Έχουν περάσει πάνω από 2,5 χρόνια από τη στιγμή, που ο Σομαλός πολιτικός πρόσφυγας, Μοχαμάντ Χανάντ Αμπντί, βρέθηκε στα δικαστήρια της Μυτιλήνης. Αύριο, όμως, ο Μοχαμάντ θα επιστρέψει στο Εφετείο της Λέσβου, όπου θα εκδικαστεί η έφεση του, καθώς ενώ έσωσε 33 ζωές από τη θάλασσα, καταδικάστηκε σε 142 χρόνια φυλακή ως διακινητής. 

Ads

Για την υποστήριξη του, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Στ. Κούλογλου, έχει οργανώσει τη διεθνή πρωτοβουλία «142 χρόνια φυλακή: Δίκαιη Δίκη για τον Μοχάμαντ», που υποστηρίζεται από περισσότερους από 2000 ευρωβουλευτές, οργανώσεις και μέλη της κοινωνίας των πολιτών. Στο πλαίσιο των δράσεων της πρωτοβουλίας, ευρωβουλευτές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς συμμετείχαν σε εφέσεις ως μάρτυρες υπεράσπισης, είχε διοργανωθεί μεγάλη συναυλία συμπαράστασης στη Λέσβο, ενώ κάποιες υποθέσεις παρουσιάστηκαν σε σχετική εκδήλωση και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο Στ. Κούλογλου και μέλη της πρωτοβουλίας θα βρίσκονται στη Λέσβο για να τον υποστηρίξουν. 

Ο ευρωβουλευτής συναντήθηκε με τον Μοχαμάντ στις φυλακές της Χίου τον περασμένο Δεκέμβριο, και είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για την υπόθεση του, για το πως νιώθει όντας άδικα φυλακισμένος, σε τι ελπίζει. Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από όσα είπε ο Μοχαμάντ στον Στ. Κούλογλου: 

«Χωρίς εσάς και την υποστήριξη σας, δε θα ήξερε κανείς για την υπόθεση μου. Είναι ελπιδοφόρο να βλέπω ότι υπάρχουν ακόμη καλοί άνθρωποι σε αυτό τον κόσμο. Ελπίζω την Δευτέρα να βγω από το δικαστήριο πραγματικά χαρούμενος».

Ads

«Με καταδίκασαν ότι ήμουν υπεύθυνος για τη διακίνηση όλων των ανθρώπων στη βάρκα. Δεν είχα να κάνω τίποτα μ αυτό. Ούτε φυσικά είχα τα χρήματα να το κάνω. Ποτέ δε μου δόθηκε η ευκαιρία να εξηγηθώ στο δικαστήριο. Αν είχα πει την ιστορία μου με λεπτομέρειες στο δικαστή, είμαι σίγουρος ότι δε θα ήμουν εδώ σήμερα».

«Στη Σμύρνη πλήρωσα 450 δολάρια για να έρθω στην Ελλάδα. Μας έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα 9 ανθρώπους. Μας πήγαν στη θάλασσα. Εκεί υπήρχαν και κάποιοι Τούρκοι. Νομίζαμε ότι ήταν αυτοί που θα οδηγούσαν τη βάρκα. Μετά από μια ώρα ξεκινήσαμε και ο διακινητής μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιον άλλο που είχε μια βάρκα πιο μπροστά ελέγχοντας για κινδύνους. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σε βάρκα. Είχε θαλασσοταραχή και φοβόμουν. Ξαφνικά αυτός που οδηγούσε τη βάρκα ξεκίνησε να φωνάζει στο τηλέφωνο. Η βάρκα που ήταν μπροστά επέστρεψε. Εγώ καθόμουν δίπλα στη μηχανή, και ο οδηγός με απείλησε με όπλο και μου είπε να οδηγήσω τη βάρκα. Μετά πήδηξε στην άλλη και έφυγαν. Έπρεπε να οδηγήσω τη βάρκα για να σωθούμε όλοι όσοι είμασταν επάνω. Τα παιδιά έκλαιγαν από το φόβο. Και εγώ φοβόμουν αλλά δε μπορούσα να μην κάνω τίποτα». 

«Λίγο αργότερα η μηχανή έσβησε. Βρήκαμε ένα τηλέφωνο και καλέσαμε την Ακτοφυλακή ζητώντας βοήθεια. Μας προσέγγισαν δυο μεγάλα σκάφη. Σαν στρατιωτικά. Έκαναν κύκλους γύρω μας και τραβούσαν βίντεο. Νομίζαμε ότι ήταν διάσωση, αλλά νερά μπήκαν στη βάρκα και αρχίσαμε να βυθιζόμασταν. Τότε ξεκίνησαν να μας βοηθούν. Δυο όμως πνίγηκαν. Μας πέταξαν ένα σκοινί για να το δέσουμε στη μηχανή ώστε να μη βυθιστεί η βάρκα. Εγώ έπιασα το σχοινί και το έδεσα». 

