Σκηνές αμερικάνικου νότου έζησε το βράδυ της Τρίτης η ηθοποιός και συγγραφέας Χρύσα Διαμαντοπούλου στους Αμπελοκήπους. Όπως αφηγείται στο tvxs, μια ομάδα δέκα δεκάχρονων λευκών αγοριών, κυνηγούσε στα στενά δύο συνομήλικά τους αγόρια από την Αίγυπτο και θα τα είχαν λιντσάρει, αν δεν είχε παρέμβει η ίδια κι ένας γείτονας.

Ads

Διάβασα την ανάρτησή της σήμερα το πρωί, σοκαρισμένη ακόμα από την είδηση του άνδρα που κλείδωσε μετανάστες μέσα στο φορτηγό και καλούσε σε πογκρόμ στη Β. Ελλάδα και την κάλεσα στο τηλέφωνο.

«Είμαι ακόμα σε σοκ. Τώρα αρχίζω σιγά σιγά να συνειδητοποιώ τι έγινε» μου λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής αρχίζοντας να αφηγείται την ιστορία:

«Πήγα με την 15χρονη κόρη και μια φίλη μου για ένα παγωτό. Επιστρέφοντας θα κάναμε στάση κατά τις 10 να αφήσουμε τη φίλη στους Αμπελοκήπους όπου μένει. Είμαστε στο αυτοκίνητο επί της Πανόρμου, πίσω από την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου. Πηγαίναμε αργά γιατί ακούγαμε ωραία μουσική και συζητούσαμε για μια ταινία που είχαμε δει τις προάλλες. Η φίλη καθόταν πίσω γιατί θα την αφήναμε σε λίγο, η κόρη μου δίπλα μου.

Ads

Μπαίνοντας στην πλατεία Αγ. Δημητρίου, σχολιάσαμε ότι δεν είχε καθόλου κόσμο λόγω Αυγούστου, ενώ είναι μια πλατεία που πάντα βλέπουμε γεμάτη. Εκείνη την ώρα βλέπουμε ξαφνικά 1-2-3-4-5… 10 πιτσιρίκια να τρέχουν και να διασχίζουν το δρόμο που θα στρίβαμε σε λίγο. Πηγαίναμε πολύ αργά γιατί συζητούσαμε και δεν θέλαμε να φτάσουμε πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα.

Καταλαβαίνουμε ότι δεν τρέχουν για πλάκα όπως αρχικά σκεφτήκαμε, αλλά ότι γίνεται τσαμπουκάς. Μετά βλέπουμε να έχουν συγκεντρωθεί σε ένα σημείο έξω από την πολυκατοικία της φίλης μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου καταλαβαίνουμε ότι κάνουν έναν κλοιό γύρω από ένα παιδί, μελαχρινό με σγουρό μαλλί. Είδαμε αργότερα ότι υπήρχε και δεύτερο παιδί πεσμένο κάτω. Μου λέει η φίλη μη σταματάς κάτι γίνεται.

Τους προσπερνάω, κλείνω τη μουσική ανοίγω τα παράθυρα κι αρχίζω να ακούω γκάπα γκούπα. Κοπανούσαν τα παιδιά στα αυτοκίνητα. Είχε ένα κατάστημα με ανελκυστήρες εκεί κι απέξω παρκαρισμένα μίνι βαν. Τα παιδιά ήταν 12-13 ετών τα περισσότερα, αλλά υπήρχαν και πιο μικρά.

Καταλαβαίνω ότι δεν είναι παιχνίδι. Δεν βλέπω κανέναν ενήλικα γύρω.

Της λέω πρέπει να γυρίσουμε. Η κόρη μου σαστισμένη δεν καταλαβαίνει ακόμα τη σοβαρότητα της κατάστασης, μου λέει είναι μικρά τους ρίχνω ένα κεφάλι να βγω έξω. Δεν την άφησα γιατί υπήρχε βία, λειτουργούσαν σε αγέλη κι ήταν πολύ τρομακτικό αυτό. Επίσης δεν γνώρισα αν κουβαλούν μαχαίρια, αν υπάρχουν κι άλλοι μεγαλύτεροι τριγύρω.

