Ραγδαία επιδείνωση κάθε νομικής και ανθρωπιστικής πτυχής του προσφυγικού ζητήματος στη χώρα, υπονόμευση έως ακύρωση κάθε έννοιας προστασίας του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του, όπως ορίζεται από τις διεθνείς συνθήκες και την εθνική νομοθεσία, αλλά και τυπικό παράδειγμα προσχηματικού «δημόσιου διαλόγου» συνιστά το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το άσυλο, το οποίο εισήχθη εσπευσμένα στη Βουλή.

Ads

Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από την κοινή συνέντευξη Τύπου φορέων και οργανώσεων για τους πρόσφυγες (Γιατροί Χωρίς Σύνορα, Διεθνής Αμνηστία, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων, Human Rights 360) με αφορμή την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή στις 21 Οκτωβρίου, από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μετά από μόλις πέντε μέρες «διαβούλευσης», παρά το γεγονός ότι αποτελεί μια συνολική μεταρρύθμιση του ελληνικού συστήματος υποδοχής και ασύλου.

Πυρ ομαδόν

Ο Απόστολος Βεΐζης, Διευθυντής Προγραμμάτων του Ελληνικού Τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα σημείωσε ότι το νομοσχέδιο περιορίζει περαιτέρω την πρόσβαση σε διεθνή προστασία για ευάλωτους ανθρώπους και τους εκθέτει σε «επιταχυμένες» διαδικασίες. ‘Οχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται οι ιατρικές ανάγκες των προσφύγων και μεταναστών, αλλά αντίθετα, μειώνεται και η ήδη περιορισμένη πρόσβαση που έχουν σε κατάλληλη και εξειδικευμένη ιατρική φροντίδα.

Ads

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα καταγγέλουν, ότι με το νομοσχέδιο εισάγονται επιβαρυντικές αποτρεπτικές ρυθμίσεις για τις συνθήκες υποδοχής και ασύλου, δημιουργούνται περισσότερες κατηγορίες για αποκλεισμό και εισάγεται η αρχή της «μη συνεργασίας», χωρίς εξαιρέσεις για ασθενείς και ανθρώπους που νοσηλεύονται ή δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις του ασύλου για ιατρικούς λόγους.

Εισάγονται νέες διαδικασίες υποδοχής χωρίς όμως να αντιμετωπίζουν ή έστω να προβλέπουν τη βελτίωση των τραγικών συνθηκών διαβίωσης για πάνω από 35.000 ανθρώπους που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των νησιών. Περιλαμβάνεται σειρά διατάξεων (όπως κράτηση, απόρριψη αιτήσεων ασύλου, διαδικασίες προσφυγής) που μπορεί να οδηγήσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων εκτός συστήματος ασύλου, χωρίς χαρτιά ή ακόμη και υπό κράτηση, χωρίς εγγυήσεις για πρόσβαση στην περίθαλψη, ακόμα και για τους πιο ευάλωτους                                                                                                

Αντί να ενδυναμώνεται το σύστημα για διεθνή προστασία και να αντιμετωπίζονται οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες ταυτοποίησης, η νέα νομοθεσία μεγαλώνει τα εμπόδια. Έτσι, καταργείται το PTSD (Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες) από τον κατάλογο των κριτηρίων ευαλωτότητας. Το PTSD είναι μια ψυχιατρική διαταραχή που συμβαίνει σε άτομα που έχουν βιώσει ή έχουν υπάρξει μάρτυρες ενός τραυματικού γεγονότος, με αναβιώσεις (flashbacks) , εφιάλτες και έντονο άγχος, όπως και αίσθημα απώλειας ελέγχου της σκέψης. Είναι καταγεγραμμένο ότι άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση βρίσκουν τις συνεντεύξεις ασύλου τραυματικές ή δυσκολεύονται να ανακαλέσουν τραυματικές εμπειρίες. Η ρητή εξαίρεση αυτής της πάθησης από τις κατηγορίες ευαλωτότητας , σε συνδυασμό με την έλλειψη μηχανισμών προστασίας, θα αποτρέψει τους ασθενείς με PTSD τόσο να λάβουν την κατάλληλη ιατρική και κοινωνική υποστήριξη, όσο και να έχουν μια δίκαιη μεταχείριση του αιτήματος ασύλου τους.