«Βρέθηκα στη φυλακή γιατί προσπάθησα να βοηθήσω ανθρώπους. Όχι να τους κάνω κακό. Που είναι η δικαιοσύνη σ’αυτό;»

«Βρίσκομαι στη φυλακή με δολοφόνους και εγκληματίες. Υπάρχουν κλίκες με βάση τις εθνικότητες. Εγώ είμαι ο μοναδικός Σομαλός, οπότε είμαι μόνος μου. Δεν έχω κανέναν να με υποστηρίξει. Αν προσπαθήσουν να με κλέψουν, τους αφήνω γιατί δε μπορώ να κάνω κάτι. Ελπίζω πραγματικά το δικαστήριο να αλλάξει την ποινή μου και να λάβει υπόψη το χρόνο που έχω περάσει εδώ μέσα».

«Δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Φοβάμαι τι θα μου συμβεί εδώ, φοβάμαι τι θα συμβεί στο δικαστήριο, φοβάμαι τι θα βρω φεύγοντας από εδώ. Μου λείπει η οικογένεια μου και τα 4 παιδιά μου. Όταν τους μιλάω στο τηλέφωνο και μου λένε τα προβλήματα τους, με σκοτώνει που δε μπορώ να τους βοηθήσω γιατί είμαι εδώ». 

Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση του Μοχαμάντ δεν είναι μοναδική: Οι καταδίκες σε εξοντωτικές ποινές φυλάκισης προσφύγων, που βρέθηκαν δίπλα στο πηδάλιο της βάρκας, που τους μετέφερε όταν αυτή εντοπίστηκε από τις ελληνικές αρχές, είναι μια πρακτική της ελληνικής κυβέρνησης, που φιλοδοξεί να αποτρέψει περισσότερους πρόσφυγες να έρθουν στην χώρα. 

Η πρακτική βασίζεται στον νόμο 4251/2014, που υπαγορεύει ότι όποιος βρίσκεται στο πηδάλιο του σκάφους, που μεταφέρει πρόσφυγες και μετανάστες, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ως διακινητής, σε χρόνο φυλάκισης ίσο με 3 έτη ανά επιβάτη και επιπλέον 15 έτη ανά άτομο που ενδεχομένως χάσει τη ζωή του κατά το ταξίδι. Το αποτέλεσμα είναι ότι, μόνο το 2019, οδηγήθηκαν στις ελληνικές φυλακές 1905 άτομα, μετά από δίκες που διαρκούν κατά μέσο όρο 28 λεπτά συχνά γίνονται χωρίς την παρουσία μεταφραστή και με μέση ποινή τα 44 χρόνια.

Παρά την πανδημία και τα lockdown παγκοσμίως, ο αριθμός τους στις αρχές του 2022 αυξήθηκε σε 2.282. Η ομάδα των καταδικασμένων «διακινητών» στις ελληνικές φυλακές είναι η δεύτερη πληθυσμιακά κατηγορία κρατουμένων. 

Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική: Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο πραγματικός διακινητής εγκαταλείπει το πλοιάριο, αφού πρώτα δώσει -συχνά υπό την απειλή όπλου- το πηδάλιο σε έναν άτυχο πρόσφυγα που βρίσκεται κοντά του. Όταν η Ακτοφυλακή εντοπίσει τη βάρκα, ο άτυχος που βρέθηκε στο τιμόνι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται ως ο διακινητής. 

Τέτοιες περιπτώσεις ήταν και αυτές του Ακίφ Ραζούλι και του Αμίρ Ζαχίρι, ο οποίος μάλιστα ήρθε μαζί με την έγκυο γυναίκα του και το μικρό παιδί τους. Καταδικάστηκαν σε 50 χρόνια ο καθένας πρωτοβάθμια, και η έφεσή τους αναβλήθηκε ήδη δυο φορές τον περασμένο Μάρτιο και μια ακόμη τον Απρίλιο. Την, Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022, επιτέλους δικαιώθηκαν: η απόφαση ήταν αθώωση του Ακίφ από κάθε κατηγορία, ενώ η κάθειρξη του Αμίρ μετατράπηκε σε φυλάκιση 8 ετών, αλλά αποφυλακίζεται γιατί έχει εκτίσει το απαραίτητο μέρος της ποινής του. Η είδηση έκανε το γύρο του ελληνικού και ευρωπαϊκού Τύπου, που έκανε λόγο για μεγάλη νίκη.