Με τις τιμές στην ενέργεια να έχουν αναδειχθεί σε κορυφαίο πρόβλημα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εν μέρει σε συνάρτηση με τον πόλεμο την Ουκρανία, οι πολιτικές που εφαρμόζει επί του θέματος η ελληνική κυβέρνηση αρκούν για την ελάφρυνση των λογαριασμών που θα κληθούν να πληρώσουν οι πολίτες-καταναλωτές το επόμενο διάστημα;

Ads

Ο καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου της Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Νικόλαος Φαραντούρης λέει στο tvxs.gr ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε σαφή αναδίπλωση όσον αφορά στον ρυθμό της απολιγνιτοποίησης και πως άργησε να λάβει μέτρα. Υπογραμμίζει ότι η επιλογή του υγροποιημένου αερίου την οποία προτάσσει ο πρωθυπουργός μπορεί να ιδωθεί μόνο ως εναλλακτική λύση για τον επαρκή εφοδιασμό αλλά δεν απαντά στην τεράστια άνοδο των τιμών. «Ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού με τέτοιες τιμές δεν νοείται», τονίζει ο καθηγητής.

Η επιστροφή του λιγνίτη

Τις τελευταίες εβδομάδες το μερίδιο του λιγνίτη στο μίγμα πηγών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα όλο και αυξάνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τον Ιανουάριο αυξήθηκε στο 11,9% από 10% τον Δεκέμβριο, ενώ το πρωί της Τετάρτης στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας το μερίδιο του λιγνίτη βρισκόταν κοντά στο 20%. Μιλώντας στο OPEN ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ Γιώργος Αδαμίδης είπε ότι οι λιγνιτικές μονάδες της χώρας λειτουργούν στο φουλ, εκτός από μια στην Καρδιά Αμυνταίου.

Ads

Αυτό συμβαίνει ενώ την περασμένη Τρίτη 1η Μαρτίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε πει στη Βουλή ότι «και σήμερα που μιλάμε, με τις τιμές του φυσικού αερίου εκεί που βρίσκονται, ο λιγνίτης δεν είναι ανταγωνιστικό καύσιμο», για να προσθέσει βέβαια αργότερα ότι «άλλο, λοιπόν, η στρατηγική εφεδρεία, να βάλεις μπροστά μια λιγνιτική μονάδα τις λίγες ώρες ή ημέρες το χρόνο που μπορεί να τη χρειάζεσαι, και άλλο να συνεισφέρει ο λιγνίτης σταθερά στο ενεργειακό μείγμα της χώρας». Τί συμβαίνει λοιπόν; Έχουμε στροφή στην κυβερνητική πολιτική;

«Είναι σαφής πλέον η αναδίπλωση της κυβέρνησης σε σχέση με την είσοδο των λιγνιτικών μονάδων στο σύστημα. Και αυτό λίγες μόλις μέρες μετά τις ανακριβείς δηλώσεις του Πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής σχετικά με το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από λιγνίτη σε σχέση με το αντίστοιχο κόστος από θερμικές μονάδες φυσικού αερίου σήμερα. Ήδη εδώ και μήνες η χρήση του λιγνίτη – συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα – θα είχε ως αποτέλεσμα χαμηλότερες τιμές αφού το φυσικό αέριο κινείται σε υψηλότατα επίπεδα», απαντά ο κ. Φαραντούρης, κάτοχος της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet και Διευθυντής Μεταπτυχιακών στην «Ενέργεια: Στρατηγική, Δίκαιο και Οικονομία» στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Διευκρινίζει όμως ότι ακόμα και στην τρέχουσα συνθήκη δεν πρέπει να εξιδανικεύσουμε τον λιγνίτη. «Δεν είμαι υπέρ του λιγνίτη, είμαι υπέρ της αλήθειας. Η απολιγνιτοποίηση πρέπει να προχωρήσει, αλλά όχι επιπόλαια και βίαια. Οι άστοχες και βεβιασμένες κυβερνητικές αποφάσεις του 2019 οδήγησαν σε αδιέξοδο και αναδίπλωση και έδειξαν ότι η άσκηση ενεργειακής πολιτικής με όρους επικοινωνίας έχει σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Οι καταναλωτές θα μπορούσαν να έχουν ήδη εδώ και καιρό χαμηλότερες τιμές ενέργειας». 