Ακόμη, εξαιρεί την ιατρική πιστοποίηση για θύματα βασανιστηρίων από πιστοποιημένους στην Ελλάδα γιατρούς που δεν δουλεύουν για το δημόσιο σύστημα υγείας. Η μεταφορά της αρμοδιότητας αυτής αποκλειστικά στο δημόσιο σύστημα υγείας, χωρίς  να συνοδεύεται από εκπαίδευση του υπάρχοντος προσωπικού και πρόσληψη νέου και επίσης εκπαιδευμένου, θα οδηγήσει στην ευθεία υπονόμευση της διαδικασίας για ανθρώπους που έχουν βασανιστεί στις χώρες προέλευσης.

Η πρόσβαση στην υγεία για τους αιτούντες άσυλο θα περιοριστεί στην επείγουσα φροντίδα, αφήνοντας ανθρώπους με σοβαρές νόσους και ψυχικές διαταραχές χωρίς πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες. Ο ίδιος υπενθύμισε ότι από τις 11 Ιουλίου αφαιρέθηκε το ΑΜΚΑ από τους πρόσφυγες, άρα δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Τα παιδιά δεν εμβολιάζονται. Αυτή τη στιγμή, 115 παιδιά στη Λέσβο υποφέρουν από καρδιολογικά προβλήματα, διαβήτη, καρκίνο, τραύματα πολέμου και δεν μπορούν να μετακινηθούν στην ενδοχώρα. 

Εισάγει διευρυμένες δυνατότητες κράτησης των αιτούντων και αυξάνει το ανώτατο χρονικό όριο της κράτησης από 6 σε 36 μήνες και χωρίς καμία δυνατότητα έναρξης οποιασδήποτε δραστηριότητας ένταξης (εκπαίδευση, εργασία, κλπ). Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας στη διαδικασία υποδοχής εξασφαλίζεται μόνο στα επείγοντα περιστατικά, με αποτέλεσμα άνθρωποι με σοβαρές και περίπλοκες ασθένειες ή ψυχικές παθήσεις να μην έχουν πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες.

Με διάταξη του νομοσχεδίου όλοι οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες και δικαιούχοι διεθνούς προστασίας θα πρέπει να αποχωρήσουν από τις Δομές Υποδοχής και Φιλοξενίας μέσα σε δυο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη  θα αυξήσει δραματικά την αστεγία και την ανασφάλεια για πολλές γυναίκες, άντρες και παιδιά  και θα έχει άμεση επίδραση στην σωματική και ψυχική υγείας τους.

«Είναι ένα νομοσχέδιο απάνθρωπο από μόνο του», κατέληξε.

Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, σημείωσε ότι το νομοσχέδιο έρχεται σε μια συγκυρία όπου ο δημόσιος διάλογος γίνεται τοξικός με ρητορική τύπου «εισβολείς», για τους πρόσφυγες, ενώ το προσφυγικό εντάσσεται στη γεωπολιτική κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, καθιστώντας αυτούς τους ανθρώπους εν δυνάμει «γεωπολιτική απειλή». Με αποτέλεσμα, να απογυμνώνονται αυτοί οι άνθρωποι από τα δικαιώματά τους και μα γίνονται στην πραγματικότητα άνθρωποι χωρίς ιδιότητες. Το νομοσχέδιο ενδυναμώνει το κλίμα αυτής της τοξικότητας».

