Η πρόσφατη πορεία του πληθωρισμού βρίσκεται στο επίκεντρο μελέτης την οποία πραγματοποίησαν η Senior Researcher στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, Σωτηρία Θεοδωροπούλου (ETUI) και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Χρήστος Πιέρρος, για λογαριασμό του Ινστιτούτου Έτερον.

Ads

Στη μελέτη, η  οποία έχει τίτλο «Πληθωρισμός και Αντιπληθωριστικές Πολιτικές: Η περίπτωση της Ελλάδας» εξετάζονται οι παράγοντες που προκαλούν τον πληθωρισμό στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και οι πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί για τον περιορισμό της αύξησής του και την άμβλυνση των επιπτώσεών του στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.

Στη μελέτη γίνεται μια προκαταρκτική αξιολόγηση αυτών των μέτρων, από την οποία προκύπτει ότι η ανεπαρκής στόχευση των ευάλωτων νοικοκυριών σημαίνει ότι, παρά τα υψηλά επίπεδα δαπανών, οι πολιτικές που ελήφθησαν δεν έχουν αμβλύνει ουσιαστικά τον υφεσιακό αντίκτυπο του πληθωρισμού. Κι αυτό ισχύει ιδίως για τα νοικοκυριά με παρατεταμένη, όσο και υψηλή χρηματοοικονομική ευθραυστότητα από τα δύο προηγούμενα οικονομικά σοκ που βίωσαν από το 2010 και μετά.

Πολύ μεγαλύτερη η απόκλιση στο ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη

Ads

Σημειώνεται μάλιστα ότι στην Ελλάδα, η συνιστώσα του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή που κατέγραψε τη μεγαλύτερη απόκλιση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης ήταν η κατηγορία «στέγαση, ύδρευση, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα», η οποία διαμορφώθηκε στο 38,1%, πολύ υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν στο 21,1%.

Όπως σημειώνουν οι Σ. Θεοδωροπούλου και Χρ. Πιέρρος, «η μεγάλη απόκλιση έχει αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, όπως η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγόμενα αγαθά και ενέργεια, το σχετικά υψηλό μερίδιο της ενέργειας στο κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων, το μικρό κατά μέσο όρο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και ολιγοπωλιακά φαινόμενα σε διάφορους τομείς».

Προκειμένου όμως να εξεταστούν τα αίτια των υπερβολικά υψηλών τιμών ενέργειας στην Ελλάδα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 η μελέτη εστιάζει κυρίως στον τομέα της ενέργειας.

Το φυσικό αέριο είναι άκρως διαδεδομένο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2021 το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ενέργειας ήταν το 6ο υψηλότερο σε όλη την ΕΕ, ενώ το 2020 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Αυτές οι δυσμενείς συνθήκες επιδεινώθηκαν από τις ολιγοπωλιακές συνθήκες στον τομέα της ενέργειας, οι οποίες επέφεραν υψηλά κόστη διανομής, προσαυξήσεις και τελικά τιμές στον τομέα της ενέργειας, σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, αποτελώντας έτσι τον βασικό παράγοντα του ενεργειακού πληθωρισμού.

Μείωση του πραγματικού μισθού – Ο πληθωρισμός επηρεάζει περισσότερο τους μισθωτούς και τα φτωχότερα νοικοκυριά

Σε μισθολογικό επίπεδο, όπως καταγράφεται στη μελέτη, παρατηρείται μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ονομαστικού και του πραγματικού μέσου μισθού κατά την έναρξη της ενεργειακής κρίσης (2021Q3) και μια συνεχιζόμενη διεύρυνση της σχετικής ψαλίδας. Αυτό εξηγείται από τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, με την συντριπτική πλειονότητα των συλλογικών συμβάσεων να έχει συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ οι αυξήσεις μισθών είναι περιορισμένες.

