Σε «αχαρτογράφητα ύδατα» κινείται πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ στον απόηχο της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του, ενώ την ίδια ώρα σχεδόν το σύνολο του πολιτικού συστήματος φαίνεται να παρακολουθεί με μεγάλη προσήλωση τις εξελίξεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ads

Κι αυτό καθώς δεν είναι σαφές τη δεδομένη στιγμή κατά πόσο οι «μετασεισμικές δονήσεις» στην Κουμουνδούρου θα επηρεάσουν όμορους χώρους, προκαλώντας ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα.

Την ίδια στιγμή, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν πως ο παραιτηθείς πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει ενεργό ρόλο σε μια ενδεχόμενη μελλοντική απόπειρα σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι πολιτικές της ΝΔ προκαλέσουν κάποιο πρωτοφανές κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας.

Η παραίτηση Τσίπρα φέρνει ξανά στην επιφάνεια ένα κρίσιμο δίλημμα για τον ΣΥΡΙΖΑ

Ads

Μιλώντας στο TVXS αναφορικά με τα νέα πολιτικά δεδομένα ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, Μενέλαος Γκίβαλος, σημειώνει αρχικά πως «ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ένα κεντρικό πρόσωπο στο πολιτικό μας σύστημα. Δεν κυριάρχησε μόνο όταν ήταν στην κυβέρνηση, αλλά και στην αντιπολίτευση διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις».

«Το κύριο χαρακτηριστικό του -πέραν όσων αναγνωρίζουν και επισημαίνουν όλοι  τώρα με την αποχώρησή του- αφορά την αυθεντική σχέση του με την κοινωνία και το εκλογικό σώμα. Και αυτό το τονίζω γιατί σε μια εποχή κρίσης της πολιτικής, των κομμάτων και της αντιπροσώπευσης ευρύτερα, σπάνια συναντούμε τέτοια σχέση» προσθέτει και συνεχίζει:

«Κάτι τέτοιο σημαίνει πως με την αποχώρησή του εκ των πραγμάτων δημιουργούνται τριγμοί στο πολιτικό σύστημα, στη διαμόρφωση των συσχετισμών μεταξύ των κομμάτων».

Ο κύριος Γκίβαλος παραδέχεται ότι «το πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση αποτελεί μια αναζήτηση. Ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ βλέπουμε πως υπάρχει μια ιστορική μεταβολή, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με σύνεση αλλά και με προοπτική. Με δεδομένο πως υπάρχει μια τραυματική εμπειρία από το παρελθόν, θα έλεγα ότι το κεντρικό ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι κάτα πόσο μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις θα προκύψει κάποια στρατηγική επανασυγκρότησης μιας ιδεολογικής καθαρότητας και ταυτότητας, η οποία από πολλούς επισημάνθηκε ότι σκιάζεται με “ανοίγματα” προς το κέντρο κλπ. Από την άλλη πλευρά, προκύπτει το μεγάλο ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει κόμμα εξουσίας, αν θα επιχειρήσει δηλαδή να ενισχύσει τη θέση του ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης» επισημαίνει.

Υπογραμμίζει δε πως «αυτές οι δυο στρατηγικές δεν είναι συμπληρωματικές και θα πρέπει να γίνει κάποια επιλογή και να ακολουθηθεί μια κατεύθυνση. Ας μην ξεχνάμε πως στο παρελθόν οι δυο αυτές στρατηγικές συγκρούστηκαν, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα».

Το «έδαφος» και οι απαραίτητες προϋποθέσεις για ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών

Παράλληλα, ο ίδιος ο κύριος Γκίβαλος εκτιμά πως το ποσοστό που έλαβε η ΝΔ στις εκλογές δεν της εξασφαλίζει αυτομάτως και μακροημέρευση στην εξουσία.

«Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια φάση παντοδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ» αναφέρει και συνεχίζει: «Με βάση όμως όσα διαπιστώνουμε από τα πρώτα μέτρα αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα, δηλαδή την προώθηση νεοφιλελεύθερων μέτρων, τον αυταρχισμό, την οίηση, την περιφρόνηση των όποιων αντιρρήσεων διατυπώνονται, πολύ σύντομα θα εχουμε σύγκρουση και με τα παραδοσιακά στρώματα αλλά και με εκείνους που την ψήφισαν πρόσφατα, δίνοντάς τους αυτό το πολύ μεγάλο ποσοστό. Μιλάμε δηλαδή για κοινωνικές ομάδες, όπως οι αγρότες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι κλπ».

Διευκρινίζει δε πως «αυτή η αντικειμενική ιστορική εξέλιξη θα παραγάγει ένα κοινωνικό υλικό αντίδρασης. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και τη γενικότερη αποπολιτικοποίηση, την απάθεια αλλά και την άρνηση που διακατέχει ένα μέρος της κοινωνίας απέναντι στο σημερινό κομματικό σύστημα. Το πώς θα γίνει η “σύνδεση” αυτών των ρευμάτων και πώς θα την οικειοποιηθεί η αντιπολίτευση είναι ένα καίριο ερώτημα. Το κοινωνικό υλικό μπορεί να δημιουργηθεί -ιστορικά και προοπτικά- και σε σύντομο μάλιστα χρόνο, λόγω και των ακραίων μέτρων που αναμένεται να ληφθούν προσεχώς».