Ενστικτωδώς βάζω όπισθεν πατώντας κόρνα. Κοιτάω δεξιά αριστερά αν έρχονται άλλοι. Σκέφτομαι τα πάντα εκείνη την ώρα αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει.

Πάμε δίπλα στα παιδιά, κατεβάζουμε τα παράθυρα κι αρχίζουμε να φωνάζουμε «θα φωνάξουμε την αστυνομία αφήστε τον ήσυχο». Κάνουν πίσω κι εκείνη την ώρα βλέπουμε ότι ήταν δύο τα παιδιά που πήγαν να λιντσάρουν. Το ένα πεσμένο το άλλο φεύγει σφαίρα.

Εκείνη την ώρα βγαίνει ένας νεαρός από την πολυκατοικία απέναντι που έχει ακούσει το κορνάρισμα και τους βάζει μέσα στην πολυκατοικία. Τα φυγαδεύει τα παιδιά κανονικά. Τους ρωτάμε αν είναι οκ μας κάνουν νεύμα με το κεφάλι ότι ναι. Ο νεαρός που τους άνοιξε ήταν 25 ετών πάνω κάτω. Τα άλλα εν τω μεταξύ διασκορπίστηκαν σε τρεις δρόμους κι εξαφανίστηκαν.

Εμείς έχουμε μείνει εκεί και δεν το πιστεύουμε όλο αυτό που συμβαίνει.

Σταματάμε το αυτοκίνητο κατεβαίνουμε, τα παιδιά έχουν μπει μαζί με τον Άλκη στην πολυκατοικία του και δεν ξέρουμε τι έχει γίνει. Σκεφτόμασταν τι να κάνουμε. Δεν ξέραμε αν έμεναν εκεί, αν απλά βρήκαν καταφύγιο… Οπότε επιλέξαμε να κάνουμε κύκλο για να δούμε τι γίνεται μήπως χρειαστεί να βοηθήσουμε ξανά.

Σκεφτήκαμε να πάρουμε την αστυνομία αλλά φοβόμαστε μην μπλέξουν τα πιτσιρίκια. Το πιο σοκαριστικό για μένα, είναι ότι δεν σκέφτηκα ότι η ασφάλεια για εμάς και τα παιδιά θα ήταν να απευθυνθούμε στην αστυνομία.

Κάναμε κύκλους και είδαμε ότι τα 10 παιδιά, είχαν κρυφτεί σε θάμνους. Κατεβάζουμε παράθυρα και τους φωνάζουμε: θα φωνάξουμε την αστυνομία, σας έχουμε δει!

Περνάμε κάτω από την πολυκατοικία του νεαρού και τον βλέπουμε να φοράει ένα κράνος και να φεύγει με τη μηχανή.

Καθίσαμε εκεί κανένα μισάωρο, ξαναείδαμε ότι πήγαν σε κάτι μπασκέτες τα παιδιά και καθόντουσαν. Δεν έφευγαν από το σημείο. Ξαναγυρίσαμε στην πολυκατοικία και βγήκε ο νεαρός με ένα από τα δύο παιδιά, το πιο μεγάλο και του είπα να μιλήσουμε, απαντάει «σε λίγο». Επιστρέφει και μας συστήνεται. Τον λένε Άλκη και πήγε ένα ένα τα παιδιά με τη μηχανή και προστατευμένα με κράνη στα σπίτια τους.

Τότε μας είπε ότι ήταν από την Αίγυπτο τα παιδιά. Ότι πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τα ελληνόπουλα. Αυτά πηγαίνουν στην τελευταία τάξη του δημοτικού και τα άλλα γυμνάσιο, αλλά γνωρίζονται από το σχολείο. Ότι μένουν στη Νέα Φιλοθέη στο γηροκομείο.

Σήμερα που τα ξανασκέφτομαι όλα, παρηγοριέμαι από το γεγονός ότι στο τέλος έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι, φοβήθηκαν. Αλλά ξέρω ότι δεν σημαίνει κάτι όλο αυτό. Κάτι πρέπει να κάνουμε με τα παιδιά. Κάτι πρέπει να κάνουμε και άμεσα».