Τη φέτα και το γάλα θα κληθούν να μειώσουν, μεταξύ άλλων, τον χειμώνα που έρχεται τα ελληνικά νοικοκυριά, αφού οι αυξήσεις που καταγράφονται και αναμένεται να κορυφωθούν τους επόμενους μήνες είναι σε διψήφια ποσοστά, ειδικά για τη φέτα θα ξεπεράσει το 30%. Πώς προκύπτουν όμως αυτές οι αυξήσεις σε βασικά για την καθημερινή διατροφή προϊόντα και τί έχει κάνει η κυβέρνηση για να τις ανακόψει;

Ads

Μιλώντας στο tvxs.gr, ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), Παύλος Σατολιάς εξηγεί με παραδείγματα την αύξηση του κόστους στην παραγωγή, τονίζει την ανάγκη επέκτασης των συνεταιρισμών ως παράγοντα εξισορρόπησης και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για διαφαινόμενες καθυστερήσεις στην εκταμίευση των βοηθημάτων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.

Οι μεγάλες αυξήσεις στα κόστη

Με την κατάσταση στην αγροτική παραγωγή να θεωρείται σε ένα βαθμό ελεγχόμενη μετά την έκρηξη των πρώτων μηνών του πολέμου στην Ουκρανία – αυτό βέβαια μένει να αποτυπωθεί και σε αποκλιμάκωση των τιμών – το βάρος του προβλήματος για τον πρωτογενή τομέα πέφτει στην κτηνοτροφία.

Ads

Για τους κτηνοτρόφους, ζωοτροφές και ενέργεια είναι οι δύο μεγάλες πηγές δαπανών. «Σε μια κτηνοτροφική μονάδα, το κόστος εκτροφής είναι το 50-60% των εξόδων, ενώ μπορεί να φτάσει και το 70% για τις μονάδες που δεν εφαρμόζουν εκτατική κτηνοτροφία», υπογραμμίζει ο κ. Σατολιάς που είναι ταυτόχρονα επικεφαλής του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων.

«Ένα κιλό συμπυκνωμένης ζωοτροφής πέρυσι είχε κατά προσέγγιση 35 ως 40 λεπτά του ευρώ και φέτος κινείται από 55 έως και πάνω από 60 λεπτά. Το τριφύλλι, από 20 έως 22 λεπτά πέρυσι, φέτος το προμηθευόμαστε από 35 ως 40 λεπτά του ευρώ. Στις δε νησιωτικές περιοχές, η τιμή του ξεπερνά τα 40», δίνει τα παραδείγματα ο ίδιος.

Όσο για το ηλεκτρικό ρεύμα, αναφέρει ότι πέρυσι μια μονάδα παραγωγής πλήρωσε 400-500 ευρώ το δίμηνο, ενώ φέτος το αντίστοιχο κόστος είναι από 1.500 ως 2.000 ευρώ. 

Από τα κόστη στην παραγωγή, στις αυξήσεις στο προϊόν

Ο πρόεδρος της ΕΘΕΑΣ εξηγεί ότι οι παραγωγοί δεν μπορούν να απορροφούν επ’ αόριστον τις αυξήσεις. «Το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσαμε να απορροφούμε τις αυξήσεις γιατί η αύξηση στο τελικό προϊόν δεν βολεύει κανένα. Όμως όταν αυτές παγιώθηκαν, ήμασταν αναγκασμένοι να τις περάσουμε στο προϊόν, αλλιώς θα έκλειναν οι μονάδες. Έτσι ενώ πέρυσι το γάλα πωλούνταν 1,15 ευρώ το κιλό, πήγε 1,25 και τώρα στα επόμενα συμβόλαια μπαίνουν ήδη υψηλότερες τιμές», σημειώνει.

Το γάλα παράγεται λοιπόν με πολύ αυξημένο κόστος κι ύστερα κατευθύνεται στο εργοστάσιο. «Αύξηση κόστους υπάρχει ακόμα και στη μεταποίηση. Αναλώσιμα, ρεύμα, φυσικό αέριο, υγραέριο, το πετρέλαιο για τις μεταφορές, όλα έχουν διπλασιαστεί και τριπλασιαστεί. Μέχρι πέρυσι στον συνεταιρισμό πληρώναμε για ρεύμα 200.000 ευρώ και φέτος θα πληρώσουμε 700.000. Όλες αυτές οι αυξήσεις ‘φορτώνονται’ στο προϊόν», τονίζει ο κ. Σατολιάς.

Παρά το γεγονός ότι μιλώντας στην ΕΡΤ ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Γεωργαντάς είπε ότι ζήτημα επάρκειας αγαθών δεν τίθεται πλέον, ο εκπρόσωπος των συνεταιρισμών ανέφερε ότι «δεν υπάρχουν αποθέματα, δεν υπάρχει πολύ προϊόν».

