Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Απρόβλεπτες του βιβλίο του Δημήτρη Ραπίδη «More than a game: Το ποδόσφαιρο ως πεδίο έκφρασης και διεκδίκησης, πολιτικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης».

Ads

Από τον τίτλο γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι απλά ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο: πρόκειται ουσιαστικά για μια κοινωνικοπολιτική ιστορία του αθλήματος, μέσα από 35 αφηγήσεις, οι οποίες ξετυλίγονται από τη μία άκρη του κόσμου στην άλλη.

Κολομβία, Αργεντινή, Βραζιλία, Αίγυπτος, Ιράν, Τζαμάικα, Υεμένη, Γερμανία, Αγγλία, Ισραήλ, Ινδία, είναι μόνο κάποιες από τις χώρες, στις οποίες «κρύβονται» ιστορίες για το ποδόσφαιρο και τη σύνδεσή του με την πολιτική, ή τη χρησιμοποίησή του για την προέκταση αυτής.

Διαβάζουμε για αθλητές που ύψωσαν το ανάστημά τους απέναντι σε δικτατορικά καθεστώτα, για μαζικές διαδηλώσεις αντιφρονούντων σε γήπεδα, για αντιπαλότητες οπαδών που μπήκαν στην άκρη όταν χρειάστηκε, μπροστά στον «κοινό εχθρό», για ομάδες που ιδρύθηκαν από πρόσφυγες, για συλλόγους με αναρχικές καταβολές αλλά και για «επαναστάσεις» γυναικών σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο.

Ads

Από την άλλη, διαβάζουμε για γήπεδα που μετατράπηκαν σε τόπους βασανιστηρίων, για την προσπάθεια δημιουργίας μέσω του ποδοσφαίρου μιας επίπλαστης εικόνας εθνικής υπερηφάνειας και ενότητας, αλλά και για πόλωση της κοινωνίας μέσω του αθλήματος, κατά βάση λόγω της δύναμης και επιρροής του αθλήματος στην εργατική τάξη.

Ακολουθεί η συνέντευξη που έδωσε στο Tvxs.gr ο δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής, επικοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Ραπίδης, για τις «φωτεινές» και τις «σκοτεινές» πλευρές αυτή της αντιφατικής φύσης του ποδοσφαίρου.

image

Εάν ήθελες να συνοψίσεις το μήνυμα που θέλει να στείλει το βιβλίο, ποιο θα ήταν αυτό;

Ότι δεν υπάρχει no politica στο ποδόσφαιρο. Ότι είναι το μοναδικό άθλημα που μπορεί να επηρεάσει και να επηρεαστεί από την πολιτική σε τέτοιο βαθμό που αναπτύσσει μία σχέση βαθιάς αλληλεξάρτησης κι αλληλεπίδρασης μαζί της. Κι αυτή η σχέση έχει και θετικές και αρνητικές διαστάσεις στο βάθος των δεκαετιών.

Ήταν το Μουντιάλ του Κατάρ μια ισχυρή υπενθύμιση ότι το ποδόσφαιρο είναι «κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι», αλλά από μια «σκοτεινή πλευρά»; Παρόμοιες ιστορίες άλλωστε υπάρχουν και στο βιβλίο, ενώ και η Ελλάδα θα είναι υποψήφια για συνδιοργάνωση του Μουντιάλ 2030 με Σαουδική Αραβία και Αίγυπτο, καθεστώτα που δεν φημίζονται για το σεβασμό των δικαιωμάτων.

Όσα μάθαμε για το Κατάρ, όσα έγιναν πριν την ανάληψη του Μουντιάλ και κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, είναι αποκαλυπτικά για τον τρόπο με τον οποίο η FIFA και πλήθος διοικητικών παραγόντων αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο: Ως ένα πεδίο εκμετάλλευσης ανθρώπων, ένα πεδίο καταπάτησης ανθρωπίνων και εργασιακών δικαιωμάτων, ένα πεδίο αχαλίνωτου sportswashing καθεστώτων που παρανομούν συστηματικά.

Σε ανάλογο πλαίσιο κινείται η κοινή υποψηφιότητα της χώρας μας με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Να μπει η Ελλάδα ως «μπροστινός» από την Ευρωπαϊκή Ένωση,  να «ξεπλύνει» μέσα από το ποδόσφαιρο τα ανοσιουργήματα των δύο ηγεσιών σε Κάιρο και Ριάντ. Είναι μία υποψηφιότητα ντροπιαστική για τη χώρα μας.

Ένα μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο και στο ποδόσφαιρο γυναικών. Με δεδομένο ότι τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε άνθηση (με προβλήματα όπως φυσικά το μισθολογικό να παραμένουν), τι θεωρείς πως μπορεί να σημαίνει αυτό για την ίδια τη φύση του αθλήματος;

Το ποδόσφαιρο γυναικών παίρνει τα πάνω του σε αγωνιστικό επίπεδο, ειδικά στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Ωστόσο συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, όπως σωστά λες σε μισθολογικό πρωτίστως επίπεδο, κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι. Είναι αποτέλεσμα πατριαρχικών αντιλήψεων που κυριαρχούν στο άθλημα και δεν θέλουν τις γυναίκες να κερδίσουν «χώρο» και ορατότητα στο άθλημα.

