Ιδεολογική αντιπαράθεση που επικαλείται γεγονότα αναπτύσσεται τις τελευταίες μέρες στις σελίδες της «Εφημερίδας των Συντακτών», αναφορικά με το νέο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη, «Πριν σβήσουν τα φώτα», το οποίο φαίνεται πως ξεσήκωσε μνήμες αλλά και υπαρκτές διαφορετικές προσεγγίσεις στην ιστορία του Πολυτεχνείου.

Ads

Ενδεικτικά…

Σύμφωνα με τον Γιώργο Πετρόπουλο το βιβλίο έχει ανακρίβειες, ψέματα και διαστρεβλώσεις των ιστορικών γεγονότων.

Όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Ως λογοτεχνική-μυθοπλαστική απόδοση της ιστορίας με τον ίδιο πρωταγωνιστή σε ρόλους που ουδέποτε είχε, το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη είναι ένα καλό βιβλίο. Εχει ως καλό ήρωα τον ίδιο, ως κακό ήρωα τον αείμνηστο Κώστα Τζιαντζή, ενδιαφέρουσα πλοκή και ανατροπές και αξιοθαύμαστη ευρηματικότητα στις μυθοπλασίες.

Ads

Ως Αυτοβιογραφία-Ιστορία (έτσι το χαρακτήρισε ο συγγραφέας) το βιβλίο είναι τραγικό. Και ταυτόχρονα εξοργιστικό. Δεν παρατίθενται σε αυτό πηγές. Ούτε καν στοιχεία από τον φάκελο του ίδιου του συγγραφέα στην Ασφάλεια που είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι τον πήρε το 1989, πριν οι φάκελοι καούν. Οπως άλλωστε έκαναν και άλλα στελέχη του ΚΚΕ και της Αριστεράς τότε.
Ακόμη χειρότερα, δεν αξιοποιείται το πλήθος των εγγράφων που έχουν δημοσιευτεί από την εποχή της χούντας, μέσα από τα οποία μπορούν να εξαχθούν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Τέλος, δεν αξιοποιείται καθόλου η αρκετά πλούσια, για εκείνη την εποχή, βιβλιογραφία αλλά ούτε και όσα κατά καιρούς ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης έχει διηγηθεί και έχει υποστηρίξει τα οποία τον εκθέτουν ανεπανόρθωτα σε σχέση με αυτά που γράφει τώρα.

Οπως και να έχει, ο λογοτεχνικός ήρωας Μίμης Ανδρουλάκης την εποχή της δικτατορίας είχε… αξεπέραστη δράση. Ο πραγματικός όμως Μίμης Ανδρουλάκης ήταν ένας αγωνιστής ανάμεσα σε χιλιάδες που τότε ελάχιστοι τον είχαν προσέξει. Για τον λογοτεχνικό ήρωα δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Για τον πραγματικό, όμως, πολλά».

Διαβάστε επίσης: Ο Γιώργος Πετρόπουλος απαντά στο TVXS για το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη

Στο άρθρο του Γιώργου Πετρόπουλου απάντησε ο Διονύσης Μαυρογένης, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου, ο οποίος κάνει λόγο για άνοιγμα «του ασκού του Αιόλου» και επισημαίνοντας ότι ο Μ. Ανδρουλάκης  «πέτυχε στους σημερινούς δύσκολους καιρούς να διατηρήσει και να αναψηλαφήσει την αιωνία μνήμη εκείνων των γεγονότων για τις επόμενες γενιές».

Γράφει χαρακτηριστικά: «Επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο αναφέρεται μεταξύ άλλων εκτεταμένα στο πρόσωπό μου, σχετικά με τη γνωστή ζαχαριαδικού τύπου αθλιότητα της Πανσπ. Νο 8 για τη μοναδική και μεγαλειώδη εξέγερση του Πολυτεχνείου, κατά την οποία ο συγγραφέας πήρε ενεργό μέρος συμμετέχοντας στην περίφημη ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ εκλεγμένος από την ηρωική συνέλευση της Σχολής του, μαζί με τον επίσης αξιόλογο συναγωνιστή Γιάννη Νυσταζάκη, είμαι αναγκασμένος να αναφερθώ προς το παρόν ενδεικτικά για το άρθρο της εφημερίδας σας.