Συμφέρει η αύξηση των προμηθειών σε υγροποιημένο αέριο (LNG);

Στην συνέντευξη που έδωσε στον Alpha την Πέμπτη ο πρωθυπουργός υποστηρίξε πως η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο αγωγού μπορεί να επιτευχθεί με αύξηση των προμηθειών σε υγροποιημένο αέριο (LNG).

«Το φυσικό αέριο ήταν πάντα μεταβατικό καύσιμο. Φεύγοντας από το λιγνίτη περνάμε από το φυσικό αέριο, για να καταλήξουμε τελικά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Θα χρειαστούμε φυσικό αέριο. Το ερώτημα είναι από πού θα το βρούμε. Θα μειώσουμε την εξάρτησή μας από το ρωσικό φυσικό αέριο. Πώς θα το κάνουμε αυτό; Με περισσότερο φυσικό αέριο το οποίο θα εισάγουμε μέσα από πλοία, το λεγόμενο LNG», είπε συγκεκριμένα. Τί σημαίνει όμως αυτό για την τσέπη του καταναλωτή;

«Το πρόβλημα της χώρας για την ώρα δεν είναι η επάρκεια του ενεργειακού εφοδιασμού αφού η Ελλάδα διαθέτει πλεονεκτικές υποδομές για τη διαφοροποιημένες πηγές και οδεύσεις ενέργειας. Η πρόσβαση δια θαλάσσης και ο τερματικός σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στη νήσο Ρεβυθούσα αποτελεί εδώ και χρόνια την εναλλακτική είσοδο του αερίου αγωγού. Είτε λοιπόν στο πλαίσιο μίας ευρύτερης πολιτικής απεξάρτησης από το ρώσικο φυσικό αέριο, είτε στο ενδεχόμενο διακοπής της παροχής λόγω του πολέμου, μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική. Φοβούμαι όμως ότι το πρόβλημα για την χώρα μας, σήμερα και για το επόμενο διάστημα, δεν είναι η τροφοδοσία αλλά το κόστος», παρατηρεί ο κ. Φαραντούρης.

«Είναι οι υψηλές τιμές που πυροδοτούν το ράλι τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια και σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας. Το ίδιο ισχύει ασφαλώς και για τις τιμές του υγροποιημένου φυσικού αερίου, οι οποίες είναι και αυτές κατά βάση συνδεδεμένες με τους ευρωπαϊκούς χρηματιστηριακούς κόμβους (TTF), σε υψηλότατα επίπεδα. Ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού με τέτοιες τιμές δεν νοείται. Όπως επίσης ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και ενεργειακή φτώχεια είναι έννοιες ασύμβατες», συμπληρώνει ο καθηγητής. 

Η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα αλλά…

Είναι αλήθεια πως από το φθινόπωρο η κυβέρνηση έχει δαπανήσει πάνω από 2 δις ευρώ για την στήριξη των καταναλωτών ενέργειας, κι όμως ολόκληρη η κοινωνία δοκιμάζεται από τους υπέρογκους λογαριασμούς σε ρεύμα και φυσικό αέριο.

