Η δημόσια τοποθέτηση από την Εθνική Επιτροπή του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS (International Council on Monuments and Sites), εκθέτει σημαντικά την κυβέρνηση σχετικά με την πρόθεσή της να προχωρήσει, χωρίς διαβούλευση και νόμιμες διαδικασίες έγκρισης, σε εκτεταμένες εργασίες και παρεμβάσεις στον Βράχο της Ακρόπολης.

Ads

Πιο συγκεκριμένα, το ελληνικό τμήμα του ICOMOS υποστηρίζει μέσα από ανακοίνωσή του, πως «οι εκτεταμένες διαστρώσεις και μάλιστα με «μπετόν αρμέ» αναπόδραστα αλλοιώνουν τη μορφή του αρχαιολογικού χώρου, ενώ επιφέρουν βλάβη και στον ίδιο τον βράχο, που είναι μνημείο αυτός καθαυτός», ενώ παράλληλα υποστηρίζει ότι οι εργασίες στον βράχο της Ακρόπολης αποτελούν ένα «συμπίλημα διαφορετικών – πραγματικών και θεωρητικών – αναζητήσεων, για τις οποίες θα έπρεπε να έχει προηγηθεί μια ουσιαστική συζήτηση και διαβούλευση», ενώ σχολιάζει εκτενώς και την επιμονή της κυβερνητικής πλευράς που διατείνεται πως η επίστρωση δεν γίνεται με τσιμέντο ή πως παρόμοιο υλικό είχε χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα.

Επιπροσθέτως, το ελληνικό τμήμα του ICOMOS, επισημαίνει, πως, σχετικά με το υλικό των «επιστρώσεων», πρόκειται επί της ουσίας για  «σκυρόδεμα οπλισμένο με μεταλλικό πλέγμα, δηλαδή «μπετόν αρμέ», με αποτέλεσμα η όποια αντιστρεψιμότητά του να είναι σχετική και για το λόγο αυτό μια μελλοντική αφαίρεσή του αναπόδραστα θα επιφέρει τραύματα στο βράχο, που είναι και αυτός μνημείο».

«Η αποκατάσταση αρχαίων οδών (όπως της των Παναθηναίων) ή του αρχαίου εδάφους, που κάλυπτε το βράχο της Ακρόπολης, είναι ζητήματα σοβαρά και σύνθετα, για να παρεισφρέουν τμηματικά και αβασάνιστα σε μια μελέτη επισκευής των υφιστάμενων διαδρομών. Απαιτείται επιστημονική τεκμηρίωση και αναλυτική διερεύνηση μιας πληθώρας στοιχείων. Εξ όσων γνωρίζουμε, μελέτη που να αναφέρεται στα ζητήματα αυτά δεν έχει εγκριθεί, ενώ η διατύπωση πιθανών λύσεων έχει εκφραστεί σε θεωρητικό και μόνο επίπεδο», αναφέρει επίσης η ανακοίνωση του ICOMOS, το οποίο ασφαλώς αντιτίθεται στις δηλώσεις της Λίνας Μενδώνη, σχετικά με το «όραμα» για το οποίο κάνει λόγο.

Ads

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ICOMOS:

«Ανησυχία και προβληματισμό έχουν προκαλέσει οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις, που εκτελούνται στον χώρο της Ακρόπολης των Αθηνών αυτήν την περίοδο, με την επισκευή και διεύρυνση διαδρομών, που είχαν διαστρωθεί  ήδη από τη δεκαετία του ’70.

Οι εργασίες αυτές έχουν θεωρηθεί αναγκαίες για τα άτομα που έχουν κινητικά προβλήματα, όπως δηλώνει η υλοποιούμενη «μελέτη διαμόρφωσης διαδρομών στον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης για άτομα με δυσκολία κίνησης» (ΥΠΠΟΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΠΚΑΧΜΑΕ/225099/155875/4618/2547/03-09-2020 (ΑΔΑ ΩΔ9Ω4653Π4-003).

Ωστόσο, σύμφωνα με την προαναφερόμενη Απόφαση, οι προδιαγραφές των υλικών διάστρωσης, ο σχεδιασμός των συνθέσεων, η επιλογή τους μετά από αξιολόγηση σχετικών δοκιμαστικών εφαρμογών, καθώς και η έκταση του έργου, έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης υπό την επιστημονική εποπτεία της ΕΣΜΑ, με τη συνεργασία των συναρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ (ΥΣΜΑ, ΔΑΑΜ, ΔΣΑΝΜ, ΕΦΑ πόλης Αθηνών).

