Κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ», στη σειρά «ΘΕΜΕ ΛΙΟ | ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ» και σε επιμέλεια του Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο συλλογικός τόμος: «Με την πλάτη στον τοίχο. Διαπραγματεύσεις για την Οικονομία και την Κοινωνία, 2015-2019».

Ads

Το Tvxs.gr προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το βιβλίο σχετικά με το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις του 2016, τη «λύση» του 2017, το ρόλο του ΔΝΤ και την τελική διαπραγματευτική επιτυχία, αλλά με σημαντικό πολιτικό κόστος. 

Στον συλλογικό τόμο γράφουν οι: Γιώργος Γερμανός, Αδάμ Καραγλάνης, Μαρία Κουμερτά, Βίκη Κουφορίζου, Δημήτρης Λιάκος, Δημήτρης Παπαγιαννάκος, Έλενα Παπαδοπούλου, Αντώνης Παπαζαχαρίου, Σπύρος Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Σταθάκης, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χρήστος Τσίτσικας, και όπως αναφέρεται από τις εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ»: 

«Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθεί κανείς με μια περίοδο τόσο δύσκολη, αλλά και τόσο συναρπαστική, όσο εκείνη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ το διάστημα 2015-2019. Να εξηγήσει τα διλήμματα, τις δύσκολες επιλογές, τις επιτυχίες, αλλά και τις αστοχίες. Το βιβλίο αυτό δεν επιδιώκει να κάνει μια συνολική καταγραφή της πορείας αυτού του εγχειρήματος. Περιορίζεται σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής και στη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές». 

Ads

«Είναι ένα βιβλίο πολλών συγγραφέων, που γράφουν σε επικοινωνία μεταξύ τους, όπως ακριβώς δούλεψαν εκείνη την περίοδο. Ένας συλλογικός τόμος που καταπιάνεται με μια σειρά από ζητήματα που διαχειρίστηκε το Υπουργείο Οικονομικών: από τη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο από τα Μνημόνια μέχρι τη δημιουργία του λεγόμενου Υπερταμείου, και από τη φορολογική πολιτική μέχρι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους. Κυρίως, όμως, είναι ένα βιβλίο που αποτυπώνει μια συλλογική προσπάθεια.

Οι συγγραφείς δεν καταγράφουν μόνο την εμπειρία τους, αλλά και τη δουλειά δεκάδων ανθρώπων που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής. Εμπλέκονται, επίσης, με την κριτική της διαπραγματευτικής τακτικής της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Όντως χρέωσε την Ελλάδα με 80 δις επιπλέον χρέος; Ήταν η αιτία για ένα «τρίτο αχρείαστο Μνημόνιο»; Σκοπίμως υπερφορολόγησε τα μεσαία στρώματα; Πολλές πτυχές των ζητημάτων που αναδεικνύονται δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό – άλλωστε, η επικοινωνία με τον κόσμο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αυτό το βιβλίο καλύπτει το κενό, αν αναδεικνύει το άγχος της ομάδας να ανταποκριθεί στις ανάγκες εκείνων που τους εμπιστεύτηκαν, αυτό επαφίεται στη ματιά του αναγνώστη και της αναγνώστριας». 

Ακολουθεί το απόσπασμα «Μέτρα και Αντίμετρα» το οποίο προδημοσιεύει το Tvxs.gr

Η μόνη αποστολή των Θεσμών στην Ελλάδα, καθ’ όλη την περίοδο του τρίτου Μνημονίου, που κατέληξε σε πλήρη αποτυχία ήταν αυτή στο τέλος του 2016. Το τρέχον ζήτημα ήταν πώς θα χρηματοδοτηθεί το ΚΕΑ και πώς θα κλείσει το δημοσιονομικό κενό για το 2018. Είχαμε κάνει μια σειρά από προτάσεις κατά την προηγούμενη αποστολή, ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με εξοικονομήσεις από την επανεξέταση των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας (σε αυτό μας υποστήριξαν οι ειδικοί της Παγκόσμιας Τράπεζας), από το clawback στο σύστημα υγείας, από το Υπουργείο Άμυνας και από έναν νέο φόρο στην Airbnb.

