Κατά 305 εκατ. ευρώ αποκλίνουν από το στόχο τα έσοδα του Ιανουαρίου, γεγονός το οποίο βάζει «φρένο» στην πεφρασμένη αισιοδοξία του οικονομικού επιτελείου. Ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Μιχάλης Γκλεζάκος εξηγεί γιατί καταγράφεται νέα υστέρηση εσόδων, όπως και τους λόγους για τους οποίους δεν είναι πραγματικό το πρωτογενές πλεόνασμα. Ο ίδιος προτρέπει την τρόικα να μην προβεί σε δεύτερο «λάθος» – μετά τους πολλαπλασιαστές – επιβάλλοντας νέα μέτρα, ειδάλλως, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει έως τις γερμανικές εκλογές μετά τις οποίες αναμένεται μία πιο δραστική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Του Βασίλη Κωστούλα

Ads

Πού οφείλεται η νέα υστέρηση εσόδων της τάξης του 7%;
 
Μία είναι η κύρια αιτία: έχουν «στεγνώσει» οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις. Συγχρόνως, συνεχίζει να χωλαίνει ο μηχανισμός είσπραξης εσόδων, υπό την έννοια ότι το Δημόσιο δεν είναι σε θέση να εισπράττει ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να το κάνει.
 
Έχει να κάνει η νέα απόκλιση από το στόχο και με την επιβολή κάποιων φόρων οι οποίοι τελικώς έχουν το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα;
 
Σαφώς, υπάρχουν φόροι οι οποίοι δεν αποδίδουν αυτό για το οποίο επιβλήθηκαν, διότι απλούστατα επιβαρύνουν το προϊόν σε τέτοιο βαθμό ώστε τελικώς ο καταναλωτής απέχει. Μία ανάλογη περίπτωση είναι το πετρέλαιο θέρμανσης. Αρκεί όμως να αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν βεβαιωμένα έσοδα (δηλαδή περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν καταγραφεί απαιτήσεις του Δημοσίου από τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις) δεκάδων δις. Τουλάχιστον ένα μέρος από αυτά τα ποσά θα έπρεπε να εισρέει στα δημόσια ταμεία. Το γεγονός ότι αυτό δεν συμβαίνει οφείλεται αφενός στην οικονομική αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου στην αναποτελεσματική διαδικασία είσπραξης.
 
Συνεπώς, θεωρείτε ότι βρισκόμαστε προ των πυλών και νέων μέτρων;
 
Φοβάμαι ότι τα νέα μέτρα είναι αναπόφευκτα, εάν βεβαίως η τρόικα εμμείνει στην αρχική συμφωνία (σ.σ. η οποία υπαγορεύει επιπλέον μέτρα στην περίπτωση απόκλισης από τους στόχους). Ελπίζω όμως ότι, μετά από το λάθος των πολλαπλασιαστών, δεν θα κάνουν και δεύτερο λάθος. Θα βλέπουν τώρα ότι δεν υπάρχουν χρήματα από τα οποία μπορούν να αντλήσουν. Λογικά, θα πρέπει και η τρόικα να βάλει λίγο «νερό στο κρασί της». Διαφορετικά, τα νέα μέτρα θα πολλαπλασιάσουν το πρόβλημα.
 
Το ερώτημα είναι ως πού θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Όλοι θεωρούν ορόσημο τις γερμανικές εκλογές, μετά τις οποίες η καγκελαρία θα έχει απαλλαγεί από το φόβο του πολιτικού κόστους και θεωρητικά θα συναινέσει σε περαιτέρω «κούρεμα» του ελληνικού χρέους.
 
Δεν φτάνουμε έως εκεί. Σκεφτείτε ότι τα μέτρα των 13,8 δις τώρα αρχίζουν να επιβαρύνουν τον κόσμο. Πριν από λίγους μήνες μιλούσαμε για αυτά τα μέτρα σε μια θεωρητική βάση. Τα είχαμε νομοθετήσει και περιμέναμε κάποια στιγμή να αρχίσει το Δημόσιο να εισπράττει αυτά τα χρήματα από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τώρα λοιπόν, «με το καλημέρα», με το που αρχίζει η είσπραξη των χρημάτων, παρουσιάζεται αδυναμία. Άρα, ούτε τα ήδη νομοθετημένα μέτρα είναι δυνατό να υλοποιηθούν. Αν συνεχίσουμε έτσι, από τον Απρίλιο – Μάιο θα πρέπει να λάβουμε και νέα μέτρα. Οι γερμανικές εκλογές όμως διεξάγονται το Σεπτέμβριο. Είναι μακριά. Φοβάμαι ότι θα σημειωθούν κοινωνικές ανατροπές προτού φτάσουμε στις γερμανικές εκλογές, αν δεν αλλάξει αυτή η κατάσταση.
 
Συμπερασματικά λοιπόν η πραγματική εικόνα έρχεται μάλλον σε αντίθεση με την αισιοδοξία την οποία εκφράζει ο υπουργός Οικονομικών.
 
Η αισιοδοξία προκύπτει κατά ένα μέρος και από τεχνικούς παράγοντες. Αν το Δημόσιο είχε καταβάλει για παράδειγμα τις οφειλές του, ύψους 9-10 δις, τώρα δεν θα είχαμε το πλεόνασμα για το οποίο καμαρώνουμε. Από τη μία πλευρά, το Δημόσιο δεν πληρώνει και άρα αυτά τα χρήματα δεν καταγράφονται στις εκροές του. Από την άλλη πλευρά, υπολογίζονται στις εισροές του χρήματα τα οποία στην πράξη δεν εισπράττονται. Όλα αυτά δημιουργούν μία αισιόδοξη αλλά πλασματική εικόνα.
 
Είναι ενδεχομένως θεμιτό ένα είδος δημιουργικής λογιστικής για την αντιστροφή του κλίματος;
 
Πράγματι, αλλά ο λαός λέει χαρακτηριστικά: «όποιος μαγειρεύει ψέματα, στο πιάτο του τα βρίσκει». Για ένα μικρό διάστημα αυτό είναι θετικό με την έννοια ότι δημιουργείται μία αισιοδοξία η οποία με τη σειρά της προκαλεί μια οικονομική δραστηριότητα ή τουλάχιστον μία ανάσχεση της φυγής των καταθέσεων – είδαμε το τελευταίο διάστημα και επιστροφή τους. Ωστόσο, όσο διατηρείται αυτή η πλασματικά αισιόδοξη εικόνα, τελικώς αποκαλύπτεται και τότε προκύπτουν τα αντίθετα αποτελέσματα.