Με την κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τη μείωση της ανεργίας κατά περίπου 8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019, η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην Πρόεδρος του ΟΑΕΔ, Μαρία Καραμεσίνη, ως υποψήφια βουλεύτρια πλέον, αντιτείνει την απορρύθμιση και την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων που φαίνεται πλέον να κυριαρχούν, τονίζοντας παράλληλα ότι σε απόλυτους αριθμούς την περίοδο 2015-2019 η μείωση της ανεργίας ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι την τελευταία τετραετία.
 
Περιγράφει επίσης το πλέγμα των παρεμβάσεων που θα κάνει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ στον χώρο της εργασίας, με βασικούς στόχους την προστασία της εργασίας και την αύξηση των εισοδημάτων, στόχοι ωστόσο που μπορούν κατ’ εκείνη να οδηγήσουν σε «αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου στην κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης, ως προϋπόθεση για να έχουν μέλλον οι νέες γενιές και η χώρα».
 
Ακολουθεί η συνέντευξη με την υποψήφια βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στο Νότιο Τομέα της Αθήνας, Μαρία Καραμεσίνη.
 
Πώς πήρατε την απόφαση να αφήσετε, μέχρι νεοτέρας τουλάχιστον, τα αμφιθέατρα και να ζητήσετε από τον κόσμο να σας στείλει στη Βουλή;
 
Είναι η δεύτερη φορά που αφήνω τα αμφιθέατρα. Η κρίση του 2008, το σοκ των Μνημονίων και οι μεγαλειώδεις αγώνες και διαδηλώσεις για τις ολέθριες επιπτώσεις των τελευταίων, η ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο εντάχθηκα από την πρώτη στιγμή, η ελπίδα που γέννησε η απόφαση συνένωσης υπό την στέγη του των διαφορετικών ρευμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς και η πίστη ότι μπορούμε να σώσουμε τον λαό από την ανεργία και τη φτώχεια, την οικονομία από την καταστροφή και τη χώρα από την επιτροπεία της τρόικας, με οδήγησαν στο να εγκαταλείψω την προεδρία του Τμήματός μου και τη Σύγκλητο του Παντείου Πανεπιστημίου και να αναλάβω στην πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς το τιμόνι του ΟΑΕΔ, όπου παρέμεινα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019.
 
Η εμπειρία αυτή ήταν συναρπαστική. Κάτω από ιστορικά πρωτόγνωρες συνθήκες μαζικής ανεργίας, κλήθηκα να εφαρμόσω στην πράξη το επιστημονικό αντικείμενο που δίδασκα στο πανεπιστήμιο: τις πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας. Ταυτόχρονα, έπρεπε να φέρω σε πέρας τη μνημονιακή δέσμευση για μεταρρύθμιση του ΟΑΕΔ, την οποία έπρεπε να μεταστρέψω από μια νεοφιλελεύθερη προς μια προοδευτική κατεύθυνση. Τα κατάφερα μαζί με τους συνεργάτες μου και τους εργαζόμενους του Οργανισμού, με τους οποίους έκτοτε με συνδέει ένας νοερός αλλά ισχυρός ψυχικός δεσμός. Η εμπειρία αυτή με σφράγισε, δείχνοντάς μου ότι η πολιτική είναι συναρπαστικό πράγμα όταν υπηρετεί τους πολλούς, κινητοποιεί τους από κάτω και επιφέρει θεσμικές αλλαγές με αριστερό πρόσημο.
 
Σήμερα αισθάνομαι πάλι ότι η ιστορική συγκυρία είναι κρίσιμη, διότι πρέπει να ηττηθεί η ακραία νεοφιλελεύθερη και επικίνδυνη για τη δημοκρατία προοπτική που ανοίγεται με την επανεκλογή της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη. Η χώρα βρίσκεται σε σταυροδρόμι και χρειάζεται θεσμικές τομές εκτός από την ανακούφιση του λαού από τα άμεσα προβλήματα. Βρίσκομαι στην κορύφωση της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας, έχω επιστημονική και πολιτική ωριμότητα και εμπειρία, έχω συμβάλει στην εκπόνηση του προγράμματος του κόμματός μου και μπορώ να είμαι χρήσιμη και μέσα από τη Βουλή, αν ο λαός το θελήσει.
 
