Την αγωνία του για τις διαρροές των ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς τα δεξιά – μετά τις αρνητικές εξελίξεις σε βασικά κεφάλαια της εξωτερικής πολιτικής – κατέδειξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη Χίο, αναδεικνύοντας εκ νέου την πολιτική σταθερότητα ως διακύβευμα των ευρωεκλογών.

Ads

Η πρωθυπουργική αποστροφή, μάλιστα, ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που σε αυτή την προεκλογική περίοδο το μεταναστευτικό-προσφυγικό δεν είναι πρώτο θέμα συζήτησης, ερμηνεύτηκε ως νεύμα προς το «πατριωτικό» σκληροπυρηνικό ακροατήριο που προσανατολίζεται να στηρίξει την «Ελληνική Λύση» ή τη «ΝΙΚΗ», στις κάλπες της 9ης Ιουνίου.

Ισχυρίστηκε μάλιστα η δική του κυβέρνηση ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε με τα ζητήματα της εξωτερικής φύλαξης των συνόρων και πώς έπειτα από πολύ μεγάλη επιμονή εξασφάλισε πρόσθετους πόρους αλλά κυρίως πολιτική στήριξη για να συμφωνήσει σε ένα καινούργιο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, που λαμβάνει υπόψη όλες τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας μας.

Σημειώνεται ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί σε σχέση με την επίσκεψη του Έντι Ράμα, η απόφαση του Τ. Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί τη Μονή της Χώρας – λίγες ημέρες πριν τη συνάντηση του με τον κ. Μητσοτάκη καθώς και τα γαλάζια μηνύματα προς τη νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας για πιστή τήρηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκαλούν τη δυσανεξία μεγάλων τμημάτων της γαλάζιας εκλογικής βάσης.

Ads

Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Μητσοτάκης ξόρκισε ξανά, χθες, τη χαλαρή ψήφο λέγοντας ότι δεν πρέπει να βρεθεί σε κίνδυνο η οικονομική πολιτική. «Να μη δώσουμε σε κάποιους την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι πρέπει αυτή η πορεία να διαταραχθεί» σημείωσε επίσης, συμπληρώνοντας ότι η δεύτερη 4ετία είναι η περίοδος των μεγάλων αλλαγών που θα φέρουν ακόμα πιο κοντά την Ελλάδα στην τροχιά της Ευρώπης.

Ζήτησε, μάλιστα, από το ακροατήριο του να συμβάλλει σε αυτή τη «μεγάλη προσπάθεια συσπείρωσης» επιχειρώντας να πείσει ότι η ΝΔ είναι η μόνη που έχει πειστική πρόταση.

Success story

Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός δεν υπεισήλθε σε σχετικές λεπτομέρειες αλλά αρκέστηκε στην αναπαραγωγή του «μεταρρυθμιστικού» κυβερνητικού έργου που προκαλεί τη δυσφορία μεγάλων τμημάτων – σύμφωνα με τις μετρήσεις – της κοινωνίας, όπως η ίδρυση Μη Κρατικών Πανεπιστημίων.

Εστίασε δε στις «αυξήσεις των μισθών στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα -κατώτατος μισθός πια 830 ευρώ- αλλά και στις συντάξεις» στο πλαίσιο μίας προσπάθειας να θολώσει τα νερά για την απροθυμία του να λάβει ουσιαστικά μέτρα για τον περιορισμό της ακρίβειας.

«Tο γεγονός ότι σήμερα το πρώτο παράπονο το οποίο ακούω από εργοδότες ποιο είναι; Πριν από πέντε χρόνια έρχονταν νέοι στα γραφεία μας και μας έλεγαν “ψάχνουμε για δουλειά”. Σήμερα έρχονται εργοδότες και μας λένε “δεν βρίσκουμε εργαζόμενους”. Αυτό δεν έγινε τυχαία, ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ συστηματικής πολιτικής η οποία προέταξε τη μείωση της ανεργίας ως πρωταρχικό στόχο και έχουμε πετύχει πολύ σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση», υποστήριξε, αποφεύγοντας κάθε νύξη στην ανάγκη επαναθέσπισης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Τέλος, έκανε ειδική μνεία «στη μεγάλη προσπάθεια ανάταξης των υποδομών του ΕΣΥ» με την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, προσπερνώντας το καθολικό αίτημα των υγειονομικών για την στελέχωση των δομών της δημόσιας Υγείας.