Υπό συνθήκες «χαμηλής έντασης» στα ελληνοτουρκικά, φαίνεται πως η επίσκεψη Τσαβούσογλου δεν γεννά προσδοκίες για κάποια θετική εξέλιξη στις σχέσεις των δύο χωρών. Απεναντίας, Αθήνα και Άγκυρα επιμένουν στη μη-λύση των διαφορών τους. Αυτό αναφέρει η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ, Μαριλένα Κοππά μιλώντας στο Tvxs.gr.

Ads

Η κα Κοππά, έχοντας μάλιστα διατελέσει και αντιπρόεδρος της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ΕΕ και Τουρκίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο παρελθόν, μιλάει για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ένταση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση.

Πιστεύετε ότι η επίσκεψη Τσαβούσογλου μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Κάθε επαφή, κάθε μορφή διαλόγου είναι θετική γιατί μειώνει την ένταση και συμβάλει, λιγότερο ή περισσότερο στην οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης. Άρα είναι θετικό και μόνο ότι γίνεται. Από εκεί και πέρα ο πήχης των προσδοκιών για τα αποτελέσματα της επίσκεψης είναι πολύ χαμηλός. Η Τουρκία το διάστημα αυτό έχει ανάγκη να παρουσιάζει προς τη Δύση μια πιο διαλλακτική εικόνα, τόσο γιατί επίκειται μια νέα συμφωνία για το Μεταναστευτικό όσο και γιατί έχει μπροστά της τη διαπραγμάτευση για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης. Η ουσία όμως της πολιτικής Ερντογάν παραμένει. Αυτό που βλέπουμε είναι δυο πλευρές αποφασισμένες για μη-λύση των διαφορών τους, που απλά ‘κάνουν πεντάλ’ για να μην πέσει το ποδήλατο. Η συζήτηση για τη «θετική ατζέντα» στις σχέσεις των δυο χωρών εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο: της μη-λύσης. 

Ads

Από ελληνικά ΜΜΕ, στην επίσκεψη του Τούρκου υπουργού στη Θράκη, πριν τις επίσημες συνομιλίες στην Αθήνα, δίνεται συμβολική διάσταση. Συμφωνείτε;

Πάντα έχουν σημασία οι επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων στη Θράκη, δεδομένου ότι η πάγια Τουρκική πολιτική συνίσταται στην εργαλειοποίηση της μειονότητας και στη χρήση της ως διαπραγματευτικό χαρτί κατά τη συζήτηση των ελληνοτουρκικών. Όσο πάντως η ελληνική πλευρά ακολουθεί την αρχής της ισονομίας και ισοπολιτείας των μειονοτικών συμπολιτών μας, δεν έχει τίποτα να φοβάται.

Της νέας συνάντησης Δένδια-Τσαβούσογλου είχε προηγηθεί η περιπετειώδης στην Τουρκία. Τι γνώμη έχετε για την προηγούμενη; Μπορεί να επηρεάσει την τωρινή;

Από την εμπειρία μου γνωρίζω ότι μια συνάντηση τέτοιου επιπέδου είναι μια χορογραφία στην οποία η κάθε κίνηση είναι προγραμματισμένη και προμελετημένη. Δεν υπάρχει κανένας αυτοσχεδιασμός και καμία έκπληξη. Ο κ. Δένδιας συνειδητά αποφάσισε να κάνει τις αναφορές αυτές δημόσια στην συνέντευξη τύπου. Σε καμιά περίπτωση δεν εξαναγκάστηκε. Οι διαφορές στις οποίες αναφέρθηκε είναι σαφείς και καταγεγραμμένες και σίγουρα συζητήθηκαν και κεκλεισμένων των θυρών. Το γιατί αποφάσισε δημόσια να κάνει αυτή την απαρίθμηση έχει πολλές απαντήσεις που αφορούν τόσο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, όσο και την άλλη πλευρά. Δεν θεωρώ πάντως ότι θα αλλάξει κάτι ως προς την επίσκεψη ή την πάγια τουρκική πολιτική. Το συμπέρασμα που αβίαστα βγαίνει είναι ότι και οι δυο πλευρές επιλέγουν τη στρατηγική της μη-λύσης στην επαφή τους, διατηρώντας πάντως ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας.

