Ποιες ήταν οι κύριες θεματικές των εκλογών; Ποιες ήταν οι περισσότερο καθοριστικές για τα αποτελέσματα;

Ads

Τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου από το φθινόπωρο του 2023 δείχνουν ότι το κόστος ζωής, η υγειονομική περίθαλψη, η στέγαση και η οικονομία είναι οι πιο πιεστικές ανησυχίες των Πορτογάλων πολιτών. Τέσσερις μήνες αργότερα, δύο ινστιτούτα δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν περαιτέρω ότι οι ψηφοφόροι επιθυμούσαν να ασχοληθούν οι κομματικές ηγεσίες με την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση, τη στέγαση και το κόστος ζωής. Με εξαίρεση την εκπαίδευση, οι κύριες θεματικές της προεκλογικής εκστρατείας ευθυγραμμίστηκαν με τις προαναφερόμενες προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Ο προεκλογικός διάλογος περιστράφηκε κυρίως γύρω από την οικονομία, καλύπτοντας θεματικές όπως οι μισθοί, οι φόροι, οι συντάξεις και η απασχόληση, καθώς και η υγειονομική περίθαλψη και η στέγαση. Παρά το γεγονός ότι αποτελούσε κορυφαία προτεραιότητα για τους ψηφοφόρους, η εκπαίδευση έλαβε μικρότερο μερίδιο τηλεοπτικού χρόνου σε σχέση με ζητήματα δικαιοσύνης ή εξωτερικής πολιτικής και ισοδύναμο χρόνο με ζητήματα που αφορούσαν τις υπηρεσίες ασφαλείας, τα οποία δεν συγκαταλέγονταν στις πιο πιεστικές ανησυχίες που εξέφραζαν οι πολίτες. Η εκπαίδευση πιθανότατα δεν είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στον προεκλογικό διάλογο επειδή τα κόμματα είχαν γενικά παρόμοιες θέσεις για το θέμα (τουλάχιστον στις προεκλογικές διακηρύξεις τους). Επιπλέον, η δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της διαφθοράς και της εγκληματικότητας, και το κυβερνητικό σχέδιο κάθε κόμματος είχαν εξέχουσα θέση στην πολιτική συζήτηση. Παρόλο που οι ψηφοφόροι επιθυμούσαν να συζητηθούν οι συμμαχιακές στρατηγικές των κομμάτων, λόγω των προβλέψεων που έδειχναν ότι κανένα κόμμα δεν θα εξασφάλιζε μόνο του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κεντρικότητα των ζητημάτων της δικαιοσύνης υπερέβη ως έναν βαθμό τις προτιμήσεις της κοινής γνώμης, πιθανότατα λόγω των σκανδάλων διαφθοράς που κυριάρχησαν στο προηγούμενο διάστημα όπως επίσης και των διαφορετικών ερμηνειών που εμφανίστηκαν  στις συζητήσεις των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις ενέργειες των δημόσιων εισαγγελέων.

Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Πορτογαλία συζητήθηκε κυρίως με βάση την εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς. Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εξήγηση για την άνοδο αυτή υπό το πρίσμα της πολιτικής παράδοσης της χώρας;

Η ριζοσπαστική Δεξιά πέτυχε ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Το Chega συγκέντρωσε περισσότερες από ένα εκατομμύριο ψήφους και εξασφάλισε σχεδόν 50 βουλευτές, τη στιγμή που η χώρα πρόκειται να γιορτάσει τα 50 χρόνια από το τέλος της δεξιάς δικτατορίας του Estado Novo το 1974. Το ποσοστό των ψήφων του εκτινάχθηκε από το 7,15% στο 18,06% και εξέλεξε βουλευτές σε κάθε εκλογική περιφέρεια εκτός από μία (στην Bragança στα βορειοανατολικά της χώρας). Επιπλέον, το Chega ήρθε πρώτο στην εκλογική περιφέρεια του Faro (η νοτιότερη περιφέρεια της χώρας στο Algarve) όπου ξεπέρασε τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) όσο και τη Δημοκρατική Συμμαχία (AD). 