Με εξαίρεση το β’ τρίμηνο του 2020, όπου οι έμμεσοι φόροι έπεσαν κατακόρυφα λόγω των υγειονομικών μέτρων, το μερίδιο των μισθών παρουσιάζει πτωτική τάση, ενώ το μερίδιο των κερδών παρουσιάζει την αντίθετη τάση. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός επηρέασε περισσότερο τους μισθωτούς, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων λειτουργικής κατανομής. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναδιανομής που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση το 2019, οι οποίες μείωσαν τους συντελεστές άμεσης φορολογίας, ιδίως στο ανώτερο άκρο της εισοδηματικής κλίμακας.

Όπως αναμενόταν, ο τρέχων τύπος πληθωρισμού έχει άνισες επιπτώσεις, καθώς αυξάνει τις τιμές των βασικών αγαθών, τα οποία έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση των φτωχότερων νοικοκυριών. Μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται κυρίως στο κόστος στέγασης (ενέργεια), εξαιρουμένου του ενοικίου, και σε μικρότερο αλλά σημαντικό βαθμό στα «Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά». Το αντίθετο ισχύει για το κόστος μετακίνησης των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα φτωχότερα βασίζονται περισσότερο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα οποία είναι φθηνότερα και των οποίων η τιμή είναι πολύ λιγότερο ευμετάβλητη.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τον Σεπτέμβριο του 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά θα έπρεπε να αυξήσουν την κατανάλωσή τους στο 171% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν το 2021. Το 1/4 αυτής της επιπλέον κατανάλωσης επιδοτήθηκε από την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνοντας υπόψη τα αντισταθμιστικά μέτρα, στην πραγματικότητα αυτή η εισοδηματική ομάδα επιβαρύνθηκε από την κατακόρυφη άνοδο των τιμών κατά 13%. Οι κρατικές επιδοτήσεις ανήλθαν στο 16% του διαθέσιμου εισοδήματος και έτσι το ποσοστό αποταμίευσης ήταν μηδενικό. Όπως αναμενόταν, ο αντίκτυπος βελτιώνεται, όσο υψηλότερη είναι η εισοδηματική ομάδα.

Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023 είχαν διατεθεί συνολικά 12 δισ. ευρώ για τη λήψη μέτρων, που αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ και παρά την υψηλή αναλογία δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ που εξακολουθεί να επιβαρύνει την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση υπήρξε μία από τις πιο δραστήριες στην ΕΕ όσον αφορά την προσπάθεια άμβλυνσης των συνεπειών του ενεργειακού πληθωρισμού για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.

Η μελέτη της Σ. Θεοδωροπούλου και του Χρ. Πιέρρου, εστιάζει κυρίως στην ανισότητα που προκύπτει από τις διανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού, ενώ αξιολογούν κατά πόσον οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ήταν αποτελεσματικές στην αντιστάθμιση της δυναμικής της ανισότητας.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι η κυβερνητική στήριξη των νοικοκυριών ήταν από την μία σημαντική, αλλά ανεπαρκής για τα χαμηλότερα εισοδήματα και περιττή για τα υψηλότερα εισοδήματα. Τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι σημαντικά υπερχρεωμένα, ενώ το ενιαίο επίδομα για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αποτελεί ένδειξη σπατάλης δημοσίου χρήματος.

Όπως τονίζεται στη μελέτη, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των αντιπληθωριστικών μέτρων δεν οφείλεται αποκλειστικά στις συγκεκριμένες πολιτικές που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, αλλά έχει επίσης να κάνει και με δύο ακόμα κρίσιμους παράγοντες: Ο πρώτος σχετίζεται  με τη διαχρονική ανεπάρκεια του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Ο δεύτερος αφορά την επιδείνωση των εισοδηματικών συνθηκών των νοικοκυριών πριν από το 2020. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από την κρίση του ελληνικού χρέους, ακόμη και πριν ξεσπάσουν οι τρέχουσες ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είχε μειωθεί, από το μέσο επίπεδο της ΕΕ που ήταν το 2008, στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών το 2021. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το εισόδημα των νοικοκυριών το 2021 βρισκόταν πολύ κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008 (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2022 γ’ τρίμηνο).

Από την άποψη αυτή, η επάρκεια των εθνικών πολιτικών για τη μείωση του κοινωνικού κόστους του πληθωρισμού περιορίζεται από την ήδη εύθραυστη κατάσταση των νοικοκυριών.