Ίσως πολλοί από εμάς αγνοούμε την ύπαρξή της αλλά η Ιατρική της Εργασίας είναι ξεχωριστή ειδικότητα στην Ελλάδα από το 1986 και κάθε επιχείρηση με 50 και πλέον εργαζομένους υποχρεούται να συνεργάζεται με έναν τέτοιο γιατρό. Καθώς οι επιστήμονες έχουν καταλήξει πως οι χώροι εργασίας αποτελούν δυνητικές εστίες υπερμετάδοσης του νέου κορονοϊού, η συνεισφορά των γιατρών εργασίας στην κατεύθυνση της μη εξάπλωσης θα μπορούσε να είναι καθοριστική.

Ads

Τα πράγματα ωστόσο δεν εξελίσσονται πάντα έτσι. Από την άνοδο των κρουσμάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν βιοτεχνίες – βιομηχανίες καθώς και από τις συχνές καταγγελίες σωματείων εργαζομένων, προκύπτει ότι η εξάπλωση σε πολλές περιπτώσεις δε σταματά εγκαίρως σε χώρους εργασίας, με την ευθύνη να βαραίνει κυρίως τους εργοδότες αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και τους γιατρούς εργασίας.

Όπως λέει ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας στο tvxs.gr εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι δεν έχουν δει ποτέ τους θεωρητικά αρμόδιους για την υγεία τους γιατρούς, παρά μόνο την ημέρα της πρόσληψής τους. Αντί να μεριμνούν για τη βελτιστοποίηση και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας καθώς και τις άδειες ευαλωτότητας όσων τις χρειάζονται, ορισμένοι γιατροί πληρώνονται μόνο για να υπογράφουν στα σχετικά έγγραφα ότι όλα βαίνουν καλώς.

Μάλιστα οι κακές αυτές πρακτικές δεν εξηγούνται μόνο με όρους ευσυνειδησίας των ίδιων των γιατρών. Όπως εξηγεί στο tvxs.gr η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος, το ίδιο το υπουργείο Εργασίας, σε αντίθεση με το πνεύμα της σχετικής οδηγίας της ΕΕ, στην αρχή της πανδημίας άνοιξε διάπλατα την πόρτα σε γιατρούς κάθε ειδικότητας ή και ανειδίκευτους προκειμένου να εργάζονται ως γιατροί εργασίας. Εξάλλου από το νόμο ο ρόλος τους παραμένει συμβουλευτικός αφού δεν τους δίδεται τρόπος καταγγελίας σε περίπτωση που κάποιος εργοδότης δεν υλοποιεί τις εισηγήσεις τους, η υλοποίηση των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των κατά τόπους Κέντρων Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου (ΚΕΠΕΚ) που ανήκουν στο υποστελεχωμένο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ).

Ads

Κάθε επιχείρηση με 50 και πλέον εργαζόμενους ή που διαχειρίζεται συγκεκριμένους βλαπτικούς παράγοντες ανεξάρτητα από τον συνολικό αριθμό των εργαζομένων σε αυτές υποχρεούται να συνεργάζεται με ιατρό εργασίας. Οι γιατροί που έχουν όμως τη συγκεκριμένη ειδικότητα είναι ελάχιστοι και διαχρονικά γιατροί άλλων ειδικοτήτων απασχολούνταν ως γιατροί εργασίας, παρόλο που η παράλληλη άσκηση άνω της μίας ειδικότητας απαγορεύεται.

«Είναι ένα πρόβλημα που υφίσταται από το 1986, γνωστό σε όλες τις κυβερνήσεις. Κι όμως όλα αυτά τα χρόνια δεν έκαναν τίποτα για να ειδικευθεί ο απαραίτητος αριθμός των γιατρών εργασίας. Αυτή τη στιγμή μόνο 150 έχουμε την ειδικότητα ενώ από μελέτη που έχουμε κάνει προκύπτει ότι πρέπει να απασχολούνται περί τους 450, σε πλήρη απασχόληση. Είναι η μοναδική ειδικότητα, η ύπαρξη της οποίας είναι υποχρεωτική βάση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οδηγία 89/391/ΕΟΚ). Παρά την πρόβλεψη της οδηγίας που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν τα αυστηρότερα μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, στην Ελλάδα το κράτος επιτρέπει την άσκηση της ειδικότητας σε ανειδίκευτους γιατρούς», λέει στο tvxs.gr η Ευγενία Πανταζή, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος.