Έχει ενδιαφέρον να πληροφορηθεί κανείς αν κάτι τέτοιο πρόλαβε να γίνει, με δεδομένο το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην έκδοση της απόφασης και την έναρξη υλοποίησης των έργων.

Μολονότι, οι εργασίες που σήμερα εκτελούνται φέρεται να ικανοποιούν τις ανάγκες διέλευσης ατόμων με δυσκολία στην κίνηση, στην ουσία αποτελούν ένα συμπίλημα διαφορετικών – πραγματικών και θεωρητικών – αναζητήσεων, για τις οποίες θα έπρεπε να έχει προηγηθεί μια ουσιαστική συζήτηση και διαβούλευση για την επίτευξη του βέλτιστου, κατά το δυνατόν, αποτελέσματος.

Όπως έχει και δημόσια διατυπωθεί, οι διαδρομές που κατασκευάζονται προορίζονται, επιπλέον, τόσο για την κίνηση μηχανημάτων (που ζυγίζουν αρκετούς τόνους), για τις αναστηλωτικές ανάγκες των μνημείων, όσο και για την αποκατάσταση εδαφικών σταθμών της αρχαιότητας, όπως τμήματος της οδού των Παναθηναίων. Για τις στάθμες αυτές (ποιας χρονικής στιγμής κατά την αρχαιότητα άραγε;) δεν έχει υπάρξει κάποια έγκριτη μελέτη, που να έχει υποστεί την απαραίτητη επιστημονική βάσανο.

Ως αντίλογος για τις πολλές αντιδράσεις, που έχουν προκληθεί με τις νέες κατασκευές, διατυπώνεται η δικαιολογία ότι οι διαστρώσεις υπάρχουν εδώ και καιρό στην Ακρόπολη και μάλιστα πως στα σημερινά έργα χρησιμοποιούνται τα ίδια υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί και στις παλαιές επεμβάσεις (Τραυλού), δηλαδή ανάμιξη τσιμέντου και χαλικιών.

Πρόκειται για μια άστοχη σύγκριση, καθώς εν προκειμένω πρόκειται για σκυρόδεμα οπλισμένο με μεταλλικό πλέγμα, δηλαδή «μπετόν αρμέ», με αποτέλεσμα η όποια αντιστρεψιμότητά του να είναι σχετική και για τον λόγο αυτό μια μελλοντική αφαίρεσή του αναπόδραστα θα επιφέρει τραύματα στον βράχο, που είναι κι αυτός μνημείο. Μισό αιώνα αργότερα είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς πως δεν υπήρχε δυνατότητα χρήσης υλικών, πιο φιλικών με το περιβάλλον.

Ακόμα, το γεγονός ότι ο Πικιώνης επέλεξε να χρησιμοποιήσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, το «μπετόν αρμέ», σε άλλες περιοχές αλλά όχι στην Ακρόπολη των Αθηνών, δεν είναι κάτι που εξαγνίζει ή καταδικάζει το υλικό και συνεπώς αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα από τον Πρόεδρο της ΕΣΜΑ για τη χρήση του «μπετόν αρμέ».

Το έργο του Πικιώνη μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής, όπως και κάθε έργο, όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιείται «α λα καρτ». Και ο Μπαλάνος χρησιμοποίησε «μπετόν αρμέ», μάλιστα στα ίδια τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών, με ιδιαιτέρως βλαπτικά αποτελέσματα. Κάθε υλικό μπορεί να είναι κατάλληλο ή μη, αναλόγως του αν η χρήση του είναι συμβατή ή όχι.

Δυσφορία και όχι μόνο σε σχέση με το αισθητικό αποτέλεσμα προκαλούν επιπλέον η έκταση και ο όγκος της κατασκευής, πράγμα που είναι άμεσα αντιληπτό ακόμα και από έναν απλό πολίτη. Τόσο οι διαδρομές κίνησης όσο και τα πλατώματα είναι πολύ μεγαλύτερα και σε σχέση με τις παλαιότερες επεμβάσεις. Επίσης, η γεωμετρική διαμόρφωση της κατασκευής, αναπτυσσόμενη με ευθειογενή περιγράμματα και πρισματικές ακμές είναι ξένη προς το περιβάλλον του αρχαιολογικού χώρου.