«Η κυβέρνηση άργησε να λάβει μέτρα. Τον Σεπτέμβρη και μέχρι τα Χριστούγεννα ο πρωθυπουργός και ακολούθως κυβερνητικά στελέχη επαναλάμβαναν ότι “το φαινόμενο είναι παροδικό”. Αποδείχθηκε ότι όχι μόνο παροδικό δεν είναι το φαινόμενο της ανόδου των τιμών ενέργειας, αλλά ότι παροξύνεται και διογκώνεται στην Ελλάδα από ρυθμιστικές αστοχίες και άλλες στρεβλώσεις και λανθασμένες επιλογές. Είμαστε εδώ και μήνες οι πρωταθλητές της ακρίβειας και του ενεργειακού κόστους στην Ευρώπη και αυτό πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Γι’ αυτό και είχε προταθεί έγκαιρα δέσμη μέτρων – δημοσιονομικών, ρυθμιστικών, ελεγκτικών – τα οποία δεν υιοθετήθηκαν», σημειώνει ο κ. Φαραντούρης.

Ρωτήσαμε τον καθηγητή εάν οι τεράστιες αυξήσεις στην ενέργεια οφείλονται στις διεθνείς εξελίξεις και σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν να αποκρουστούν από πολιτικές της ελληνικής κυβέρνησης. «Σήμερα έχει δαπανηθεί πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος και η κυβέρνηση τρέχει πίσω από το τσουνάμι ακρίβειας που διόγκωσαν άστοχές επιλογές της, όπως η βίαιη απολιγνιτοποίηση, το ομόλογο της ΔΕΗ, η απουσία ρυθμιστικών μέτρων, η ελλιπής δημοσιονομική στήριξη. Ναι, μπορεί η ενεργειακή κρίση να πυροδοτείται από διεθνείς εξελίξεις και τελευταία από τον πόλεμο, ωστόσο οι λανθασμένες επιλογές και προτεραιότητες του προηγούμενου διαστήματος διόγκωσαν το πρόβλημα στη χώρα μας», απαντά.     

Τα παραδείγματα από άλλες χώρες της ΕΕ

Όπως και σε πολλά άλλα προβλήματα, έτσι και σε αυτό των πολύ υψηλών τιμών στην ενέργεια, η Ελλάδα δεν χρειαζόταν «να ανακαλύψει τον τροχό». Σύμφωνα με τον κ. Φαραντούρη, αρκετές χώρες πήραν αποτελεσματικά μέτρα για να προστατέψουν το εισόδημα των πολιτών-καταναλωτών τους. 

«Οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να τα έχουν καταφέρει καλύτερα, σε διάφορα επίπεδα. Έσπευσαν πολύ νωρίτερα να προχωρήσουν σε δημοσιονομικά και ρυθμιστικά μέτρα, αντί να ξορκίζουν τις εξελίξεις θεωρώντας ότι πρόκειται για παροδικό φαινόμενο. Η Βουλγαρία έχει κατά 30% φθηνότερο φυσικό αέριο από το αντίστοιχο που προμηθευόμαστε εμείς από τη Ρωσία, λόγω πιο ισορροπημένης αναλογίας χρηματιστηριακών κόμβων/αργού πετρελαίου στη σύνδεση της τιμής του αερίου, απ’ ό,τι κατάφερε η ΔΕΠΑ στις διαπραγματεύσεις με τη ρωσική Gazprom. Σε πολλές χώρες λειτουργούν λιγνιτικές μονάδες παράγοντας ηλεκτρικό ρεύμα σε χαμηλότερες τιμές. Στη Γαλλία επιβλήθηκε πλαφόν στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και επιστρατεύτηκε η υπό δημόσιο έλεγχο EDF για την μείωση του ενεργειακού κόστους. Στη Γερμανία μόλις το 20% των συναλλαγών περνάει μέσα από το χρηματιστήριο ενέργειας. Αλλού μειώθηκαν γενναία οι φόροι. Και σε όλες τις χώρες ενισχύθηκε το εισόδημα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Έπρεπε και μπορούσε να έχει γίνει καλύτερος σχεδιασμός εξ αρχής και καλύτερες επιλογές κατά την κλιμάκωση της κρίσης και πριν το ξέσπασμα του πολέμου», καταλήγει ο καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου της Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.