Την Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας διέψευσε τα σενάρια, και ταυτόχρονα και τις προσδοκίες, για αναδρομική επιδότηση των τριών πρώτων κύκλων της επιστρεπτέας προκαταβολής – δηλαδή, για «κούρεμα» κατά 50% των οφειλών επιχειρήσεων και επαγγελματιών από τα δάνεια της πανδημίας.

Ads

Την Τετάρτη, ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στον ANT1 άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να «χαριστεί» ένα μέρος της επιστρεπτέας προκαταβολής από τους κύκλους 1, 2 και 3. Είπε πως «όταν, με το καλό, τελειώσει η πανδημία θα κάνουμε τον λογαριασμό και θα δούμε τις δυνατότητες μας» ως κράτος.

Την ίδια ώρα όμως πηγές του υπουργείου Οικονομικών… διέψευδαν ξανά το ενδεχόμενο «κουρέματος» τόσο σε ό,τι αφορά την επιστρεπτέα προκαταβολή όσο και τα συνολικά χρέη της πανδημίας. Όπως διαμήνυαν, τα μέτρα στήριξης και μετά την λήξη της υγειονομικής κρίσης θα είναι στοχευμένα και δεν θα περιλαμβάνουν διαγραφές χρεών.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η ενδοκυβερνητική Βαβέλ συνεχίζεται και στα μέτρα αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, όπως συνέβη και με τα περιοριστικά μέτρα για την παδημία.

Ads

Είτε το ένα υπουργείο δεν γνωρίζει τι σχεδιάζει το άλλο, είτε όλοι μαζί παίζουν με τις προσδοκίες και την αγωνία επιβίωσης εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως η κυβέρνηση δεν έχει κανένα πραγματικό σχέδιο για τον τεράστιο όγκο ιδιωτικού χρέους που συσσωρεύεται μετά τα δύο lockdowns – ένα χρέος, που είναι προφανές ότι θα αποτελέσει και την μεγάλη οικονομική και κοινωνική νάρκη μετά το τέλος της πανδημίας.

Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την ομιλία του χθες στην Βουλή, έδειξε ότι ριζικές παρεμβάσεις δεν περιλαμβάνονται στην κυβερνητική ατζέντα.

Ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε γενναία ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, για τα χρέη που δημιουργήθηκαν στη πανδημία, με κούρεμα όχι μόνο τόκων και προσαυξήσεων αλλά και σημαντικού μέρους της βασικής οφειλής.

Το ίδιο ζητούν και οι φορείς της αγοράς που, ήδη, προεξοφλούν περισσότερα από 150.000 λουκέτα, σε επιχειρήσεις του λιανεμπορίου και της εστίασης όταν ανοίξει η οικονομία.

Ο πρωθυπουργός ωστόσο περιορίστηκε χθες να εξαγγείλει αποκλειστικά και μόνον την μείωση ενοικίου κατά 80%, για δύο μήνες, στο λιανεμπόριο και την εστίαση. Δεν είπε τίποτα για αναδρομική διαγραφή στην επιστρεπτέα προκαταβολή – παρ’ ό,τι είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ακόμη και με διαρροές στον φιλοκυβερνητικό Τύπο – και δεν εξήγγειλε καν το πολυσυζητημένο «δώρο» στους υγειονομικούς που ο ίδιος είχε σχεδόν προαναγγείλει. Και οι πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο αναφέρουν ότι το μόνον που σχεδιάζεται είναι δύο ακόμη κύκλοι επιστρεπτέας προκαταβολής (με επιδότηση 50% αυτοί, όπως έγινε και με τον τέταρτο κύκλο) καθώς και «στοχευμένες» φορολογικές απαλλαγές και ενισχύσεις όταν και όπου κριθεί ότι χρειάζεται.

Το πότε και για ποιους θα έρθουν αυτές οι ενισχύσεις παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Εως τότε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, ακόμη κι εκείνες που έχουν κλείσει με κρατική εντολή, θα πρέπει έως το τέλος του χρόνου να πληρώσουν φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ Νοεμβρίου.

Οι ίδιες επιχειρήσεις, και οι αυτοαπασχολούμενοι, ακόμη και στο καλό σενάριο που η υγειονομική κρίση αμβλυνθεί έως την επόμενη άνοιξη και λειτουργήσει η αγορά, θα πρέπει μετά τον Απρίλιο να εξυπηρετήσουν – έστω και με δόσεις – τις παλαιές υποχρεώσεις του πρώτου lockdown, τις υποχρεώσεις του δεύτερου, αλλά και τις τρέχουσες καταβολές του 2021 καθώς και το «ξεπάγωμα» των δόσεων των τραπεζικών δανείων.

Με βάση τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής οι αναστολές υποχεώσεων που θα «ξεπαγώσουν» το 2021 ανέρχονται σε 1,567 δισ. ευρώ, χωρίς να έχουν συνυπολογιστεί και οι αναστολές υποχρεώσεων του Δεκεμβρίου, ενώ οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές που δημιουργήθηκαν το τρίτο τρίμηνο (Απρίλιος – Ιούνιος) είναι αυξημένες κατά 2,1 δισ. ευρώ.

Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αναμένεται να εμφανίσουν νέα έκρηξη στο τελευταίο δίμηνο του έτους λόγω του νέου lockdown, η συνολική υστέρηση εσόδων για το 2020 υπολογίζεται ήδη από το οικονομικό επιτελείο στα 10 δις ευρώ, ενώ η απώλεια των 20 δις από τον εορταστικό τζίρο της αγοράς περιορίζει εκ των πραγμάτων ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες επιχειρήσεων και επαγγελματιών να αποπληρώσουν νέα και παλιά χρέη.

Τούτων δοθέντων, παράγοντες της αγοράς και αναλυτές προειδοποιούν ότι η κυβέρνηση μπορεί να μην συζητά «σεισάχθεια» και κούρεμα χρεών, το πιθανότερο όμως είναι πως θα την βρει μπροστά της ως τετελεσμένο των οικονομικών και κοινωνικών αδιεξόδων.