H διαφαινόμενη «αλλαγή τόνου» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, μπορεί να επηρεάσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Η Τουρκία παραμένει ένας κεντρικός παίκτης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πέρα από τη συγκυριακή όξυνση των σχέσεων, είναι σαφές ότι η Δύση έχει ανάγκη την Τουρκία: στη Συρία, τη Λιβύη, στο παλαιστινιακό. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρίσει την Τουρκία στη Ρωσία και τους ρωσικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς. Θα συνεχίσει να είναι μια δύσκολη σχέση με πολλά σκαμπανεβάσματα, όμως αναντικατάστατη. Οι θεωρίες που αναπαράγονται στην Ελλάδα περί απομόνωσης της Τουρκίας είναι πλήρως ανυπόστατες. Μπορεί η ένταξη στην ΕΕ να είναι πλέον εκτός της δυτικής ατζέντας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία έχει χάσει τον κεντρικό της ρόλο

Πρέπει η ελληνική πλευρά να σταθεί θετικά στο τουρκικά αίτημα για την αναβάθμιση της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης Τουρκίας-ΕΕ;

Η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης είναι προς το συμφέρον και της Τουρκίας και της ΕΕ. Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να τη σταματήσει. Μπορεί όμως να τη συνδέσει με όρους και προϋποθέσεις σημαντικές για εμάς. Δεν σημαίνει ότι μπορούμε να τους πετύχουμε όλους μια και το διακύβευμα δεν είναι η έναρξη διαπραγματεύσεων, όπως το 1999 στο Ελσίνκι αλλά μια οικονομική εμπορική συμφωνία, όσο ενισχυμένη κι αν είναι. Έχει όμως σημασία, σε κάθε στιγμή της διαδικασίας, οι ελληνικοί όροι να είναι στο τραπέζι των συζητήσεων.

Σχεδόν 2 χρόνια μετά την εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη τι βαθμό θα βάζατε στην πολιτική της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά;

Η Κυβέρνηση ξεκίνησε από μια πολιτική επιθυμίας διαλόγου και επίλυσης της διαφοράς περί θαλασσίων ζωνών. Εκεί διαφάνηκε και η πρώτη διαφοροποίηση στο εσωτερικό της, με τον Πρωθυπουργό να μιλάει για συζήτηση περί θαλασσίων ζωνών και με τον ΥΠΕΞ να λέει ότι μόνο αντικείμενο συζήτησης στις διερευνητικές ήταν η ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα . Συνεχίστηκε  με την προσπάθεια ‘εξομάλυνσης χωρίς λύση’, όπως διαφάνηκε από τις πρώτες επαφές για να φτάσουμε στην επίσκεψη της Άγκυρας όπου πλέον ούτε η εξομάλυνση μοιάζει να είναι ο στόχος αλλά η διατήρηση μιας ‘χαμηλής έντασης’, όμως με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας. ΄Έτσι, όπως διαμορφώνεται η εικόνα, πρόκειται πραγματικά για μια πολύ δύσκολη εξίσωση.

Ποια πιστεύετε ότι είναι η σωστή πολιτική της δημοκρατικής αντιπολίτευσης;

Η δημοκρατική αντιπολίτευση πρέπει να αντιπροτείνει ακριβώς εκείνη την εξωτερική πολιτική που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών, που άλλαξε τη θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Μια πολιτική ενεργητική, με πρωτοβουλίες που δεν περιχαρακώνει την χώρα αλλά οικοδομεί συμμαχίες και συνεργασίες. Που δεν στηρίζεται στην αρχή «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος» , ούτε οργανώνει αντι-τουρκικούς άξονες αλλά ανοίγει καινούργιους δρόμους συνεννόησης. Που επιμένει στον αληθινό, όχι προσχηματικό διάλογο. Που επιθυμεί λύσεις προς αμοιβαίο όφελος. Που δεν φοβάται το πολιτικό κόστος, ούτε εξελίσσεται με το μάτι στραμμένο στις δημοσκοπήσεις. Αυτή η πολιτική αξίζει στην Ελλάδα, αυτήν την πολιτική η δημοκρατική αντιπολίτευση πρέπει να υπερασπιστεί και να διεκδικήσει.