Είναι γνωστό ότι με τον Μίμη Ανδρουλάκη δεν υπήρξα στους κοινούς αγώνες της γενιάς μας «κομματικός σύντροφος». Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε μέχρι σήμερα να διατηρούμε ζωντανή την αμοιβαία εκτίμηση που χαρακτηρίζει όλη τη γενιά μας.

Μου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση το να διατυπώνονται σήμερα εκφράσεις περί «λογοτεχνικής-μυθοπλαστικής» απόδοσης της ιστορίας με τον ίδιο πρωταγωνιστή σε ρόλους που ουδέποτε είχε». ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!

Να αναφέρεται στον «αείμνηστο» συναγωνιστή –μακαρίτη σήμερα– ως «προϊόν αξιοθαύμαστης ευρηματικής μυθοπλασίας», όταν είναι γνωστός εδώ και πολλά χρόνια ο ρόλος του στη συγκεκριμένη αθλιότητα.

Είναι πράγματι «τραγικό και εξοργιστικό» να φέρεται και να επικαλείται κανείς σήμερα τους φακέλους της Ασφάλειας για να γράφεται η ιστορία, τη στιγμή που μετά από 50 χρόνια αναφέρεται στο άρθρο «πως ελάχιστοι είχαν προσέξει τότε την ύπαρξη του ΜΙΜΗ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ όταν τον εξέλεγαν στη ΣΥΝΤ. ΕΠΙΤΡΟΠΗ. ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ!

Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν σχετικά με το άνοιγμα «του ασκού του Αιόλου» που έκανε ο ΜΙΜΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ με το βιβλίο του μετά από 50 χρόνια όπως είχε προαναγγείλει. Πέτυχε στους σημερινούς δύσκολους καιρούς να διατηρήσει και να αναψηλαφήσει την αιωνία μνήμη εκείνων των γεγονότων για τις επόμενες γενιές.

Συμμεριζόμενος τις φιλοσοφικές-ιστορικές και επιστημονικές απόψεις του συναγωνιστή μας καταλήγω στο ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΟΣΟ ΖΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ, ΤΑ ΦΩΤΑ ΔΕΝ ΣΒΗΝΟΥΝ».

Τη σκυτάλη πήρε ο Θανάσης Γιαλκέτσης, σύμφωνα με τον οποίο, μια αμερόληπτη και απροκατάληπτη ανάγνωση του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των επικριτών του.

Γράφει σχετικά: «Η μαρτυρία που καταθέτει ο Μ. Ανδρουλάκης, για όσα έζησε, από τα παιδικά του χρόνια στον γενέθλιο τόπο του ώς την πτώση της δικτατορίας, αντιπροσωπεύει βέβαια τη δική του προσωπική -και επομένως υποκειμενική- συμβολή στον φωτισμό των γεγονότων. Οπως είναι φυσικό, σε μια πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση το βίωμα του αφηγητή «πρωταγωνιστεί» εκ των πραγμάτων.

Ο Ανδρουλάκης σπεύδει μάλιστα από την αρχή να σημειώσει: «Εγώ είμαι οι άλλοι», εννοώντας ότι ακόμα και σε μια αυτοβιογραφία ο εαυτός μας, το Εγώ μας, δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος, αλλά ένας αστερισμός πολλών άλλων προσώπων με τα οποία συνδεθήκαμε ή σχετιστήκαμε στη διαδρομή του βίου μας και μοιραστήκαμε κοινά βιώματα και εμπειρίες. Και είναι πολλά τα πρόσωπα των φίλων, των συναγωνιστών και των συντρόφων που εμφανίζονται, καταλαμβάνοντας ισότιμη θέση και παρουσία στις σελίδες του βιβλίου του.

Οσο για τη συμμετοχή του στην αντιδικτατορική πάλη, η αφήγησή του παρουσιάζει κάποια αδιάψευστα στοιχεία, κάποια πραγματικά γεγονότα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Το 1969, πρωτοετής φοιτητής στο Πολυτεχνείο, εντάχθηκε σε παράνομη κομμουνιστική οργάνωση. Χρειάζεται άραγε να θυμίσουμε εδώ τι κινδύνους συνεπαγόταν στις συνθήκες της δικτατορίας η επιλογή της κομμουνιστικής στράτευσης; Ακριβώς επειδή μετείχε ενεργά στην πρωτοπορία των φοιτητικών αγώνων, που από το 1972 πήραν μαζικό χαρακτήρα, βρέθηκε στην πρώτη φουρνιά των στρατεύσιμων από τη χούντα τον Φλεβάρη του 1973. Για ν’ αποφύγει τη στράτευση, πέρασε στην παρανομία. Ακολούθησαν η σύλληψή του από τη χουντική αστυνομία, η «γνωριμία» με τον Ευάγγελο Μάλιο, η «φιλόξενη διαμονή» στην ΕΣΑ κι έπειτα το φύλλο πορείας για το Τάγμα Πεζικού στην Ελευθερούπολη.