Ads

Παρά τον φημολογούμενο «εξαιρετισμό» της Πορτογαλίας όσον αφορά τα κόμμα της ακροδεξιάς, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι λαϊκιστικές στάσεις προϋπήρχαν πολύ πριν από την ίδρυση του Chega. Ο André Ventura, ηγέτης του κόμματος, αξιοποίησε επιδέξια αυτή τη δυσαρέσκεια και τα διάχυτα λαϊκιστικά συναισθήματα

Εντούτοις, υπάρχει ένα ζήτημα ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα: πρότερες εκλογικές μελέτες μάς δείχνουν ότι η πλειοψηφία των ψήφων του Chega προέρχεται από πρώην απέχοντες ψηφοφόρους. Παρότι δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για τη μετακίνηση ψηφοφόρων, μια ανάλυση με βάση τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνει ότι η μείωση της αποχής φαίνεται να συσχετίζεται στενά με την ανάπτυξη της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Πράγματι, στις προηγούμενες εκλογές της 30ης Ιανουαρίου 2022 συμμετείχαν περίπου 6,14 εκατομμύρια Πορτογάλοι πολίτες. Στις εκλογές του 2024 ψήφισαν πάνω από 750.000 περισσότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με το 2022, παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος παρέμενε αναποφάσιστο ως προς την επιλογή κόμματος μέχρι και την τελευταία εβδομάδα πριν από την ημέρα των εκλογών. Η συμμετοχή αυξήθηκε από 58% σε 66,2%  φτάνοντας σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα της δεκαετίας του 1990. Εάν εκτιμηθεί με βάση τον πραγματικό πληθυσμό σε ηλικία ψήφου, η συμμετοχή εκτοξεύεται σχεδόν στα τρία τέταρτα (75%). Επιπλέον, ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ηλικιακά νέων ψηφοφόρων ψήφισε για το Chega στις εκλογές. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής βάσης του αποτελείται πλέον από νέους άνδρες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Ο Hugo Ferrinho Lopes

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε περίπου 12 μονάδες και 43 έδρες. Αλλά δεν έμεινε πολύ πίσω από τη Δημοκρατική Συμμαχία. Τι μας λένε αυτά τα αποτελέσματα για την κατάσταση της κυρίαρχης πολιτικής στην Πορτογαλία;

Παρά το γεγονός ότι ο κύριος κεντροδεξιός συνασπισμός συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους και έδρες, δεν προέκυψε ξεκάθαρος νικητής στις εκλογές. Οι (κεντροδεξιοί) Σοσιαλδημοκράτες (PSD) σχημάτισαν προεκλογικό συνασπισμό με την ονομασία Δημοκρατική Συμμαχία (AD) με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDS-PP) και τους Μοναρχικούς (PPM). Ο συνασπισμός αυτός έλαβε ελαφρώς περισσότερες ψήφους (1.810.871) από τους Σοσιαλιστές (PS) (1.759.937) και θεωρείται ευρέως ότι πέτυχαν μια οριακή νίκη. Ωστόσο, υπάρχει ισοπαλία στις έδρες μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, αν δεν υπολογιστούν οι δύο βουλευτές του CDS-PP: Σοσιαλδημοκράτες και Σοσιαλιστές εξέλεξαν αμφότεροι από 77 βουλευτές. Μόνο μετά την κατανομή των τελευταίων τεσσάρων εδρών στις εκλογικές περιφέρειες του εξωτερικού (Ευρώπη και εκτός Ευρώπης, αντίστοιχα) είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα θα εξασφαλίσει μόνο του περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο.

Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα των Σοσιαλιστών μπορεί να εξεταστεί από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Από τη μία πλευρά, βίωσαν μια οπισθοχώρηση, χάνοντας περισσότερες από 40 έδρες και σχεδόν μισό εκατομμύριο ψήφους σε σχέση με το 2022, κάτι που αποτελεί σημαντική εκλογική υποχώρηση. Από την άλλη πλευρά, παρά το γεγονός ότι οι Σοσιαλιστές ήταν στην εξουσία για οκτώ χρόνια και είχαν να αντιμετωπίσουν αρνητικές αποτιμήσεις από τους ψηφοφόρους σχετικά με την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας και την οικονομία, καθώς και πολυάριθμα σκάνδαλα που οδήγησαν σε 19 παραιτήσεις κυβερνητικών στελεχών σε μόλις 19 μήνες, με αποκορύφωμα την παραίτηση του πρωθυπουργού – ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην πορτογαλική δημοκρατική ιστορία που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης – κατάφεραν να κερδίσουν πολλές εκλογικές περιφέρειες (8 στις 20). Ισοψήφησαν με τους Σοσιαλδημοκράτες σε έδρες και έφτασαν πολύ κοντά στη Δημοκρατική Συμμαχία, καταδεικνύοντας ένα υψηλό επίπεδο ανθεκτικότητας.

Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική Αριστερά κινείται μεταξύ στασιμότητας και περαιτέρω υποχώρησης. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό;

Εν τέλει, μόνο ένα από τα εναπομείναντα κόμματα πανηγύρισε κάποια νίκη. Η Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία (IL) και το Μπλοκ της Αριστεράς (BE) διατήρησαν τις έδρες τους (8 και 5, αντίστοιχα). Οι Κομμουνιστές είχαν μείωση από 6 σε 4 έδρες. Το περιβαλλοντικό-φιλοζωικό κόμμα PAN (Άνθρωποι-Ζώα-Φύση) δεν πέτυχε τον στόχο του να σχηματίσει κοινοβουλευτική ομάδα, εξασφαλίζοντας μόλις μία έδρα, όπως και στην προηγούμενη θητεία του. Το αριστερό-ελευθεριακό Livre ήταν το μόνο κόμμα που εμφάνισε αύξηση από έναν σε τέσσερις βουλευτές, σχηματίζοντας έτσι κοινοβουλευτική ομάδα και επιτυγχάνοντας μια αντίστοιχη επιρροή με τα άλλα δύο κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς (Μπλοκ της Αριστεράς και Κομμουνιστές).

Με τρία ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα στο κοινοβούλιο που έχουν περίπου την ίδια επιρροή (4-5 βουλευτές το καθένα), είναι πιθανό ότι οι επόμενες εκλογές να είναι επιζήμιες για ένα από αυτά. Το Μπλοκ της Αριστεράς φαίνεται να είναι ανθεκτικό προς το παρόν και το Livre βρίσκεται σε άνοδο. Οι Κομμουνιστές απειλούνται εκλογικά σε κάθε εκλογική χρονιά και έχουν χάσει πολλά από τα προπύργιά τους από το 2019. Το αν θα επιβιώσουν ως σημαντικό κόμμα είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί στο μέλλον.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μετεκλογικής περιόδου; Ποιες είναι οι διάφορες εκδοχές μιας κυβέρνησης συνασπισμού που θα μπορούσε να προκύψει;

Τα αποτελέσματα των εκλογών έχουν διάφορες επιπτώσεις στο κομματικό σύστημα. Υπήρξε αύξηση του κοινοβουλευτικού κατακερματισμού και της εκλογικής μεταβλητότητας, σε συνδυασμό με μείωση της μη αναλογικότητας. Οι εκλογές του 2024 σηματοδοτούν το δεύτερο χειρότερο αποτέλεσμα για τα δύο μεγάλα κόμματα αθροιστικά στην ιστορία, καθώς έχασαν τα δύο τρίτα των εδρών του κοινοβουλίου, που προηγουμένως τους επέτρεπαν να θεσπίζουν συνταγματικές αλλαγές, να αντλούν πόρους από το κράτος και να εγκρίνουν υποψηφιότητες για δημόσια αξιώματα. Επιπλέον, η Δημοκρατική Συμμαχία (AD) έχει απορρίψει την προοπτική συνασπισμού με τη ριζοσπαστική Δεξιά· ωστόσο, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς τη στήριξη του Chega. Αυτό αποτελεί μεν το χειρότερο αποτέλεσμα για την κεντροδεξιά στην πορτογαλική δημοκρατική ιστορία, ταυτόχρονα όμως είναι το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Δεξιά συνολικά συμπεριλαμβανομένου και του Chega. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν ο ηγέτης της Δημοκρατικής Συμμαχίας Luís Montenegro διοριστεί πρωθυπουργός, όπως αναμένεται και σχηματίσει συνασπισμό με τη Φιλελεύθερη Συμμαχία και πάλι θα έχει λιγότερους βουλευτές από ό,τι τα αριστερά κόμματα μαζί. Ως εκ τούτου, θα χρειαστεί την υποστήριξη της ριζοσπαστικής Δεξιάς ή των Σοσιαλιστών για να περάσει νομοσχέδια.

Ως εκ τούτου, υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία για τη σταθερότητα της κυβέρνησης, η οποία άλλωστε ήταν και μία από τις βασικές θεματικές της προεκλογικής περιόδου. Αν και φαίνεται πλέον πιθανό ότι η Δημοκρατική Συμμαχία θα κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση, παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορέσει να επιβιώσει. Επίσης, το κατά πόσον θα διατηρηθεί το «cordon sanitaire» γύρω από τη ριζοσπαστική Δεξιά είναι επίσης ένα ζήτημα που πρέπει ληφθεί υπόψη.

Πιστεύετε ότι το νέο στάτους του κομματικού ανταγωνισμού στην Πορτογαλία είναι συγκυριακό ή έχει τις ρίζες του σε συγκεκριμένες δομικές τάσεις στην πορτογαλική κοινωνία;

Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να απαντηθεί με οριστικό τρόπο αυτό το ερώτημα. Ωστόσο, το Chega φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Είναι εξαιρετικά απίθανο η ριζοσπαστική Δεξιά να επανέλθει σε ένα καθεστώς μικρού κόμματος στο εγγύς μέλλον, αν και το αν θα συνεχίσει να αυξάνεται ή ακόμη και να διατηρεί το σημερινό κοινοβουλευτικό της μέγεθος παραμένει αβέβαιο προς το παρόν.