Ήμασταν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνοι με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και μας έμενε να βρούμε μέχρι εκείνη την τελευταία αποστολή του έτους ένα μικρό επιπλέον ποσό περίπου 100-150 εκατομμυρίων. Αλλά σε αυτήν την τελευταία αποστολή εκπλαγήκαμε δυσάρεστα όταν διαπιστώσαμε πως οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί είχαν αλλάξει τη θέση τους και τώρα ευθυγραμμίζονταν με το ΔΝΤ, το οποίο θεωρούσε τις προτάσεις μας χαμηλής ποιότητας, ειδικά όσον αφορά το clawback. Αυτό σήμαινε ότι το κενό έπρεπε να καλυφθεί με άλλα μέτρα από την επανεξέταση των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων παιδιού και αναπηρίας.

Υποστηρίξαμε ότι αυτό ήταν απαράδεκτο πολιτικά και, σε κάθε περίπτωση, η πρότασή μας ήταν στο πλαίσιο του Μνημονίου (το οποίο όριζε ότι το ΚΕΑ θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από την επανεξέταση των κοινωνικών δαπανών, την επανεξέταση δαπανών και από άλλα μέτρα). Ωστόσο, δεν επετεύχθη συμβιβασμός και η αποστολή ματαιώθηκε. Η πηγή του προβλήματος φυσικά ήταν ότι το ΔΝΤ θεωρούσε πως δεν θα ήμασταν σε θέση να επιτύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος, παρόλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου.

Πώς λύθηκε το αδιέξοδο; Η «λύση» ήρθε στις αρχές του 2017 από το γραφείο του Προέδρου του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Η Ελλάδα θα νομοθετούσε εκ των προτέρων επεκτατικά μέτρα, από την πλευρά τόσο των εσόδων όσο και των δαπανών, ύψους 2 ποσοστιαίων μονάδων και περιοριστικά μέτρα ύψους επίσης 2 ποσοστιαίων μονάδων, που κατανέμονταν μεταξύ 2019 και 2020 – δηλαδή στα έτη μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.

Η ιδέα ήταν απλή. Εάν η Ελλάδα έπιανε τους στόχους, όπως προέβλεπαν οι ελληνικές αρχές και οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, δεν θα χρειάζονταν ούτε τα περιοριστικά μέτρα ούτε τα επεκτατικά αντίμετρα. Εάν, από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ δικαιωνόταν στις προβλέψεις του, τότε θα επιβάλλονταν τα περιοριστικά μέτρα, στο ύψος που θα αντιστοιχούσε στην απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο. Εάν η Ελλάδα υπερέβαινε τον στόχο, τότε θα έμπαιναν σε εφαρμογή μόνο τα επεκτατικά μέτρα.

Αλλά ακόμη και αυτός ο συμβιβασμός δεν ήταν αρκετός για το ΔΝΤ. Ενόψει του Eurogroup της Μάλτας την άνοιξη του 2017, επέμεινε ότι ακόμη και αν η Ελλάδα επιτύχει τον στόχο το 2019 και το 2020, θα πρέπει να εφαρμοστούν τόσο τα μέτρα όσο και τα αντίμετρα. Πώς κατάφερε το Ταμείο να μπορεί να υποστηρίζει αυτή τη θέση; Η απάντηση είναι απλή. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ολλανδία, για λόγους εσωτερικής πολιτικής, επέμεναν ότι χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόγραμμα. Στην πράξη, αυτό έδωσε βέτο στο Ταμείο – δεν είχε κανέναν λόγο και δεν είχε καμία διάθεση να συμβιβαστεί.

Ουδέποτε το Ταμείο υποστήριξε ότι θα ανάγκαζε την Ελλάδα να νομοθετήσει τα μέτρα και τα αντίμετρα εάν, και μόνο εάν, το Eurogroup συμφωνούσε πρώτα σε πιο ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους. Η πίεση ήταν πρωτίστως σε εμάς, και ενώ το Ταμείο ήταν πάντα πρόθυμο να ικανοποιήσει τις πολιτικές ευαισθησίες των σκληροπυρηνικών κρατών, ήταν αδιάφορο για τις κοινωνικές συνέπειες που θα προκαλούσαν αυτά τα μέτρα εάν εφαρμόζονταν, πόσο μάλλον τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση καλούμενη να προ-νομοθετήσει μέτρα για τη μετα-προγραμματική περίοδο.