Όπως είδες και στην ιστορία της Πρέστον στο βιβλίο, οι γυναίκες ήταν εκείνες που έσωσαν το άθλημα από την εξαφάνιση όταν οι άνδρες ήταν στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο μόλις τελείωσε ο πόλεμος, η αγγλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία έκοψε τη χρηματοδότηση, την πρόσβαση σε γήπεδα και προπονητικούς χώρους, οδηγώντας για χρόνια το ποδόσφαιρο γυναικών σε παρακμή. Τα ίδια προβλήματα υπάρχουν και σήμερα, οι ίδιες νοοτροπίες κυριαρχούν.

image

Τι είναι αυτό που «μολύνει» σήμερα το ποδόσφαιρο;

Πολλά. Κυρίως θα έλεγα ο παραγοντισμός, η χρησιμοποίηση του ποδοσφαίρου ως «βιτρίνα» για άλλες, έκνομες ή σκοτεινές δραστηριότητες και η ακραία εμπορευματοποίηση που βλέπει το άθλημα αποκλειστικά ως προϊόν, τους αθλητές ως μαριονέτες και γρανάζια, χωρίς χαρακτήρα και προσωπικές απόψεις, και τους φιλάθλους και οπαδούς ως καταναλωτές. 

Ποια θεωρείς ότι είναι η πιο «δυνατή» ιστορία του βιβλίου;

Όλες έχουν δυνατά σημεία. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Καθεμία νομίζω περνά το μήνυμα που θέλει να περάσει.

Το βιβλίο, μεταξύ άλλων, καθιστά αντιληπτό πως αυτό που πολλοί αποκαλούν «no politica», στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ποιον ευνοεί όμως αυτή η ψευδαίσθηση;

Ευνοεί εκείνα τα συμφέροντα που θέλουν το άθλημα, τους αθλητές και τους οπαδούς αποκομμένους από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Ευνοεί παράγοντες που θέλουν «οπαδικούς στρατούς» στο πλάι τους για να ασκούν πίεση στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία και σε κέντρα αποφάσεων ευρύτερα, σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Ευνοεί, τελικά, όσους φοβούνται τη δυναμική του ποδοσφαίρου ως κοινωνικού φαινομένου και της κερκίδας ως πεδίου διεκδίκησης και πολιτικής έκφρασης. 

image

Ένα κεφάλαιο το οποίο κατά τη γνώμη μου αξίζει να παρακολουθήσει όποιος ενδιαφέρεται για τη σχέση ποδόσφαιρου και πολιτικής, είναι και το αυτοοργανωμένο ποδόσφαιρο. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε και στην Ελλάδα οι αυτοοργανωμένες ομάδες πληθαίνουν. Παρακολουθείς αυτό το φαινόμενο; Κι αν ναι, θεωρείς ότι μπορεί να μαζικοποιηθεί;

Φυσικά το παρακολουθώ και δηλώνω γοητευμένος από τις προσπάθειες που γίνονται σε όλη τη χώρα, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι την Κέρκυρα, από την Κρήτη μέχρι τη Μακεδονία κι από την Αθήνα μέχρι τον Βόλο. Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι πρωτοβουλίες και βλέπω ότι όλο και περισσότερος κόσμος έρχεται να «αγκαλιάσει» τοπικά εγχειρήματα. Για να μαζικοποιηθεί όμως το αυτοοργανωμένο ποδόσφαιρο χρειάζεται προβολή και στήριξη από τα ΜΜΕ, από την τοπική κοινωνία, από την τοπική επιχειρηματικότητα. Υπάρχει η μαγιά, υπάρχει κινητοποίηση, αλλά ακόμη χρειάζεται δρόμος για να μπορούμε να πούμε ότι λαμβάνει ένα πιο μαζικό χαρακτήρα, ότι «απλώνεται».

Γιατί τελικά το ποδόσφαιρο είναι το «λαϊκότερο και ομορφότερο των αθλημάτων»;

Γιατί χωρά τα πάντα και πολλές φορές σε υπερθετικό βαθμό. Χωρά συναισθήματα, χωρά αναμνήσεις, χωρά παρέες, ταυτότητες. Είναι «σοσιαλιστικό άθλημα», όπως έλεγε και ο Μπιλ Σάνκλι. Είναι η κερκίδα, που χωρίς αυτή, το άθλημα είναι γυμνό. Είναι η ευκολία να παίξεις ποδόσφαιρο όπου βρεθείς, αρκεί να έχεις κάτι στρογγυλό – είναι τενεκεδάκι, είναι μπόγος από κάλτσες, είναι μικρή ή μεγάλη μπάλα, οτιδήποτε! Είναι το άθλημα που απευθύνεται τελικά σε όλους μας ανεξαιρέτως.