και την θέση σου ως χώρα στα Βαλκάνια, στην Ευρώπη και στον κόσμο: με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση ή ιδεοληπτικά και φοβικά. Εδώ δοκιμάζεται η ειλικρίνεια της στρατηγικής μας επιλογής του να ανήκουμε στη Δύση. Εδώ δοκιμάζεται ο ευρωπαϊσμός μας. Εδώ φαίνεται κατά πόσο συμμεριζόμαστε και συνδιαμορφώνουμε τους βασικούς σχεδιασμούς της Δύσης για τα Δυτικά Βαλκάνια. Εδώ δοκιμάζεται ο σεβασμός μας στις αρχές της ΔΑΣΕ, στο διεθνές δίκαιο, στις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, στο βασικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού.

Προχτές το Κοινοβούλιο της FYROM υπερψήφισε την αλλαγή του ονόματος της χώρας και σειράς άρθρων του Συντάγματός της. Άλλαξαν αυτά που μας ενοχλούσαν, έτσι όπως εμείς απαιτούσαμε. Τώρα, η σειρά μας. Αν η εθνικιστική αδιαλλαξία και η μικροπολιτική επικρατήσουν της λογικής και των αρχών, η διεθνής απαξίωση και απόλυτη απομόνωση μας περιμένουν. Οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου είναι καιρός να βοηθήσουν στην απομάκρυνση της χώρας, από τον πολιτικό επαρχιωτισμό που την διακρίνει. Να δείξουν προς το μεγάλο κάδρο, που δεν είναι παρά οι προσπάθειες ανασύνταξης και ανασχεδιασμού της Ενωμένης Ευρώπης.

Τη στιγμή που η Ευρώπη ξανασχεδιάζεται με τις χειρότερες προοπτικές, καθώς η δεξιά «γονατίζει» στην ακροδεξιά, υιοθετώντας τη δική της ατζέντα, μέσα σε έναν απόλυτο πανικό, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως ουσιαστικά κινδυνεύει η ύπαρξη της ίδιας της Ευρώπης. Κι αυτό, δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το αντιλαμβανόμαστε εμείς, όλες ανεξαιρέτως, οι προοδευτικές δυνάμεις – δηλαδή οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωπαϊκού προοδευτικού μεταρρυθμισμού, της ριζοσπαστικής ευρωπαϊστικής αριστεράς και των πρασίνων – πως η μη συνεννόηση μας σε αυτή την κρίσιμη καμπή της ευρωπαϊκής εποποιίας θα είναι καταστροφική. Και σε αυτή την πραγματικότητα δε χωράει μια ελληνική εξαίρεση.