Άνοιγμα του επαγγέλματος σε… όλους από τον Γ. Βρούτση

«Όλα τα προηγούμενα χρόνια οι ανάγκες καλύπτονταν από συγκεκριμένους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων που ασκούσαν κατ’ εξαίρεση τα καθηκοντα του γιατρού εργασίας, υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αυτό δεν είναι μόνο παράνομο αλλά είναι και επικίνδυνο για την υγεία των εργαζομένων. Το Μάρτιο του 2020 ο τότε υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, επικαλούμενος την επείγουσα συνθήκη της πανδημίας αλλά χωρίς να θέσει χρονικό σημείο λήξης της ρύθμισης, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου ήρε τις περισσότερες από αυτές τις προϋποθέσεις και αυθαίρετα έδωσε ισότιμη άσκηση καθηκόντων ιατρού εργασίας σε οποιονδήποτε γιατρό πριν το 2009 είχε ασκήσει καθήκοντα έστω και για ένα μήνα. Δηλαδή σε έναν παιδίατρος που το 1990 είχε απασχοληθεί για 6 μήνες ως ιατρός εργασίας, ο κ. Βρούτσης του έδωσε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εμάς αλλά ταυτόχρονα συνεχίζει να είναι παιδίατρος. Η αλλαγή αυτή δε συζητήθηκε ούτε με τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο, έγινε χωρίς τη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας που είναι αρμόδιο για τις ιατρικές ειδικότητες και χωρίς γνώση του υπουργείου Υγείας. Και παρόλ’ αυτά ακόμα ισχύει, τίποτα δεν έχει αλλάξει», επισημαίνει η κα. Πανταζή.

Εδώ το σχετικό απόσπασμα της εγκυκλίου που φέρει την υπογραφή της γ.γ. Του υπουργείου Εργασίας, Άννας Στρατινάκη:

image

«Το αντικείμενο της ειδικότητας είναι ευρύ. Εκτός από την εξέταση των εργαζομένων, περιλαμβάνει μελέτη του περιβάλλοντος, εκτίμηση των παραγόντων κινδύνου, γνώση της παραγωγικής διαδικασίας, ακοομετρήσεις, σπιρομετρήσεις, εργονομία θέσεων εργασίας αλλά επεκτείνεται και πιο σύνθετα πεδία όπως η τοξικολογία. Κι όμως, ένας γιατρός που δεν έχει καμία σχέση με αυτά, σύμφωνα με το νόμο του κου. Βρούτση, είναι ισότιμος με εμάς που έχουμε ειδικευθεί τέσσερα χρόνια μόνο σε αυτό το αντικείμενο», συμπληρώνει.

Πώς μπορεί να συμβάλει ο γιατρός εργασίας που παρακολουθεί ένα σούπερ μάρκετ ή μια μεγάλη αποθήκη για παράδειγμα στη συνθήκη της πανδημίας; «Όταν ο γιατρός εργασίας επισκέπτεται τους χώρους εργασίας θα πρέπει να εξετάζει αν τηρούνται οι αποστάσεις, αν έχουν τοποθετηθεί τα απαραίτητα διαχωριστικά. Έχει στη διάθεσή του πλήρη ιατρικό φάκελο, οπότε εξετάζει εάν τυχόν ευπαθείς εργαζόμενοι έχουν λάβει τις σχετικές άδειες ευαλωτότητας. Σε περίπτωση εντοπισμού κρούσματος αναλαμβάνει την ιχνηλάτηση, ποιοι ήρθαν σε στενή επαφή και πρέπει να μείνουν σπίτι, ποιοι ενδεχομένως πρέπει να κάνουν τεστ και πώς θα γίνει η απολύμανση του χώρου», μας εξηγεί η πρόεδρος της Εταιρίας των Γιατρών Εργασίας.

«Εμείς δημιουργήσαμε το θεσμικό πλαίσιο για να μπορεί να εφαρμόζεται ο νόμος και να είναι λειτουργικός στους χώρους εργασίας. Και κάνουμε συνεχώς αυτό για οτιδήποτε καινούργιο προκύπτει σχετικά με την πανδημία».

«Αναζητούσαν τον γιατρό εργασίας και δεν τον έβρισκαν»

Από την περιγραφή των καθηκόντων γίνεται σαφές πως ο ρόλος του γιατρού εργασίας στη διατήρηση της υγείας και της ασφάλειας του προσωπικού των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε επιχειρήσεις που απασχολούν ταυτόχρονα μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, πόσο μάλλον σε συνθήκη πανδημίας, ο φόρτος εργασίας του γιατρού θα μπορούσε να είναι τέτοιος που να απαιτεί πλήρη απασχόληση σε μία και μόνο επιχείρηση.