Περπατώντας τις γειτονιές του νότιου τομέα της Αθήνας, ποια είναι τα θέματα που απασχολούν περισσότερο τον κόσμο και πώς απαντάτε εσείς ως υποψήφια σε αυτά;
 
Τον κόσμο τον απασχολούν τα γενικά θέματα: αυτό της ακρίβειας τους περισσότερους, τους νέους τα εργασιακά, τους δημόσιους υπαλλήλους οι μισθοί και η υποστελέχωση των υπηρεσιών κ.ο.κ. Το συνοπτικό εκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απαντάει σε όλα τα θέματα με σαφήνεια και υπάρχουν και συμπληρωματικά θεματικά φυλλάδια. Ωστόσο, μια κοινή αντίδραση του κόσμου που είναι ανοιχτός προς εμάς και κουβεντιάζει είναι ότι «δεν πάει άλλο». Δεν μιλάνε μόνο για το δικό τους ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά για τη συνολική κυβερνητική πολιτική  Το έγκλημα στα Τέμπη έκανε την δυσαρέσκεια και την οργή του κόσμου να ξεχειλίσει και να ενωθεί, από διαφορετικές αφετηρίες, στην ίδια κοίτη.
 
Τί μπορεί να περιμένει ο κόσμος της εργασίας από μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ενδεχομένως σε αντίστιξη με όσα βιώνει τώρα με κυβέρνηση ΝΔ;
 
Αύξηση μισθών και αφορολόγητου εισοδήματος, μείωση τιμών και αύξηση αγοραστικής δύναμης, θεσμοθέτηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών με βάση τον πληθωρισμό, αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας και του δικαιώματος απεργίας, κατάργηση της δυνατότητας υπέρβασης του οκτάωρου με απλήρωτες υπερωρίες με ατομική σύμβαση, επαναφορά της αιτιολογημένης απόλυσης, ανασύσταση και ενίσχυση του ΣΕΠΕ, επενδύσεις στο κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία, φροντίδα). Αποτελεί ένα πλήρες πλέγμα μέτρων για την εισοδηματική ανακούφιση των εργαζομένων, την ενίσχυση της προστασίας  και της διαπραγματευτικής τους ικανότητας και την αύξηση του κοινωνικού μισθού μέσω δωρεάν πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά.
 
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας πανηγυρίζει για τη μείωση της ανεργίας. Τί αποτύπωμα έχει αυτή η μείωση στην κοινωνία και την πραγματική απασχόληση
 
Οι ισχυροί ρυθμοί ανάκαμψης της οικονομίας μετά την κρίση της πανδημίας όντως επέτρεψαν την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας, αν και στην ταχύτητα αποκλιμάκωσης συνέβαλε επίσης η μείωση του πληθυσμού. Βέβαια, την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 377 χιλιάδες, έναντι 277 χιλιάδων επί κυβέρνησης ΝΔ, και μεγαλύτερη αναλογικά μείωση του αριθμού των ανέργων. Ωστόσο, η απορρύθμιση και η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και οι χαμηλοί μισθοί, σε συνδυασμό με την μεγάλη εξάρτηση της αύξησης της απασχόλησης από τον τουρισμό, το εμπόριο και τον δημόσιο τομέα, που γεννά περισσότερες θέσεις συμβασιούχων παρά μονίμων, έχουν διευρύνει αισθητά τη ζώνη εισοδηματικής και εργασιακής επισφάλειας και περιορισμένων επαγγελματικών προοπτικών, ιδίως μεταξύ των νέων και των γυναικών.
 
Μπορεί η βελτίωση των εργασιακών σχέσεων να επηρεάσει θετικά την γενικότερη πορεία της οικονομίας, (ΑΕΠ, χρέος, κτλ.) και με ποιους τρόπους; 
 
Το μοντέλο της φθηνής και ευέλικτης εργασίας είναι όχι μόνο κοινωνικά άδικο αλλά και αναπτυξιακά μη βιώσιμο. Οι νέοι πτυχιούχοι συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό γιατί δεν βλέπουν προκοπή στη χώρα, ενώ και οι εποχικοί εργαζόμενοι στον τουρισμό προτιμούν να κάνουν σεζόν στην Κύπρο λόγω καλύτερων όρων εργασίας. Έτσι έχουμε ελλείψεις εργατικού δυναμικού και σε ειδικότητες και δεξιότητες υψηλής ειδίκευσης και σε μισοειδικευμένες εργασίες. Μόνο η βελτίωση των μισθών και της προστασίας της εργασίας μπορεί να δώσει ώθηση στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου στην κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης, ως προϋπόθεση για να έχουν μέλλον οι νέες γενιές και η χώρα.