Οταν αργότερα η κυβέρνηση Μαρκεζίνη έδωσε αναβολή στη στράτευση των φοιτητών, ο Ανδρουλάκης επέστρεψε στην Αθήνα το πρωί της 14ης Νοεμβρίου και μπήκε αμέσως, φορώντας ακόμα τη στρατιωτική στολή, στο Πολυτεχνείο.

Στη συνέχεια εκλέχθηκε μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης. Ποιος και πώς μπορεί να παραγνωρίσει ή να αμφισβητήσει αυτή την προσωπική αγωνιστική διαδρομή; Η ενότητα του βιβλίου του που αναφέρεται στην αντιδικτατορική πάλη και στο Πολυτεχνείο έχει τίτλο: «Ημουν ένας απ’ αυτούς…», που σημαίνει ήμουν ένας από τους πολλούς και όχι ο μοναδικός ή ο πρωταγωνιστής σε κάποια σκηνή της Ιστορίας.

Το ότι ο Ανδρουλάκης «πρωταγωνιστεί» ως αφηγητής, γιατί μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για όσα έζησε, δεν σημαίνει βέβαια ότι διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα. Οι σελίδες που αναφέρονται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, σε αυτή την κορυφαία εμπειρία, δεν καταγράφουν μόνο προσωπικές μνήμες και βιώματα του συγγραφέα και δεν εξιστορούν απλώς τα γεγονότα.

Συγκροτούν ταυτόχρονα και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση των βασικών παραγόντων που καθόρισαν τη μορφή αυτού του συγκλονιστικού και ανεπανάληπτου τριήμερου, τον χαρακτήρα και την εξέλιξη της κατάληψης και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Πολύτιμη είναι και η συμβολή του Ανδρουλάκη στην ανασκευή και την κατάρριψη των διάφορων μύθων, που διαδίδει ακόμα και σήμερα ένας ακροδεξιός αναθεωρητισμός για το Πολυτεχνείο. Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με μεταγενέστερες πολιτικές επιλογές ή δημόσιες τοποθετήσεις του Ανδρουλάκη. Νομίζω ωστόσο ότι οφείλουμε όλοι να του αναγνωρίσουμε το κατακτημένο με πάλη δικαίωμα να αισθάνεται υπερήφανος γιατί ήταν αγωνιστικά παρών, και στην πρώτη γραμμή, στην κορυφαία μάχη της γενιάς του. Ορισμένα επικριτικά σχόλια για το βιβλίο του προκλήθηκαν από την αναφορά του στο περίφημο τεύχος της «Πανσπουδαστικής Νο 8» και σε έναν αγαπημένο κοινό μας σύντροφο που δεν ζει πια.

Αντιδράσεις αυτού του τύπου μπορεί να θεωρηθούν εύλογες και κατανοητές, αλλά δεν δικαιολογούν επιθετικά αρνητικές και ισοπεδωτικές κρίσεις, που παραγνωρίζουν τις αφηγηματικές αρετές και μηδενίζουν την αξία του βιβλίου ή, ακόμα χειρότερα, προσβάλλουν με ανοίκειους χαρακτηρισμούς την προσωπικότητα του συγγραφέα. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει και μια άλλη πλευρά, που επηρεάζει και ίσως εξηγεί τον τόνο της ασκούμενης πολεμικής.

Ως ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ ήδη στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ο Ανδρουλάκης εξέφραζε –ίσως καλύτερα από κάθε άλλον τότε στο κόμμα– το αίτημα για την ανανέωση της κομμουνιστικής παράδοσης. Συγκέντρωνε επομένως στο πρόσωπό του την καχυποψία, την αντιπάθεια ή ακόμα και την ανοιχτή εχθρότητα τόσο των εκπροσώπων της δογματικής ορθοδοξίας όσο και της αριστερίστικης εσωκομματικής τάσης. Το βιβλίο του γίνεται στόχος της πολεμικής πρώην συντρόφων του, που ίσως νομίζουν ότι εκκαθαρίζουν έτσι παλιούς ιδεολογικούς λογαριασμούς».