Επικεντρώθηκε, μεταξύ άλλων, στις επιταχυνόμενες διασυνοριακές διαδικασίες και τις λίστες «ασφαλών τρίτων χωρών». Εμπόδιο αποτελεί η μείωση του χρονικού περιθωρίου για την εξέταση αιτημάτων ασύλου. Η κατάρτιση λίστας «ασφαλών τρίτων χωρών» υποσκάπτει την εξατομικευμένη εξέταση των αιτημάτων ασύλου, που είναι θεμελιώδης, ενώ αμφισβητείται ευρέως από οργανώσεις αθρώπινων δικαιωμάτων και εκθέτει τους ανθρώπους αυτούς σε κινδύνους.

Διαδικαστικά δικαιώματα στις πρωτοβάθμιες διαδικασίες και τις προσφυγές. Με τον περιορισμό των αιτούντων στις πληροφορίες που τους αφορούν και τα διαρκή εμπόδια στην πρόσβαση στην προσφυγή, όπως, για παράδειγμα, η ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας ή η σύνταξη δικογράφου για την δυνατότητα προσφυγής, βάζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην πρόσβαση στο άσυλο, σε παράβαση των διεθνών προτύπων για πρόσβαση στα ένδικα μέσα. Χαρακτηριστικά, η αδυναμία συμμόρφωσης των ανθρώπων αυτών στις απαιτήσεις του νέου νόμου, οδηγεί σε μια τιμωρητική στέρηση στο δικαίωμα στο άσυλο και οι άνθρωποι καθίστανται «αντικείμενα» που πρέπει να κάνουν ό,τι ακριβώς ορίζει κάποιος για να έχουν πρόσβαση σε ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.

Ταυτόχρονα, ο αποκλεισμός των αυτόματων ανασταλτικών διαδικασιών της προσφυγής, εκθέτει σε ανεπανόρθωτο κίνδυνο και πιθανές επαναπροωθήσεις, κατά παράβαση της νομολογίας του ευρωπαϊκού δικαστηρίου. Αλλαγές των κανόνων κράτησης. Καταργείται η αυτόματη επανεξέταση αποφάσεων διοικητικής κράτησης, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ο χρόνος της κράτησης από 45 σε 50 μέρες. Με την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της μέγιστης περιόδου κράτησης οι αιτούντες κινδυνεύουν να παραμείνουν σε εξαιρετικά παρατεταμένη κράτηση, σε ξεκάθαρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων που αναφέρουν ρητά ότι η κράτηση πρέπει να είναι η έσχατη λύση. Ύπουλη προσθήκη η οποία προβλέπει ότι η αστυνομία και ο στρατός θα δύνανται να διεξάγουν συνεντεύξεις επί της «παραδεκτότητας». Εάν λοιπόν οι αιτήσεις κριθούν «απαράδεκτες» από αυτούς που τις εξετάζουν, ταυτόχρονα όλη η διαδικασία παγώνει και χάνεται το δικαίωμα στο άσυλο.

Ο Βασίλης Παπαστεργίου, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είπε ότι με το νομοσχέδιο επιδιώκεται, ένας μεγάλος αριθμός αιτούντων άσυλο, να χάσει τη δυνατότητα να εξεταστεί το αίτημά του. Επιφυλάσσεται η αόριστη έννοια της «άρνησης συνεργασίας με τις αρχές», με αποτέλεσμα, πολλοί αιτούντες άσυλο να βρεθούν σε μια «γκρίζα ζώνη» από την άποψη των δικαιωμάτων, χωρίς πραγματική δυνατότητα επιστροφής και χωρίς χαρτιά. Αυτό θα συμβεί και με την απαίτηση του νομοσχεδίου η προσφυγή να εδράζεται σε συγκεκριμένους λόγους. Πρόκειται για μια δικομανή απαίτηση, αφού μέχρι τώρα η προσφυγή γινόταν δεκτή με βάση την επίκληση της εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών. Τώρα ζητάνε ένα δικόγραφο  και με δεδομένα τα κενά της νομικής βοήθειας στους αιτούντες άσυλο είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει λόγο για απόρριψη προσφυγών ή να μην εξεταστούν καν.