«Τα τελευταία χρόνια τόσο οι γιατροί εργασίας όσο και οι τεχνικοί ασφαλείας είναι όλο και πιο συχνά εξωτερικοί συνεργάτες, που ανήκουν σε μεγάλες εταιρίες του αντικειμένου. Είναι βασική μας διεκδίκηση οι γιατροί εργασίας να είναι εργαζόμενοι των επιχείρησεων που ελέγχουν, με μόνιμη παρουσία σε αυτές», λέει στο tvxs.gr η πρόεδρος του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας, Ντίνα Γκογκάκη.

«Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση στο γιατρό εργασίας, ώστε να τον ενημερώνουν για οτιδήποτε τους απασχολεί. Αυτό όμως δε συμβαίνει συχνά. Αντίθετα συνάδελφοι μας μεταφέρουν ότι μπορεί να έχουν να δουν τον γιατρό εργασίας δύο και τρία χρόνια, ίσως από την ημέρα της πρόσληψής τους. Συχνά τον αναζητούν και δεν τον βρίσκουν. Κάποιοι συνάδελφοι δυστυχώς αγνοούν και την ίδια την ύπαρξή του στο χώρο εργασίας τους», υπογραμμίζει.

Η κυρία Γκογκάκη υποστηρίζει πως ακόμα και σε περιπτώσεις που έχει γίνει δεκτό το αίτημα για μετακίνηση εργαζομένου σε άλλο πόστο, αυτό έχει συμβεί κατόπιν πίεσης των εργαζομένων και όχι τόσο χάρη σε πρωτοβουλία του γιατρού εργασίας.

«Σε πολλές περιπτώσεις η όλη διαδικασία είναι στον αέρα. Ο γιατρός εργασίας έχει υπογράψει ότι όλα βαίνουν καλώς αλλά οι προσωπικοί φάκελοι των εργαζομένων είναι ανενημέρωτοι. Έτσι φτάνει ο ρόλος του γιατρού εργασίας να είναι τυπικός ενώ επιβάλλεται να είναι ουσιαστικός», μας λέει.

Μεταφέραμε στην κα. Πανταζή από την Ελληνική Εταιρία Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος τις καταγγελίες του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας. «Προφανώς έχουν φτάσει στα αυτιά μας κακές πρακτικές από γιατρούς εργασίας. Σας προτείνω να κάνετε μια επιτόπια έρευνα σε επιχειρήσεις για να δείτε αν αφορούν γιατρούς εργασίας με ειδικότητα ή άλλους», μας λέει και μεταφέρει η ίδια ένα κραυγαλέο παράδειγμα.

«Σύμφωνα με πρόσφατη καταγγελία που έχει φτάσει στον εισαγγελέα γιατρός συμβεβλημένος στον ΕΟΠΥΥ είχε συνταγογραφήσει στους ΑΜΚΑ των εργαζομένων ερήμην τους φάρμακα και εξετάσεις προκειμένου να συμπληρώσει τον απαραίτητο αριθμό εξετάσεων και να πληρωθεί. Εντοπίστηκε τυχαία από τους εργαζομένους που δεν τον είχαν δει ποτέ», τονίζει. «Και σκεφτείτε ότι ο ιατρός εργασίας δεν πρέπει να συνταγογραφεί γιατί κάθε σχετική δαπάνη πρέπει να πληρωθεί από τον εργοδότη, όχι από τα ασφαλιστικά ταμεία ή τους ίδιους τους εργαζόμενους».

Στο ερώτημα αν θα έπρεπε οι γιατροί εργασίας να έχουν δικαίωμα καταγγελίας σε περίπτωση που εργοδότες δεν εφαρμόζουν τις εισηγήσεις τους, η κα. Πανταζή απαντά: «Την ευθύνη την έχει πάντα ο εργοδότης. Ο γιατρός εργασίας δεν καταγγέλλει, ο ρόλος μας είναι συμβουλευτικός. Καταγγελίες πολλές φορές γίνονται από τους εργαζόμενους. Όσα εισηγούμαστε είναι γραμμένα και τον έλεγχο για την τήρησή τους τον έχει η Επιθεώρηση Εργασίας», εξηγεί.

Όταν της θέτουμε το ζήτημα της υποστελέχωσης του ΣΕΠΕ, η πρόεδρος απαντά: «Όποτε έχει έρθει το ΣΕΠΕ υπάρχουν και θετικότερα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει ούτε το ΣΕΠΕ ούτε ο γιατρός εργασίας να λειτουργούν ως μπαμπούλες για να εφαρμόζονται τα δέοντα στους χώρους εργασίας. Πρέπει να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα υγείας και ασφάλειας στην εργασία».