Η αλήθεια είναι ότι το Ταμείο ήθελε περισσότερα μέτρα από την ελληνική πλευρά, ανεξαρτήτως του επιπέδου λιτότητας. Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμμετείχε σε μια άσκηση backward engineering (δηλ. η μέθοδος όπου πρώτα καταλήγεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα και μετά προσαρμόζεις τις υποθέσεις έτσι ώστε να ταιριάζει με το αποτέλεσμα) προκειμένου να επιβάλει την ατζέντα του – οι προβλέψεις του δεν ήταν δυνατόν να υποστηριχτούν τεχνικά και ήταν αιτία για μεγάλη αμηχανία για τα τεχνικά κλιμάκιά του στην Ελλάδα. Αλλά επέμεναν σε αυτούς τους στόχους, παρά τις αντιξοότητες, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017.

Παρόλο που η Ελλάδα είχε 14 σημαντικές περικοπές στις συντάξεις από το 2010 (12 εκ των οποίων ήταν στα πρώτα δυο Μνημόνια, όταν και εφαρμόστηκε το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής), το ΔΝΤ εξακολουθούσε να επιθυμεί περαιτέρω περικοπές ύ¬ψους 1% του ΑΕΠ. Και αυτό, παρά τις αποδείξεις ότι οι ελληνικές δαπάνες τόσο για συντάξεις όσο και για άλλα επιδόματα ήταν στο 70% του μέσου όρου της Ε.Ε. και στο 52% της Γερμανίας. Υποστήριζε επίσης ότι η επέκταση της φορολογικής βάσης θα έπρεπε να προωθηθεί με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου σε όλους, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων, αντί να αντιμετωπιστεί η φοροδιαφυγή των πλουσιότερων.

Ο λόγος για τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού πληρώνει τόσο λίγο φόρο εισοδήματος είναι ότι δεν έχουν αξιοπρεπή εισοδήματα. Ποια, λοιπόν, η πιθανότητα, όταν περίπου το 45% των συνταξιούχων λάμβανε μηνιαίες αποδοχές κάτω από το όριο της φτώχειας και περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού –περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι– βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας να ήταν ότι οι συντάξεις και οι φορολογικές ελαφρύνσεις ήταν υπερβολικά γενναιόδωρες;

Τελικά το ΔΝΤ πέτυχε τους στόχους του και το ζήτημα επιλύθηκε με τους όρους που έθεσε στο Eurogroup του Μαΐου. Ήταν σαφώς μια μεγάλη ήττα για την ομάδα μας, με σημαντικό πολιτικό κόστος, καθώς δόθηκε η ευκαιρία στην αντιπολίτευση να υποστηρίξει ότι από τη στιγμή που τα μέτρα επρόκειτο να εφαρμοστούν το 2019 και το 2020, στην πράξη είχαμε υπογράψει ένα τέταρτο Μνημόνιο.

Τελικά, στα τέλη του 2018 και του 2019 καταφέραμε να πείσουμε το Eurogroup ότι τα μέτρα για τις περικοπές των συντάξεων και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου ήταν αδικαιολόγητα, κυρίως επειδή το 2018 το ΔΝΤ είχε απολέσει πια μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του, όχι μόνο στους ευρωπαϊκούς Θεσμούς αλλά και στο ίδιο το Eurogroup. Πράγματι, κανένα από τα δύο μέτρα δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αν και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως σημαντική επιτυχία της διαπραγματευτικής ομάδας, το πολιτικό κόστος εξακολουθούσε να είναι σημαντικό.

Με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης σημειώθηκε σαφής αλλαγή στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα είχε πλέον κάτι συγκεκριμένο για το χρέος, το καλοκαίρι μπορέσαμε να έχουμε πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές για πρώτη φορά, είχαμε δείξει ότι μπορούσαμε να εφαρμόσουμε δύσκολα μέτρα, ενώ ταυτόχρονα μέναμε σταθεροί σε ορισμένα σημαντικά για εμάς ζητήματα. Παράλληλα, ίσως και το πιο σημαντικό, όλες οι πλευρές πλέον φαινόταν να πιστεύουν και να έχουν ποντάρει στην ολοκλήρωση του Μνημονίου. Οι δύσκολες διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μέχρι το Eurogroup του Αυγούστου του 2018, αλλά πλέον σε μεγάλο βαθμό απουσίαζαν οι δραματικές διαπραγματεύσεις και συγκρούσεις.