Εκτός από το αισθητικό πρόβλημα, που προκαλεί η εκτεταμένη διάστρωση, καλύπτοντας το παλίμψηστο του βράχου, ταυτόχρονα, δημιουργείται και μια εννοιολογική ασυνταξία, καθώς αποκόπτεται η πρόσβαση στον συνδετικό ιστό όσων μνημείων δεν διαθέτουν σημαντικό λιθόσωμα, αλλά διατηρούνται σε επίπεδο θεμελιώσεων. Η πρόσληψη του αρχαιολογικού χώρου, ως ενότητος, εξασθενεί, καθώς τα μνημεία αποστερούνται του ζωτικού τους χώρου.
 
Η αποκατάσταση αρχαίων οδών (όπως της των Παναθηναίων) ή του αρχαίου εδάφους, που κάλυπτε το βράχο της Ακρόπολης, είναι ζητήματα σοβαρά και σύνθετα, για να παρεισφρέουν τμηματικά και αβασάνιστα σε μια μελέτη επισκευής των υφιστάμενων διαδρομών.

Απαιτείται επιστημονική τεκμηρίωση και αναλυτική διερεύνηση μιας πληθώρας στοιχείων. Εξ όσων γνωρίζουμε, μελέτη που να αναφέρεται στα ζητήματα αυτά δεν έχει εγκριθεί, ενώ η διατύπωση πιθανών λύσεων έχει εκφραστεί σε θεωρητικό και μόνο επίπεδο.

Η Ακρόπολη των Αθηνών δεν είναι ένας τυχαίος τόπος, είναι ένα εμβληματικό μνημείο της ανθρωπότητας, κορυφαίο στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Οι παρεμβάσεις, κατά συνέπεια, στα μνημεία ή στον αρχαιολογικό της χώρο θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεγμένες και μελετημένες, ενώ θα έπρεπε να είχαν τεθεί υπόψη της UNESCO, ώστε να μην αποτελούν αφορμή επικριτικών σχολίων, μάλιστα και εκτός Ελλάδος. Δεν αλλοιώνουν την εικόνα της Ακρόπολης των Αθηνών μόνο οι υπερμεγέθεις πολυκατοικίες, που αλόγιστα είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στη γειτνίασή της και δικαιολογημένα οδήγησαν στην αντίδραση της πολιτείας.

Οι εκτεταμένες διαστρώσεις και μάλιστα με «μπετόν αρμέ» αναπόδραστα αλλοιώνουν τη μορφή του αρχαιολογικού χώρου, ενώ επιφέρουν βλάβη και στον ίδιο το βράχο, που είναι μνημείο αυτός καθαυτός.  Τα υλικά που χρησιμοποιούνται, όπως και η έκταση των σύγχρονων παρεμβάσεων, πρέπει να χαρακτηρίζονται από την ίδια φειδώ και εγκράτεια, που έχει επικρατήσει και για τα έργα των αναστηλώσεων, γεγονότα στα οποία βασανιστικά και διαχρονικά επέμενε ο δάσκαλός μας Χαράλαμπος Μπούρας και όχι μόνο κατά το διάστημα που διετέλεσε Πρόεδρος της ΕΣΜΑ.

Την ίδια στιγμή κανείς δεν αρνείται την ανάγκη εξυπηρέτησης των επισκεπτών, μάλιστα των ατόμων που έχουν προβλήματα κίνησης. Ωστόσο, η αυξημένη αυτή ανάγκη δεν μπορεί να οδηγεί κατ’ αναλογία σε υπερβολή νέων κατασκευών, που θέλουν να εξυπηρετήσουν έναν τεράστιο όγκο επισκεπτών, παραμορφώνοντας όχι μόνο το χώρο αλλά και την αξία του πολιτιστικού αγαθού.

Το ελληνικό τμήμα του ICOMOS εκφράζει τη δυσφορία του τόσο για το αποτέλεσμα των υπό υλοποίηση έργων, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο υλοποιούνται τόσο σοβαρές παρεμβάσεις, δίχως την ανάλογη διαβούλευση και τον επιστημονικό διάλογο».