Η παρατήρηση αυτή σχετίζεται άμεσα με την τιμή της φέτας, καθώς όπως μας μεταφέρει ο κ. Σατολιάς, περίπου το 80% του εγχώριου αιγοπρόβειου γάλακτος κατευθύνεται στην παραγωγή φέτας. «Η τιμή της έχει πάρει διαδοχικές αυξήσεις της τάξης του 5 με 10%. Πέρυσι η φέτα έκανε στη λιανική από 7 ως 8,5 ευρώ και τώρα από 9,5 ως 11,5 ευρώ το κιλό. Παρακολουθώντας την αγορά, εκτιμούμε ότι θα φτάσει στα 12 ευρώ, δηλαδή θα έχει καταγράψει μεσοσταθμική αύξηση άνω του 30%», αναλύει ο πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων.

Τα μέτρα της κυβέρνησης αρκούν;

Από το βήμα της ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε έκτακτη επιδότηση 60 εκατ. ευρώ στους αγρότες ως άμυνα στο κόστος των λιπασμάτων και 89 εκατ. ευρώ σε 50.000 κτηνοτρόφους για να αντιμετωπίσουν αυξημένες τιμές στις ζωοτροφές. Όπως εξήγησε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, η μεν ενίσχυση προς τους αγρότες θα προέρχεται από τα δημόσια ταμεία κι άρα η εκταμίευσή τους θα γίνει πιο άμεσα, για τους κτηνοτρόφους όμως τα χρήματα θα έρθουν, αφού εγκριθεί το σχέδιο, από τις Βρυξέλλες.

«Στα λιπάσματα η επιδότηση θα γίνει με βάση τα τιμολόγια αγοράς, ενώ στην κτηνοτροφία με βάση την πρόταση που εστάλη στην Κομισιόν, η επιδότηση θα γίνει συνδυαστικά λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό του ζωικού κεφαλαίου και την παραγωγικότητα», είπε ο κ. Γεωργαντάς στην ΕΡΤ.

«Τα μέτρα πρέπει να είναι άμεσα και στοχευμένα. Όσο οι εκταμιεύσεις αργούν, τόσο λιγότερο θα μπορούν να συγκρατήσουν την πληθωριστική τάση», σχολιάζει επ’ αυτού ο κ. Σατολιάς μιλώντας στο tvxs.gr.

Τον περασμένο Αύγουστο επιστράφηκε στους παραγωγούς ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο πετρέλαιο ενώ σταδιακά μέσα στο 2022 δόθηκε ενίσχυση για τις ζωοτροφές στο 2% του τζίρου. Οι κινήσεις προφανώς παρείχαν μια βοήθεια στους παραγωγούς, αλλά όπως προκύπτει από τις συνεχείς αυξήσεις στις τιμές αλλά και τα επιπλέον μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση, μόνο επαρκείς δεν ήταν σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος.

Ανάγκη για επέκταση των συνεταιρισμών, πολύ χαμηλά η Ελλάδα

Τα προβλήματα της ελληνικής υπαίθρου δεν εμφανίστηκαν με την εκρηκτική αύξηση του κόστους και γι΄αυτό οι παραγωγοί ζητούν παρεμβάσεις και σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο.
«Χρειάζονται επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές για να γίνει ανταγωνιστική η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία», λέει ο κ. Σατολιάς.

Ειδικά για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, οι παραγωγοί ζητούν από την κυβέρνηση να ενισχύσει την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών σε στάβλους και αγρούς. Στο υπουργείο έχει ληφθεί απόφαση για επιδότηση τέτοιων δράσεων, αρχικά σε 75.000 μονάδες, απόφαση βέβαια που μένει να υλοποιηθεί.

«Ζητάμε έλεγχο στην αγορά για να μην έχουμε αθέμιτο ανταγωνισμό. Ειδικά για τα προϊόντα ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης), απαιτείται ένα αποτρεπτικό πλαίσιο για τους παραβάτες», υπογραμμίζει ο εκπρόσωπος των συνεταιρισμών.

Εκτός από τις επενδύσεις, ο κ. Σατολιάς επιμένει στην ανάγκη επέκτασης του συνεταιρίζεσθαι στον πρωτογενή τομέα. «Κίνητρα ήδη δίνονται από την Πολιτεία, χρειάζονται κι άλλα και αλλαγή νοοτροπίας στους αγρότες. Αυτή είναι η σωτηρία του πρωτογενούς τομέα, τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τα προϊόντα. Θα λειτουργήσει εξισορροπιστικά για τον πρωτογενή τομέα η επέκταση του συνεταιριστικού κινήματος».

Η Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ από άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε αυτό το κομμάτι. «Δεν ανακαλύπτουμε τον τροχό. Βλέπουμε ότι σε όλες τις φιλελεύθερες οικονομίες στην Ευρώπη, το συνεταιριστικό κίνημα έχει σημαντική θέση. Το 40 έως και 85% του αγροτικού προϊόντος κινείται μέσα από τους συνεταιρισμούς. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι κάτω από 15%», εξηγεί ο κ. Σατολιάς.

«Εμείς πιστεύουμε στην προοπτική της ελληνικής γεωργίας. Ασχολούμαστε με τη διατροφή, με την καθημερινή ανάγκη του πολίτη, του λαού μας. Εάν το χειριστούμε σωστά, έχουμε μέλλον», καταλήγει ο ίδιος.