Ο Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες επικεντρώθηκε στον τρόπο που η κυβέρνηση «ζυμώνει» ιδεολογικά το νομοσχέδιο. ΄Ετσι, ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα είναι μεταναστευτικό και όχι προσφυγικό. Όμως, όπως είπε, ακόμη κι έναν πρόσφυγα να μην είχαμε στη χώρα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε υποχρέωση ενός συστήματος εξέτασης προστασίας. Και βασική αρχή αυτού του συστήματος είναι η εξατομικευμένη κρίση. Οι περισσότεροι πρόσφυγες στην Ελλάδα προέρχονται από χώρες που σύμφωνα με τον ΟΗΕ είναι κατεξοχήν χώρες που παράγουν πρόσφυγες. Σημείωσε επίσης ότι οι αριθμοί που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να τεκμηριώσει την ανάγκη ενός τέτοιου νομοσχέδιου δεν προκύπτουν από κανένα στοιχείο. Αυτό συμβαίνει με έναν αριθμό 115.000 ανθρώπων που επικαλέστηκε ο αρμόδιος υπουργός και οι οποίοι υποτίθεται ότι «περιφέρονται» στη χώρα. Από το 2016 μέχρι το 2019 έχουμε 50.000 απορρίψεις αιτημάτων ασύλου. Αυτός ο πληθυσμός έχει δικαίωμα προσφυγής. Έχουμε 20.000 προσφυγές και έχουμε περίπου 10.000 – 15.000 απορριπτικές σε δεύτερο βαθμό. Οπότε ο λόγος γίνεται για τέτοιο ποσοτικό μέγεθος επιστροφών.

Το νομοσχέδιο απορυθμίζει το σύστημα ασύλου της χώρας, το οποίο έχει φτιαχτεί με πολύ μεγάλο κόπο. Εκθέτει επίσης σε μεγάλο κίνδυνο κράτησης και επιστροφής χωρίς να έχει εξεταστεί το αίτημα ασύλου τους χιλιάδες ανθρώπους, μεταξύ άλλων και εκείνων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενων καταδικαστικών αποφάσεων της χώρας από διεθνείς οργανισμούς. 

Ο Ζαν Ντιντιέ Τοτό, αντιπρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι χάνεται το δικαίωμα του αιτούντος να ξεκινήσει τη διαδικασία ένταξης κατά το εξάμηνο της αναμονής. Αναφέρθηκε επίσης στις επιχειρήσεις – «σκούπα» της αστυνομίας, που οδήγησε πολλούς νέους στα κέντρα κράτησης, από τα οποία βγήκαν μετά από μήνες, με ψυχολογικά προβλήματα.

Η Ελένη Τάκου, αναπληρώτρια Διευθύντρια του Human Rights 360 είπε ότι το νομοσχέδιο εισάγει έναν ακατανόητο περιορισμό πρόσβασης στην αγορά εργασίας των αιτούντων ασύλου. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν και σε άλλες χώρες, επειδή όμως υπάρχουν προενταξιακά μέτρα. Για παράδειγμα, μαθήματα γλώσσας. Δεν υπάρχει καμία συγκροτημένη δομή ελληνομάθειας για τους ανθρώπους που έρχονται στη χώρα. Παρά μόνο από οργανώσεις που προσπαθούν εκ των ενόντων. Όμως τελικά δεν είναι ακατανόητο, αν Διαβάσει κανείς στην αιτιολογική έκθεση, που ρητά αναφέρεται, ότι η διάταξη αυτή εισάγεται ώστε να μην καθίσταται το σύστημα ασύλου… «ελκυστικό» σε πολίτες άλλων χωρών. Δηλαδή η Ελλάδα, που έχει καταδικαστεί στην υπόθεση της Μανωλάδας, για συνθήκες εργασίας που προσομοιάζουν σε δουλεία, αυτό το σύστημα ασύλου καθίσταται «ελκυστικό», επειδή ο αιτών άσυλο μπορεί να δουλέψει με το που θα πάρει το δελτίο του…