«Το ερώτημα είναι αν τα σημερινά κόμματα της αντιπολίτευσης είναι ικανά να το εισπράξουν αυτό» προσθέτει ο κύριος Γκίβαλος και εξηγεί συνεχίζοντας: «Για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει “σκιάσει” και την πολιτική του ταυτότητα και την πολιτική του βάση, καθώς η επικοινωνία και η επαφή του με τη ΝΔ καθώς και η μεταπήδηση στελεχών του σε αυτή -χωρίς κανένα ιδεολογικό πρόσχημα- δείχνει πως αυτοί οι δυο πολιτικοί χώροι έχουν μια επικοινωνία, μια συγγένεια. Την ίδια στιγμή, ασκεί μια πολιτική αντιπαράθεσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βασικός στόχος του είναι να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν συζητώ για το ΚΚΕ, το οποίο έχει αυτοαπομονωθεί και αυτοαναπαράγεται σε μια “κλειστή” περιοχή, ελπίζοντας κάποιοι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ να πάνε στη δεξαμενή του».

«Με άλλα λόγια, δημιουργείται ένα κενό πολιτικής, στο οποίο αν δεν μπορέσει να ανταποκριθεί ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ -να επανασυκγροτήσει τις δυνάμεις του, να ξεκαθαρίσει την ταυτότητά του και την στρατηγική του για το πώς θα αντιμετωπίσει μια συντηρητικοποιούμενη κοινωνία- τότε θα προκύψει ένα πολύ μεγάλο πολιτικό κενό. Τώρα αν θα υπάρξει ένα νέο κόμμα ή μια ισχυρή προσωπικότητα, που να μπορέσει να μπει σε αυτό το κενό και να κάνει ανασυνθέσεις είναι κάτι που θα διαπιστώσουμε στο -ακόμη και εγγύς- μέλλον. Ακόμη δηλαδή και μετά από ένα χρόνο ενδεχομένως και να έχει διαφανεί το πώς θα έχουν αναδιαταχθεί οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις μέσα σε αυτό το νέο τοπίο» επισημαίνει ο κύριος Γκίβαλος.

Στο ερώτημα αν υπάρχει ενδεχόμενο πολιτικών εξελίξεων ανάλογων με εκείνες της περιόδου του 2010, όταν το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε λίγους μήνες μετά τον θρίαμβό του στις εκλογές του 2009 απαντά:

«Υπάρχει έδαφος για ανάλογες ανακατατάξεις. Ας μην ξεχνάμε πάντως πως σε εκείνη την περίοδο υπήρχε ένας πολιτικός φορέας κι ένας δυναμικός αρχηγός, ο οποίος οικοδόμησε ο ίδιος και το κομματικό υλικό που τον οδήγησε στην εξουσία, διαμορφώνοντας παράλληλα μια άλλη σχέση με την πολιτική. Οι συνθήκες σήμερα δεν είναι βέβαια οι ίδιες, αλλά νομίζω πως τα νεοφιλελεύθερα μοντέλα -που είναι κρισιακά από τη φύση τους- θα δημιουργήσουν το έδαφος για να προκύψουν ανάλογες συνθήκες. Το ζήτημα είναι αν τα πολιτικά υποκείμενα και τα πολιτικά πρόσωπα θα έχουν τη διορατικότητα να συγκροτήσουν πολλαπλασιαστικούς όρους για να δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση».

Η ψευδαίσθηση της μετατόπισης της ΝΔ προς το κέντρο και το «πολιτικό κενό» που αποτυπώνει η αποχή

Επιπλέον, ο κύριος Γκίβαλος τονίζει πως «η ψευδαίσθηση που υπάρχει σήμερα είναι, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το καθεστώς που εκπροσωπεί μετατοπίστηκε προς το Κέντρο. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι λάθος, καθώς εκτιμώ πως έχουμε μια συνολική μετατόπιση όλου το φάσματος του πολιτικού συστήματος προς τα δεξιά και ακροδεξιά».

Κατά την άποψη του καθηγητή: «Τώρα επικράτησε η αίσθηση πως η σταθερότητα και η ασφάλεια αποτελούν το υπέρτατο αγαθό, ενώ αντίθετα η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν πειστική ότι θα μπορούσε να συγκροτήσει πόλο εξουσίας. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν πολλά στρώματα στο να ψηφίσουν ΝΔ, στηρίζοντας πολιτικές που είμαι σίγουρος πως δεν συμφωνούσαν. Δεν θεωρώ δηλαδή πως εξανδραποδίστηκε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας με αυτό τον τρόπο, απεμπολώντας τις βασικές ανάγκες και αξίες της. Υπάρχει δηλαδή αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό υλικό, το οποίο ένα σοβαρό κόμμα με μια σοβαρή πρόταση μπορεί να προσεγγίσει προκειμένου να ανατρέψει τους συσχετισμούς».

Καταλήγοντας, κάνει αναφορά σε μια ακόμη έκφανση του πολιτικού κενού που ενυπάρχει, επισημαίνοντας:

«Έχουμε μια αποχή γύρω στο 50%. Μιλάμε για ένα τεράστιο ποσοστό, καθώς περίπου 1.750.000 ψηφοφόροι των αναμετρήσεων του 2012 δεν ανήκουν πια στο εκλογικό σώμα. Διαπιστώνουμε λοιπόν πως έχει απαξιωθεί η πολιτική, η οποία οφείλει να ξαναβρεί την αξιοπιστία της. Μιλάμε για ένα είδος πολιτικού κενού, το οποίο όμως είναι κρίσιμο. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τα κοινωνικά και ταξικά -με την παραδοσιακή έννοια- χαρακτηριστικά ευρέων στρωμάτων που ψήφισαν ΝΔ και δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εφαρμόζεται. Ούτε η ακρίβεια θα σταματήσει, ούτε η ζωή θα καλυτερέψει, ούτε σοβαρές αυξήσεις θα δοθούν, ενώ μια σειρά από εξαγγελίες της προεκλογικής περιόδου θα παραμείνουν στην σφαίρα της φαντασίας, καθώς δεν περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της ΝΔ».